Bigbook.gr.
Η
Google «τιμά» τον Κάρολο Κουν και αφιερώνει το σημερινό της doodle τα
105α γενέθλιά του, καθώς γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 13 Σεπτεμβρίου του
1908 γεννήθηκε στην Προύσα, ο κορυφαίος ίσως Έλληνας θεατρικός
σκηνοθέτης.
Η ζωή του
Ο Κάρολος Κουν ενηλικιώθηκε στην Πόλη, ενώ η φοίτησή του στη Ροβέρτειο Σχολή με μαθητές από όλα τα Βαλκάνια υπήρξε η φυσική ακολουθία ενός πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος. Επειτα από μόλις ένα έτος σπουδών στη Σορβόνη, εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα (1929) και αναλαμβάνει χρέη καθηγητή Αγγλικών στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου και υπογράφει τις πρώτες σκηνοθεσίες του ομώνυμου ερασιτεχνικού θιάσου. Το 1934 θα ιδρύσει με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον δημοσιογράφο Διονύσιο Δεβάρη τη «Λαϊκή Σκηνή» (1934-1936), το σημαντικότερο πειραματικό θέατρο της εποχής και επίκεντρο καλλιτεχνικής πρωτοπορίας.
Οι νεωτερισμοί του, δεν στόχευαν σε άμουσες προκλήσεις ή προσωπική αυτοπροβολή, αλλά στη διεύρυνση του φιλοθεάμονος κοινού και στην ανάδειξη της ρωμέικης ψυχής, σκοποί που επιτελούνταν, εκτός των άλλων, και από την επιλογή ηθοποιών από την «καρδιά» των λαϊκών στρωμάτων. Χαρακτηριστική είναι η αγγελία για το σχηματισμό του θιάσου της «Λαϊκής Σκηνής», όπου αναζητούνταν «200 νέοι και νέαι, κατά το πλείστον παιδιά του λαού που βιοπαλαίουν».
Η λαϊκή-νησιώτικη ζωή, οι βυζαντινές αγιογραφίες, οι αναπαραστάσεις των αρχαίων αγγείων και κυρίως η μακραίωνη παράδοση της δημοτικής ποίησης υπήρξαν για τον Κουν ο ομφάλιος λώρος που συνέδεε τα αρχαία δράματα με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ενας ενδιάμεσος κρίκος που μετρίαζε τη χρονική απόσταση και με ό,τι αυτή συνεπάγεται στην απόκλιση με τα σύγχρονα ήθη και έθιμα. Το ιδιαίτερο θεατρικό του ύφος προσδιορίστηκε από τον ίδιο τον δημιουργό ως «λαϊκός εξπρεσιονισμός», που αποδίδεται συνοπτικά σαν στυλιζάρισμα ορισμένων εκφραστικών μέσων προκειμένου να αποδοθεί το πριτιμίβ λαϊκό στοιχείο.
Γνωστός λάτρης του βωβού κινηματογράφου, προσέδιδε ιδιαίτερη σημασία στην έκφραση και κυρίως την κινησιολογία, την «ευγλωττία του σώματος», η οποία αποδόθηκε πρωτοφανώς στα χορικά μέρη της αρχαίας τραγωδίας. Ο Κουν επιχειρούσε να απομακρύνει από το αρχαίο δράμα τον σχολαστικισμό και τα ακαδημαϊκά πρότυπα, θεωρώντας τον ακαδημαϊσμό «θάνατο του θεάτρου» και «πηγή στερεότυπων». Η εκλαΐκευση των αρχαίων δραμάτων, χωρίς ωστόσο να αναιρείται η βαθύτερη ουσία τους, υπήρξε ενδεικτική της αγάπης του για το κοινό και της επιθυμίας του να το διευρύνει, καθώς δεν θεωρούσε το θέατρο υπόθεση μιας περιχαρακωμένης κάστας μυημένων.
Αντίθετα με την ιδιώνυμη αισθητική «λαϊκού εξπρεσιονισμού», που επέλεξε την τριετία που διηύθυνε τη «Λαϊκή Σκηνή», στο Θέατρο Τέχνης επικράτησαν το ψυχολογικό δράμα και η ανάλογη πλαστικότητα με την οποία είθισται να αποδίδεται στη θεατρική σκηνή. Το χρονικό διάστημα μεταξύ της βραχύβιας «Λαϊκής Σκηνής» και της ίδρυσης του Θεάτρου Τέχνης (1942) ξεχωρίζει η συνεργασία με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη (1939-1941), ενώ δεν πρέπει να λησμονείται και η μετέπειτα θητεία του Κουν στην Εθνική σκηνή (1950-1953), την περίοδο δηλαδή εκείνη κατά την οποία το Θέατρο Τέχνης ανέστειλε τη λειτουργία του λόγω οικονομικών προβλημάτων (1949-1954).
«Ας μη μας καταλογισθεί ούτε αυθάδεια μήτε αναίδεια», προλάμβανε ο Κουν τους θεατρόφιλους, καθώς γνωστοποιούσε ότι το Θέατρο Τέχνης όφειλε να ξεχωρίζει από οτιδήποτε άλλο είχε μέχρι τότε επιχειρηθεί στο ελληνικό θεατρικό στερέωμα. Από τις βασικές αρχές του Θεάτρου Τέχνης ξεχώριζαν η καταπολέμηση του βεντετισμού και η ταυτόχρονη έμφαση σε ένα θέατρο συνόλου. Ο Κάρολος Κουν προσδοκούσε να αλλάξει ριζικά την ελληνική θεατρική πραγματικότητα, που υπήρξε εν πολλοίς μια συνισταμένη παρεμβατικότητας από πολιτικές δυνάμεις και μαικήνες του θεάτρου. Το θέατρο συνόλου προϋποθέτει στον σκηνοθετικό θώκο σπουδαίους δημιουργούς, καθώς ο σκηνοθέτης οφείλει να συνδυάζει καλλιτεχνική παιδεία, αντιληπτική και διαισθητική ικανότητα, προκειμένου να επιφέρει αρμονία και ώσμωση, την πολυπόθητη «χημεία». Από τη συγκεκριμένη ανάγκη ομοψυχίας και σταθερότητας προήλθε και η ίδρυση της ομώνυμης σχολής, ενώ η σχετική μονιμότητα στα μέλη του θιάσου οδήγησε ορισμένους σε άδικες επικρίσεις περί άβατου.
Η ασκητική αισθητική του Θεάτρου Τέχνης υπήρξε απότοκη της εσωτερικότητας των κειμένων και ερχόταν σε συστοιχία με τα πενιχρά μέσα και τον περιορισμένο σκηνικό χώρο. Τα αντικείμενα στη σκηνή δεν περιορίζονταν στην αναπαράσταση της εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά αποκρυστάλλωναν τα αδιόρατα χαρακτηριστικά εκείνων που τα μετέρχονταν. Η οξυμμένη διαίσθηση του Κουν και η επιλογή συγκεκριμένου δραματολογίου τον ώθησαν σε μια ιδιότυπη επιλογή ηθοποιών, όπου, υποσκελίζοντας τα εξωτερικά γνωρίσματά τους, αναζητούσε «έναν υπόγειο ήχο, ένα αόρατο σημάδι». Ο Κάρολος Κουν υπήρξε από τους πρώτους στο ελληνικό θέατρο που ακολούθησε την -καθιερωμένη πλέον- μέθοδο Στανισλάφσκι, κατά την οποία «ο ηθοποιός οφείλει να φέρει εντός του και στην προσωπική του ζωή τον ρόλο που αναλαμβάνει».
Το Θέατρο Τέχνης παρουσίασε στο ελληνικό κοινό εκείνους τους συγγραφείς που τα επόμενα χρόνια θα ανακηρυχθούν ιερά τέρατα του παγκόσμιου θεάτρου. Μπέκετ, Μπρεχτ, Αραμπάλ, Φο και Λόρκα είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που πέρασαν τα ελληνικά σύνορα, υπό τη σκηνοθετική επιμέλεια του Καρόλου Κουν, ενώ ως προς το εγχώριο δραματολόγιο έδωσε το βάπτισμα του πυρός ή πρόβαλε εκ νέου σπουδαίους έλληνες συγγραφείς, όπως τον προσφάτως εκλιπόντα Ιάκωβο Καμπανέλλη, τη Λούλα Αναγνωστάκη και τον Δημήτρη Κεχαΐδη.
Δάσκαλος, σκηνοθέτης, δραματουργός, ηθοποιός, σκηνογράφος και ενίοτε μεταφραστής, ο Κάρολος Κουν δεν δίστασε να αναδείξει στη θεατρική σκηνή τα ιδιαίτερα συνεκτικά στοιχεία του αρχαίου και του νεότερου δράματος, δημιουργώντας μια αμφίδρομη σχέση ως προς την ερμηνεία και την αναπαράστασή τους. Με την ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης ο Κάρολος Κουν πρόσφερε σκέπη και ελευθερία σε εν δυνάμει τεράστιες πνευματικές μορφές, ώστε να ξεδιπλώσουν κάθε πτυχή από το ιδιαίτερο ταλέντο τους. Γι' αυτό θα ήταν ολίσθημα αν υποστηρίζαμε ότι άλλαξε αποκλειστικά και μόνο τη θεατρική πραγματικότητα της χώρας.
ΠΗΓΗ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Η ζωή του
Ο Κάρολος Κουν ενηλικιώθηκε στην Πόλη, ενώ η φοίτησή του στη Ροβέρτειο Σχολή με μαθητές από όλα τα Βαλκάνια υπήρξε η φυσική ακολουθία ενός πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος. Επειτα από μόλις ένα έτος σπουδών στη Σορβόνη, εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα (1929) και αναλαμβάνει χρέη καθηγητή Αγγλικών στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου και υπογράφει τις πρώτες σκηνοθεσίες του ομώνυμου ερασιτεχνικού θιάσου. Το 1934 θα ιδρύσει με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον δημοσιογράφο Διονύσιο Δεβάρη τη «Λαϊκή Σκηνή» (1934-1936), το σημαντικότερο πειραματικό θέατρο της εποχής και επίκεντρο καλλιτεχνικής πρωτοπορίας.
Οι νεωτερισμοί του, δεν στόχευαν σε άμουσες προκλήσεις ή προσωπική αυτοπροβολή, αλλά στη διεύρυνση του φιλοθεάμονος κοινού και στην ανάδειξη της ρωμέικης ψυχής, σκοποί που επιτελούνταν, εκτός των άλλων, και από την επιλογή ηθοποιών από την «καρδιά» των λαϊκών στρωμάτων. Χαρακτηριστική είναι η αγγελία για το σχηματισμό του θιάσου της «Λαϊκής Σκηνής», όπου αναζητούνταν «200 νέοι και νέαι, κατά το πλείστον παιδιά του λαού που βιοπαλαίουν».
Η λαϊκή-νησιώτικη ζωή, οι βυζαντινές αγιογραφίες, οι αναπαραστάσεις των αρχαίων αγγείων και κυρίως η μακραίωνη παράδοση της δημοτικής ποίησης υπήρξαν για τον Κουν ο ομφάλιος λώρος που συνέδεε τα αρχαία δράματα με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ενας ενδιάμεσος κρίκος που μετρίαζε τη χρονική απόσταση και με ό,τι αυτή συνεπάγεται στην απόκλιση με τα σύγχρονα ήθη και έθιμα. Το ιδιαίτερο θεατρικό του ύφος προσδιορίστηκε από τον ίδιο τον δημιουργό ως «λαϊκός εξπρεσιονισμός», που αποδίδεται συνοπτικά σαν στυλιζάρισμα ορισμένων εκφραστικών μέσων προκειμένου να αποδοθεί το πριτιμίβ λαϊκό στοιχείο.
Γνωστός λάτρης του βωβού κινηματογράφου, προσέδιδε ιδιαίτερη σημασία στην έκφραση και κυρίως την κινησιολογία, την «ευγλωττία του σώματος», η οποία αποδόθηκε πρωτοφανώς στα χορικά μέρη της αρχαίας τραγωδίας. Ο Κουν επιχειρούσε να απομακρύνει από το αρχαίο δράμα τον σχολαστικισμό και τα ακαδημαϊκά πρότυπα, θεωρώντας τον ακαδημαϊσμό «θάνατο του θεάτρου» και «πηγή στερεότυπων». Η εκλαΐκευση των αρχαίων δραμάτων, χωρίς ωστόσο να αναιρείται η βαθύτερη ουσία τους, υπήρξε ενδεικτική της αγάπης του για το κοινό και της επιθυμίας του να το διευρύνει, καθώς δεν θεωρούσε το θέατρο υπόθεση μιας περιχαρακωμένης κάστας μυημένων.
Αντίθετα με την ιδιώνυμη αισθητική «λαϊκού εξπρεσιονισμού», που επέλεξε την τριετία που διηύθυνε τη «Λαϊκή Σκηνή», στο Θέατρο Τέχνης επικράτησαν το ψυχολογικό δράμα και η ανάλογη πλαστικότητα με την οποία είθισται να αποδίδεται στη θεατρική σκηνή. Το χρονικό διάστημα μεταξύ της βραχύβιας «Λαϊκής Σκηνής» και της ίδρυσης του Θεάτρου Τέχνης (1942) ξεχωρίζει η συνεργασία με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη (1939-1941), ενώ δεν πρέπει να λησμονείται και η μετέπειτα θητεία του Κουν στην Εθνική σκηνή (1950-1953), την περίοδο δηλαδή εκείνη κατά την οποία το Θέατρο Τέχνης ανέστειλε τη λειτουργία του λόγω οικονομικών προβλημάτων (1949-1954).
«Ας μη μας καταλογισθεί ούτε αυθάδεια μήτε αναίδεια», προλάμβανε ο Κουν τους θεατρόφιλους, καθώς γνωστοποιούσε ότι το Θέατρο Τέχνης όφειλε να ξεχωρίζει από οτιδήποτε άλλο είχε μέχρι τότε επιχειρηθεί στο ελληνικό θεατρικό στερέωμα. Από τις βασικές αρχές του Θεάτρου Τέχνης ξεχώριζαν η καταπολέμηση του βεντετισμού και η ταυτόχρονη έμφαση σε ένα θέατρο συνόλου. Ο Κάρολος Κουν προσδοκούσε να αλλάξει ριζικά την ελληνική θεατρική πραγματικότητα, που υπήρξε εν πολλοίς μια συνισταμένη παρεμβατικότητας από πολιτικές δυνάμεις και μαικήνες του θεάτρου. Το θέατρο συνόλου προϋποθέτει στον σκηνοθετικό θώκο σπουδαίους δημιουργούς, καθώς ο σκηνοθέτης οφείλει να συνδυάζει καλλιτεχνική παιδεία, αντιληπτική και διαισθητική ικανότητα, προκειμένου να επιφέρει αρμονία και ώσμωση, την πολυπόθητη «χημεία». Από τη συγκεκριμένη ανάγκη ομοψυχίας και σταθερότητας προήλθε και η ίδρυση της ομώνυμης σχολής, ενώ η σχετική μονιμότητα στα μέλη του θιάσου οδήγησε ορισμένους σε άδικες επικρίσεις περί άβατου.
Η ασκητική αισθητική του Θεάτρου Τέχνης υπήρξε απότοκη της εσωτερικότητας των κειμένων και ερχόταν σε συστοιχία με τα πενιχρά μέσα και τον περιορισμένο σκηνικό χώρο. Τα αντικείμενα στη σκηνή δεν περιορίζονταν στην αναπαράσταση της εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά αποκρυστάλλωναν τα αδιόρατα χαρακτηριστικά εκείνων που τα μετέρχονταν. Η οξυμμένη διαίσθηση του Κουν και η επιλογή συγκεκριμένου δραματολογίου τον ώθησαν σε μια ιδιότυπη επιλογή ηθοποιών, όπου, υποσκελίζοντας τα εξωτερικά γνωρίσματά τους, αναζητούσε «έναν υπόγειο ήχο, ένα αόρατο σημάδι». Ο Κάρολος Κουν υπήρξε από τους πρώτους στο ελληνικό θέατρο που ακολούθησε την -καθιερωμένη πλέον- μέθοδο Στανισλάφσκι, κατά την οποία «ο ηθοποιός οφείλει να φέρει εντός του και στην προσωπική του ζωή τον ρόλο που αναλαμβάνει».
Το Θέατρο Τέχνης παρουσίασε στο ελληνικό κοινό εκείνους τους συγγραφείς που τα επόμενα χρόνια θα ανακηρυχθούν ιερά τέρατα του παγκόσμιου θεάτρου. Μπέκετ, Μπρεχτ, Αραμπάλ, Φο και Λόρκα είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που πέρασαν τα ελληνικά σύνορα, υπό τη σκηνοθετική επιμέλεια του Καρόλου Κουν, ενώ ως προς το εγχώριο δραματολόγιο έδωσε το βάπτισμα του πυρός ή πρόβαλε εκ νέου σπουδαίους έλληνες συγγραφείς, όπως τον προσφάτως εκλιπόντα Ιάκωβο Καμπανέλλη, τη Λούλα Αναγνωστάκη και τον Δημήτρη Κεχαΐδη.
Δάσκαλος, σκηνοθέτης, δραματουργός, ηθοποιός, σκηνογράφος και ενίοτε μεταφραστής, ο Κάρολος Κουν δεν δίστασε να αναδείξει στη θεατρική σκηνή τα ιδιαίτερα συνεκτικά στοιχεία του αρχαίου και του νεότερου δράματος, δημιουργώντας μια αμφίδρομη σχέση ως προς την ερμηνεία και την αναπαράστασή τους. Με την ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης ο Κάρολος Κουν πρόσφερε σκέπη και ελευθερία σε εν δυνάμει τεράστιες πνευματικές μορφές, ώστε να ξεδιπλώσουν κάθε πτυχή από το ιδιαίτερο ταλέντο τους. Γι' αυτό θα ήταν ολίσθημα αν υποστηρίζαμε ότι άλλαξε αποκλειστικά και μόνο τη θεατρική πραγματικότητα της χώρας.
ΠΗΓΗ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου