Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

“Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο απ’ τη ζωή!”

http://www.candianews.gr/2013/09/10/%CF%89-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CF%85%CF%80%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%B9-%CF%80%CE%B9%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%8D%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%BF-%CE%B1%CF%80-%CF%84%CE%B7-%CE%B6%CF%89%CE%AE/

“Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο απ’ τη ζωή!”

“Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο απ’ τη ζωή!”

Ενα κείμενο-ύμνος της Γαλάτειας Καζαντζάκη για τη ζωή, γραμμένο στο Ηράκλειο το 1909, με αφορμή τη στενάχωρη ποίηση του Καβάφη

Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη andrikakisalekos@gmail.com
Μ’ ένα κείμενο ύμνο προς τη ζωή, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, Αλεξίου ακόμη, διατυπώνει κριτικά την πρώτη γνωριμία της με τον μεγάλο Αλεξανδρινό, τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, και την ποίησή του. Πρόκειται για ένα σπάνιο κείμενο, που γράφτηκε στο Ηράκλειο στις 4 Δεκεμβρίου 1909 και δημοσιεύτηκε στον περίφημο «Νουμά», την εφημερίδα των δημοτικιστών, στις 14 Φεβρουαρίου 1910.
Είναι η εποχή που ο Καβάφης είναι περίπου αποδιοπομπαίος για την ποιητική και λογοτεχνική ελίτ της Αθήνας. Κάτι σαν περιθωριακός (πολλοί λένε και εξαιτίας των σεξουαλικών προτιμήσεών του), για το κατεστημένο της ελληνικής διανόησης. Ακόμη κι ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς τον αντιμετώπισε μάλλον τυπικά, δεν τον υποδέχτηκε όπως του άξιζε, επηρεασμένος από το γενικότερο περιβάλλον.
Είναι όμως ταυτόχρονα η περίοδος που η Ελλάδα κοινωνικά και πολιτικά συγκλονιζόταν συθέμελα. Κάθε τι το δεδομένο, το κατεστημένο, έβλεπε καχύποπτα το νέο. Ο Καβάφης, φυσικά, δεν ήταν ούτε νέος, αφού έφτανε πια τα 47 χρόνια του όταν δημοσιευόταν το κείμενο της Γαλάτειας, ούτε βέβαια καινούργιος και άγνωστος στον ποιητικό λόγο. Αλλά ήταν άκρως σνομπαρισμένος.
Η «αιρετική» Γαλάτεια, η γυναίκα για την οποία έναν χρόνο νωρίτερα ο Νίκος Καζαντζάκης είχε εκφράσει δημόσια, μέσα από τις στήλες επίσης του «Νουμά», το θαυμασμό του για τη λογοτεχνική της αξία και τη φυσική της ομορφιά, ανέλαβε την ευθύνη να «περάσει» τον Καβάφη στο ελληνικό κοινό και στην κατεστημένη (όχι πάντα συντηρητική, αφού και η θεωρούμενη προοδευτική τον αντιμετώπισε, αρχικά, με τον ίδιο περιφρονητικό τρόπο) διανόηση.
Είναι η περίοδος που η μεγάλη Καστρινή συγγραφέας (αδικημένη ακόμη και σήμερα από τη «λογοτεχνική επετηρίδα», πιθανώς εξαιτίας της «σκιάς» του Καζαντζάκη, με τον οποίο αργότερα, μετά το χωρισμό τους, τα έβαλε με τρόπο που αυτό-αδικήθηκε), αρχίζει τη σχέση με τον μετέπειτα σύζυγό της. Ο Καζαντζάκης ήδη υπογράφει ως «Πέτρος Ψηλορείτης», εκείνη, κατ’ αντιστοιχία, ως «Πετρούλα Ψηλορείτη», υπογραφή που χρησιμοποιεί και στο συγκεκριμένο κείμενο.
Με την κριτική μελέτη που δημοσιεύει στις «Φιλολογικές Επιφυλλίδες» του «Νουμά», η συγγραφέας έρχεται να επικυρώσει την ποίηση του Καβάφη ως μεγάλη, αλλά να κατηγορήσει, με προσεγμένο αλλά εμφανή τρόπο, τον ίδιο επειδή δεν επιτρέπει στον ποιητικό λόγο του να ανοίξει όσο του αξίζει τα φτερά του, εξαιτίας των τειχών που απλώθηκαν γύρω από τον ίδιο, χωρίς να αντιδράσει, αλλά και της κουρασμένης, της «μαραζάρικης κι αρρωστημένης ψυχής του».
«Κυτάζει τη ζωή μέσα από τ’ αψηλά τείχη, που όπως ο ίδιος μάς λέει, κάποιοι έχτισαν γύρω του», γράφει. «Κ’ είναι φριχτά αψηλά τα τείχη της σκλαβιάς και μαραζάρικη κι αρρωστημένη η ψυχή που αναστενάζει εκεί μέσα – δυστυχώς, για την ωραία ποίηση του κ. Καβάφη, που τόσα πράματα θα μας έλεγε αν έβγαινε στον ήλιο και στα λουλούδια, στις χιονιές και τις μπόρες».

Ύμνος στη Ζωή!
Η Γαλάτεια, όμως, βρίσκει την αφορμή να υμνήσει το δώρο της ζωής, κάνοντας τη δική της αντιπαράθεση με τη «μαραζάρικη» αντιμετώπιση του Καβάφη. Χαρακτηριστική η αναφορά της που ακολουθεί:
«Όταν επιπόλαια κυτάζεις τη ζωή, σκλάβος της γίνεσαι και παιγνίδι, πετώντας απ’ τη χαρά στον πόνο κι απ’ τον πόνο στη χαρά. Όταν βαθύτερα την κυτάζεις, νοιώθεις τη φριχτή ματαιότητα κάθε χειρονομίας και κάθε κραυγής. Ανέγγιχτος είσαι από τη χαρά κι από τον πόνο. Κι όταν ακόμα πιο βαθειά κυτάξεις την ύπαρξη, τόσο πιο αρμονική και τόσο πιο ωραία θα τηνε βρεις. Θα δεις, ένας ρυθμός συνταράζει σ’ ένα μουσικό ξέσπασμα ανεκλάλητης χαράς, όλα τα πράματα που ζούνε και βιάζουνται, γιατί ξέρουν πως γρήγορα θα πεθάνουν. Οι διάκρισες χαράς και πόνου, ομορφιάς κι ασκήμιας δεν υπάρχουν πιά. Όλα αδερφώνουνται και μεθούνε κυτάζοντας τον ήλιο. Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο από τη ζωή!»
Το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι
Παρά τις επιφυλάξεις και αντιρρήσεις που διατυπώνει για την κουρασμένη καβαφική ψυχή, που αποτυπώνεται στην ποίησή του, η Γαλάτεια υποδέχεται τον Αλεξανδρινό όπως του αξίζει: αναγνωρίζει και τη φιλοσοφική του αντίληψη και την ευαισθησία τους.
«Την ποίηση του κ. Καβάφη –σημειώνει- δυό μου φάνηκαν πως την ξεχωρίζουν χαραχτηριστικά: Η βαθειά φιλοσοφική αντίληψη του Ανθρώπου που πολλά ξέρει, κ’ η αισταντικότητα του Ποιητή. Από το ένα μέρος η κουρασμένη σκέψη που όλα τα ξέρει μάταια κι ανώφελα, κι από τ’ άλλο η ευαίσθητη ψυχή που είδε το φριχτό θέαμα της ζωής και δεν μπόρεσε να βαστάξει κ’ έσπασε. Δεν έσπασε ολότελα, λύγισε. Κι ανάμεσα στα γόνατά της τώρα, με κλειστά τα μάτια, κρύβει το κεφάλι της, θυμάται τα όσα είδε και θρηνεί. Πολλά μελέτησε φαίνεται ο κ. Καβάφης. Τα αιστήματα μήνες πολλούς και χρόνια μένουν μέσα του και σιγοσταλάζουν και πετρώνουνται στο νου του κι αποκρυσταλλώνουνται σε μια σκέψη».
« Έτσι-ξεκαθαρίζει, αναγνωρίζοντας και τη μεστή ποιητική του- τα ποιήματα του κ. Καβάφη, αργά και σταλαχτά μάς έρχουνται και σα σταλαχτίτες του υπομονετικού καιρού φαντάζουνε. Ιδίως, συναιστήματα του λογισμού και του κορμιού τρανταχτά, που σε πολυσέλιδους λυρισμούς θα μας ξέχυνε κάποιος άλλος ποιητής, θορυβώδης και πληβείος, σεμνά κι αριστοκρατικά μάς δείχνει ο κ. Καβάφης».
Και ως παράδειγμα παραθέτει το περίφημο ποίημά του «Che fece …. il gran rifiuto» του 1901, για το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι, που κάποτε είμαστε μπροστά στην ευθύνη να επιλέξουμε. Σημειώνουμε ότι ο τίτλος του συγκεκριμένου ποιήματος είναι στίχος του Ντάντε (Inferno, III, 60), και σημαίνει «Εκείνος που έκανε… τη μεγάλη άρνηση».
Στην παρουσίασή της κάνει και πολλές αυθαιρεσίες η Γαλάτεια. Συχνά αλλάζει τη γραφή των λέξεων από τα ποιήματα του Καβάφη, ώστε να τις φέρει πιο κοντά στη δημοτική! Π.χ., στο ποίημα «Τα Τείχη», διορθώνει το «ανεπαισθήτως», αναφορά που χαρακτήρισε τον Καβάφη, με το «αναισθήτως»! Ή στο ποίημα «Τα παράθυρα», το «βαρυές» του ποιητή το αλλοιώνει σε «βαρειές», το «να ’βρω» το μετατρέπει σε «ναύρω» κ.ο.κ. Ακόμη και παραλείψεις στίχων εντοπίζουμε (τους συμπληρώνουμε), αλλά πιθανώς αυτό να οφείλεται απλώς σε λάθος στην αντιγραφή.
Παρουσιάζουμε στη συνέχεια ολόκληρη την κριτική μελέτη της «Πετρούλας Ψηλορείτη», σε γραφή ακραία δημοτική, χωρίς φυσικά να κάνουμε παρεμβάσεις ακόμη και σε οφθαλμοφανείς αλλοιώσεις λέξεων (διπλά σύμφωνα κλπ).
Το φύλλο του «Νουμά» εντοπίσαμε στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Πατρών.
Ακολουθεί το κείμενο της Γαλάτειας Αλεξίου:

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Το δειλινό μιας μέρας χλωμής, μέσα στη μυστηριακή μελαγχολία της μισοφωτισμένης σάλας, άκουσα για πρώτη φορά τους στίχους του κ. Καβάφη – με τη θλίψη τη συγκρατημένη και τη σιωπηλή που απλώνει η χειμωνιάτικη δύση, όμορφης μέρας, στα κουρασμένα δέντρα, απλωθήκανε κ’ οι στίχοι του στην ψυχή μου και σκέπασαν μ’ ένα ανατριχιαστικό πέπλο μυστηρίου την Πραγματικότητα.
Ποτέ μου ως τότε δεν είχα ακούσει τ’ όνομα του κ. Καβάφη. Κ’ είτανε φυσικό, σε μια τόσο ταιριασμένη ώρα δειλινή, βαθύτατα κ’ εξαιρετικά να με συγκινήσουν, τα ωραία σιγοπρόφερτα λόγια.
Την ποίηση του κ. Καβάφη δυό μου φάνηκαν από τότε πως την ξεχωρίζουν χαραχτηριστικά: Η βαθειά φιλοσοφική αντίληψη του Ανθρώπου που πολλά ξέρει, κ’ η αισταντικότητα του Ποιητή. Από το ένα μέρος η κουρασμένη σκέψη που όλα τα ξέρει μάταια κι ανώφελα, κι από τ’ άλλο η ευαίσθητη ψυχή που είδε το φριχτό θέαμα της ζωής και δεν μπόρεσε να βαστάξει κ’ έσπασε. Δεν έσπασε ολότελα, λύγισε. Κι ανάμεσα στα γόνατά της τώρα, με κλειστά τα μάτια, κρύβει το κεφάλι της, θυμάται τα όσα είδε και θρηνεί. Πολλά μελέτησε φαίνεται ο κ. Καβάφης. Τα αιστήματα μήνες πολλούς και χρόνια μένουν μέσα του και σιγοσταλάζουν και πετρώνουνται στο νου του κι αποκρυσταλλώνουνται σε μια σκέψη. Έτσι τα ποιήματα του κ. Καβάφη, αργά και σταλαχτά μάς έρχουνται και σα σταλαχτίτες του υπομονετικού καιρού φαντάζουνε. Ιδίως, συναιστήματα του λογισμού και του κορμιού τρανταχτά, που σε πολυσέλιδους λυρισμούς θα μας ξέχυνε κάποιος άλλος ποιητής, θορυβώδης και πληβείος, σεμνά κι αριστοκρατικά μάς δείχνει ο κ. Καβάφης.
«Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησή του. Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι Οχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει εκείνο τ’ όχι – το σωστό – εις όλην την ζωήν του».
Βαθύτερη, δραματικότερη σκέψη, αδύνατο πιο λιγόλογα και πιο αριστοκρατικά να μας δοθεί.
Τι είναι λοιπόν εκείνο που το φιλοσοφικό αυτό κομμάτι το αλλάζει σε ποίημα αισθαντικό και βαθύ; Είναι ο βουβός σπαραγμός της καρδιάς που θέλει να ξεσπάσει και δεν την αφήνει ο νους, γιατί τη φοβάται. Ρυτιδώνεται λες η ηρεμία η φαινομενική της επιφάνειας από το σιγαληνό, το αιώνιο θαρρείς πέρασμα του πόνου του φριχτού, του διπλά φριχτού γιατ’ είναι αθώρητος. Έτσι λένε πως ρυτιδώνεται κ’ η επιφάνεια της ήρεμης θάλασσας, σαν κάτω από τα νερά περνά καρχαρίας. Πάντα τέτοιο αθώρητο θεριό περνά κάτω απ’ όλους τους στίχους του κ. Καβάφη. Ένας ρυθμός περιώδυνος. Μιλεί σα να παραμιλεί. Δεν προσπαθεί, φαίνεται πως δεν προσπαθεί, αρμονικά να πλέξει τις λέξεις κι ομοιόμορφα τη γλώσσα. Κ’ έχει τι το βαθειά αισταντικό αυτή του η τεχνοτροπία. Θαρρείς κι ο πόνος ο κρυφός τον έχει τόσο κουράσει που δεν του είναι δυνατό να στολίζεται με φράσεις. Κάποτε οι ρίμες του τελειώνουν με την ίδια λέξη. Και δείχνει αυτό κάτι σαν idée fixe, που έρχεται και ξανάρχεται το ίδιο το απαράλλαχτο επίμονα και δεν έχει διωγμό.
Ο ρυθμός του κ. Καβάφη μάς δείχνει τέλεια την ψυχή του την τόσο υποταγμένη, μα και τόσο περίλυπη.
Καμιά θερμή έκφραση επαναστατημένου λυρισμού, καμιά απότομη αποφασιστική χερονομία. Η Αγάπη, ο Πόνος, τα Πάθη, η Φύση, συναιστήματα πολύ βαριά, θα σπούσαν το στίχο του ποιητή. Συναιστήματα τόσο υποκειμενικά, θα τον οδηγούσαν άθελα σε καμιά διαμαρτυρία, σε κανένα ανατίναγμα, σε καμιά πρόκληση στη Μοίρα. Τα πάθη αυτά τα φοβάται ο κ. Καβάφης. Τα κυτάζει να περνούν και να τονε σκανιάζουν και συμαζώνεται σε μια γωνιά και ανησυχεί μήπως τόνε δουν και τον προκαλέσουν και τον αναγκάσουν να πει μες σ’ αυτά τη σκέψη του. Αν έπαιρνε την αγάπη – την αγάπη που ή μας σπα ή μας κάνει θεούς, το ξέρει, θάπεφτε από τη συγκρατημένη αριστοκρατοσύνη και θα μιλούσε με το θόρυβο λυρικής χαράς ή αγωνίας.
Ακούσετε:
«Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ μέρες βαρειές, επάνω κάτω τριγυρνώ για ναύρω τα παράθυρα. Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.— Μα τα παράθυρα δεν βρίσκουνται, ή δεν μπορώ να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω. Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει».
Είναι το πιο χαραχτηριστικό απ’ όλα του τα τραγούδια. Βλέπετε; Ένας εφιάλτης βαρύς κάθεται απάνω στην ψυχή του κ. Καβάφη και δεν το αφίνει να σηκωθεί να πεταχτεί επάνω ν’ ανοίξει τα παράθυρα, ν’ ανοίξει και τις πόρτες, να μπει μέσα ο ήλιος, να μπούνε κ’ οι βροχές κ’ οι φωνές του πλήθους κ’ η αγνότατη αμιλησιά των άστρων. Κλει τα μάτια στα καινούρια και στα ζωντανά, γιατί καλά ξέρει πως μια τυραννία νέα θα γεννηθεί πάλι από αυτή. Τι; Πόθοι πάλι; Απογοήτεψες, λαχτάρες άγονες; Όχι! Όχι! Καλύτερα να κλείσει τα παράθυρα, τίποτα να μη δει πια. Κουράστηκε, νικήθηκε. Κάπου – κάπου μόνο κάτι μας ψιθυρίζει. Τόσο σιγά, που χρειάζεται μια ήρεμη χειμωνιάτικη δύση για να τον ακούσεις. Κι όμως άλλοτε, τα παράθυρά του θάταν ανοιχτά και θα μπαινόβγαιναν ίσως τα χελιδόνια την άνοιξη και θάχτιζαν τις φωλιές τους στη στέγη του σπιτιού. Τα χελιδόνια που κι αν έρχουνται μένουν τόσο λίγο και φεύγουν! Τότε θα τραγουδούσε κι ο κ. Καβάφης, χωρίς άλλο, τη χαρά και την αγάπη, και πολλές φορές θάμεινε ακουμπισμένος στα παράθυρά του κοιτάζοντας όλα αυτά. Πόσο βάσταξε όμως αυτό; Πόσες άραγε φορές είδε νάρθουν και να φύγουν τα χελιδόνια; Ποιος ξέρει! Και μια μέρα βρέθηκε φριχτά κουρασμένος. Τα χελιδόνια; Θάρθουν και θα φύγουν χιλιάδες φορές, δε γίνηκε έτσι; Και μας το λέει:
«Την μια μονότονην ημέραν άλλη μονότονη, απαράλλαχτη ακολουθεί. Θα γίνουν τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι- οι όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφήνουν. Μήνας περνά και φέρει άλλον μήνα. Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα. Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει».
Κ’ έτσι οι στίχοι του κ. Καβάφη έρχονται τόσο τρομαχτικά ήρεμοι που νοιώθεις πριν νάρθουν να μας βρούνε – μέσα σε μια μεγάλη κάμερα έρημη, αγρύπνησαν και κλάψανε πολύ: και μας ήρθαν μόνο, σαν είδαν πως μπορούν να μας πουν τον πόνο τους, δίχως με κανένα μελοδραματικό κίνημα, να τον θεαματοποιήσουν ή με καμιά πομπωδική έκφραση να εγγίσουν την ιερότατη θλίψη του. Προσπαθεί να μας παρηγορήσει για τη ζωή, να μας χαμογελάσει, είναι ήρεμος και κρύβει όσο μπορεί και πιο σπαρτιάτικα, το μυστικό πόνο που του ξεσκίζει τα στήθια ο κ. Καβάφης.
Ένα από τα ωραιότερα έργα του Μιχαήλ Αγγέλου είναι μέσα στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης το άγαλμα της Παρθένας Μαρίας όταν σηκώνει τον πεθαμένο γιό της απάνω από τον τάφο. Είχε τόσο κλάψει τις φριχτές μέρες των Παθών, που τώρα πια την ημέρα τη στερνή του Ενταφιασμού κουράστηκε, καταβλήθηκε, έλιωσε. Κρατεί πεθαμένο τη Ζωή της απάνω στα χέρια της κ’ είναι τόσο ήρεμη από την πολλή κούραση που θαρρείς και χαμογελά. Αριστοκρατικότερη έκφραση πόνου δεν υπάρχει, φαίνεταί μου. Και τραγικώτερη. Και φαίνεταί μου ακόμα τίποτα άλλο στον κόσμο δεν ξέρω να μοιάζει τόσο πολύ με την ψυχή του κ. Καβάφη. Έτσι θλιμένη, έτσι σεμνά απελπισμένη παρουσιάζεταί μας ύστερα από ανάκουστο μοιρολόι η ψυχή του κ. Καβάφη, κρατώντας στα χέρια της σεμνά και υπομονετικά τη χαρά της ζωής του. Όλη η ποίηση του κ. Καβάφη μάς δηγάται για κάποια μερόνυχτα, πολύ μακρυνά, πολύ μακρυνά, που ο ποιητής πολλή χαρά και πολλή θλίψη αιστάνθηκε.
Ως ότου που μια μέρα:
«Χωρίς περίσκεψι, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ” υψηλά τριγύρω μου έχτισαν τείχη. Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Με τρώγει την καρδιά και τον νουν αυτή η τύχη, διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. Α, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω. Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Αναισθήτως (σ.σ: Ανεπαισθήτως) μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω».
Και δε διαμαρτυρήθηκε, δεν εκίνησε το χέρι του για κάποια αντίσταση. Έσκυψε το κεφάλι στη Μοίρα κ’ υποτάχτηκε, μα δεν παρηγορήθηκε. Έτσι άφησε τα χρόνια και πήγαν και χάθηκαν οι ωραίοι καιροί της νιότης και τώρα, και τώρα, σα να το μετανοιώνει, σα να λυπάται:
…Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
(σ. σ.: ο επόμενος στίχος έχει παραληφθεί και τον συμπληρώνουμε:)
[σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος] με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά. Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνια σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια που είχε και δύναμη, και λόγο, κ’ εμορφιά. Ξέρει που γέρασε πολύ• το νοιώθει, το κυτάζει. Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό. Και συλλογιέται η φρόνησις πώς τον εγέλα• και πώς την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλλα! την ψεύτρα που έλεγε• «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό». Θυμάται ορμές που βάσταγε• και πόση χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι καθ” ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει. ….Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι».
Μα πόσο αργά! Πόσο αργά το αντιλαμβάνεται αυτό ο Ποιητής και πόσο είναι περιώδυνο το παράπονο αυτό από τα χείλη του! Ο Ποιητής που πρέπει νάχει διάπλατα ανοιχτά τα παραθύρια του στη ζωή, άπληστα θέλοντας να δοκιμάζει όλο και καινούργιες ηδονές και καινούργιους καημούς. Ο Ποιητής ακούραστος αγαπητικός της τραγικής ωραιοσύνης της ύπαρξης. Που τραγουδεί με την ίδια αγάπη τον ουρανό και τη θάλασσα, τις χαρές και τα δάκρυα. Που φέρνει στα χείλη του διονυσιακά μεθώντας, όλα τα ωραία ποτήρια της Ζήσης.
Τέτοιος, δυστυχώς, δεν είναι ο κ. Καβάφης. Κυτάζει τη ζωή μέσα από τ’ αψηλά τείχη, που όπως ο ίδιος μας λέει, κάποιοι έχτισαν γύρω του. Κ’ είναι φριχτά αψηλά τα τείχη της σκλαβιάς και μαραζάρικη κι αρρωστημένη η ψυχή που αναστενάζει εκεί μέσα – δυστυχώς, για την ωραία ποίηση του κ. Καβάφη, που τόσα πράματα θα μας έλεγε αν έβγαινε στον ήλιο και στα λουλούδια, στις χιονιές και τις μπόρες.
Όταν επιπόλαια κυτάζεις τη ζωή, σκλάβος της γίνεσαι και παιγνίδι, πετώντας απ’ τη χαρά στον πόνο κι απ’ τον πόνο στη χαρά. Όταν βαθύτερα την κυτάζεις, νοιώθεις τη φριχτή ματαιότητα κάθε χειρονομίας και κάθε κραυγής. Ανέγγιχτος είσαι από τη χαρά κι από τον πόνο. Κι όταν ακόμα πιο βαθειά κυτάξεις την ύπαρξη, τόσο πιο αρμονική και τόσο πιο ωραία θα τηνε βρεις. Θα δεις, ένας ρυθμός συνταράζει σ’ ένα μουσικό ξέσπασμα ανεκλάλητης χαράς, όλα τα πράματα που ζούνε και βιάζουνται, γιατί ξέρουν πως γρήγορα θα πεθάνουν. Οι διάκρισες χαράς και πόνου, ομορφιάς κι ασκήμιας δεν υπάρχουν πιά. Όλα αδερφώνουνται και μεθούνε κυτάζοντας τον ήλιο. Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο από τη ζωή!
Κ’ ένας που θέλει με το μέταλλο ή με τους ήχους ή με τα λόγια να διαιωνίσει τις στιγμές της ζωής του, πρέπει βαθειά πρώτα να σκύψει και νακούσει τη μουσική που κλειούν τα πράματα και οι άνθρωποι. Αλλοιώς με όλη τη φαινομενική στοχαστικότητά του πολύ επιπόλαια αναλαβαίνει τη βαρύτατη ευθύνη να οδηγήσει και να διαπλάσει τις ψυχές.
Μήτε επιπόλαια αισιόδοξος, μήτε στενοσύνορα πεσιμιστής πρέπει να είναι κανείς. Η νύχτα της ζωής είναι γεμάτη άστρα. Κι όσο πιο σκοτεινή η νύχτα, τόσο πιο λαμπερά τ’ άστρα. Έτσι σ’ ένα σκαλοπάτι πιο αψηλό, αποκορυφώνουνται και σμίγουν και πλέριες γίνουνται οι δυό στενές αντίληψες.
Να ξέρεις τη φρίκη της ζωής, τη ματαιότατη και τραγικότατη και να μη σπας, παρά ν’ αντέχεις και να χαίρεσαι το θέαμα της ζήσης. Όσο πιο άρμυρα τα δάκρυα τόσο πιο ηδονικά σού δίνουν τη συναίστηση πως ζεις. Να ζεις, ν’ απλώνεις τα χέρια σου, τους λογισμούς, να χαίρεσαι τον ήλιο και τις βροχές, να νοιώθεις το χυμό της ζωής ν’ ανεβαίνει και να φουντώνει και να ξεφουντώνει μέσα στο αίμα σου, να ξέρεις πως θα πεθάνεις και να φωτοστεφανώσεις όλα με τον ηδονικότατο γαλάζιο κύκλο των εφήμερων και των ετοιμοθάνατων. Η νύχτα κ’ η θλίψη ορμή να σου γενεί για το φως και τη χαρά. Να το ευρυμέτωπο, το ολοκληρωτικό, το θεϊκό κήρυγμα της Ποίησης.
Τέτοιος δεν είναι ο κ. Καβάφης. Στάθηκε στη μέση. Δεν μπόρεσε να δει ταυτόχρονα τη διπλοπρόσωπη δακρυόγελη ζωή. Τέτοιος κανένας από όσους δικούς μας γράφουν σήμερα δεν είναι. Θαρρείς κ’ η σκέψη δε μέστωσε ακόμα ή πως ευτύς ως μεστώσει στέκει στη μέση περίφοβη και την παίρνει ο δισταγμός κι ο φόβος. Έχουμε θαρρείς και στη φιλολογική ζωή μας όλους τους πόθους της νιότης κι όλες τις ανικανότητες των γερατειών.

Κάστρο (της Κρήτης), 4/12/909
ΠΕΤΡΟΥΛΑ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις