http://www.antifono.gr
Συνέντευξη του Φίλιπ Σέρραρντ
Ρ.S.:
Βέβαια. Γεννήθηκα στην Αγγλία, στην Οξφόρδη. Η καταγωγή μου όμως είναι
από την Ιρλανδία. Ξέρετε, οι Ιρλανδέζοι είναι άλλοι, αλλιώτικοι άνθρωποι
από τους Εγγλέζους. Και λίγο περίεργοι, θα έλεγα. Σπουδές έκανα στα
πανεπιστήμια του Καίμπριτζ και της Οξφόρδης. Ο πατέρας μου δίδασκε στην
Οξφόρδη. Αργότερα, στο δεύτερο πόλεμο, ήρθα στην Ελλάδα, για πρώτη φορά.
Αρχισα τότε να μελετώ την ελληνική ποίηση. Είχα μείνει για ένα διάστημα
στην Αθήνα και μετά επέστρεψα στην Αγγλία, όπου δίδαξα στα πανεπιστήμια
του Λονδίνου και της Οξφόρδης. Πάντα όμως αισθανόμουν πως έχω μια σχέση
με την Ελλάδα... με την ιστορία, με τη θρησκεία της Ελλάδας...
Μια
ειδικότητά μου είναι η Βυζαντινολογία. Αλλά έχω ασχοληθεί και με τη
σύγχρονη ελληνική ποίηση. Μερικοί μάλιστα ποιητές, που έχουν πεθάνει
τώρα, ήταν πολύ φίλοι μου: ο Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Γκάτσος... Αλλά
και ο Ελύτης... και ο μουσικός, ο ...Χατζιδάκις... Στα Κατούνια της
Λίμνης, μένω από τριάντα χρόνια. Και τι κάνω εδώ; Δεν ξέρω (γελώντας)...
Γράφω διάφορα βιβλία, για το Βυζάντιο, για την ελληνική φιλολογία, κάνω
μεταφράσεις ελληνικών ποιημάτων στα αγγλικά και τώρα τελευταία γράφω
κάποια βιβλία φιλοσοφικού και οικολογικού περιεχομένου, σχετικά με το
«σήμερα» και τις αιτίες της καταστροφής που μας απειλεί. Φαίνεται να μην
υπάρχει διέξοδος. Σήμερα, βαδίζουμε προς μια βέβαια καταστροφή.
Βρισκόμαστε μπροστά σε έναν γκρεμό. Και φταίμε εμείς, οι μεγάλοι, που
οδηγήσαμε τον κόσμο σε αυτό το σημείο... Γι' αυτά λοιπόν γράφω τώρα...
Ποιους Έλληνες ποιητές έχετε μεταφράσει;
Ρ.S.:
Το πρώτο μου βιβλίο, διατριβή μου στο Πανεπιστήμιο, ήταν για τη νεότερη
ελληνική ποίηση... για τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον
Καβάφη και τον Σεφέρη. Αργότερα, με έναν Αμερικάνο φίλο μου, τον KEELEY,
μεταφράσαμε μαζί πολλά ποιήματα. Μεταφράσαμε όλα τα έργα του Καβάφη και
του Σεφέρη... Μια συλλογή του Σικελιανού... Ελύτη, Γκάτσο...
Υπάρχει
κάτι σε κάποιους Έλληνες ποιητές, που σας έχει κάνει εντύπωση, ως προς
τον τρόπο αντιμετώπισης και παρουσίασης της φύσης;
Ρ.S.:
Μεγάλη ερώτηση. Λίγο - πολύ σε όλους υπάρχει... Προπάντων όμως στην
ποίηση του Σικελιανού. Τον Σικελιανό, νομίζω, δεν τον έχετε μελετήσει
αρκετά στην Ελλάδα. Περίεργο. Είναι πάρα πολύ μεγάλος ποιητής. Τότε που
πρωτοήρθα στην Ελλάδα κι άρχισα να τον διαβάζω, από γαλλική μετάφραση,
θυμάμαι ότι κατάλαβα μια φωνή... ότι υπάρχει μια φωνή, μέσα στη φύση.
Μια φωνή που δεν υπάρχει πια στην αγγλική και γαλλική ποίηση. Μου είχε
κάνει τρομερή εντύπωση πώς αυτός ο άνθρωπος γινόταν ένα με τη φύση. Δεν
υπήρχε διαχωρισμός ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Δεν υπήρχε στη
συνείδησή του ότι από τη μια είμαι εγώ, ο άνθρωπος, και από την άλλη η
φύση, απέναντί μου. Αλλά ήταν ένα σώμα, ένα.
Σας εντυπωσίασε η ταύτισή του με τη φύση...
Ρ.S.:
Ακριβώς. Ο ποιητής αυτός είναι το ίδιο με το βουνό, με τη θάλασσα, και ο
ίδιος γίνεται φωνή όλων αυτών των πραγμάτων της φύσης. Οι αγελάδες που
κατέβαιναν στην ακρογιαλιά... μοιάζουν θεοί, θεϊκές μορφές. Και ο
Σεφέρης επίσης, εκεί που λέει: ο ύπνος σε τυλίγει σαν ένα δέντρο με
πράσινα φύλλα... Αισθάνεσαι ότι υπάρχει μια προσωπική παρουσία μέσα στη
φύση. Εντελώς προσωπική. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Αυτά δεν είναι
σύμβολα. Είναι η πραγματικότητα.
Για το ότι εγκατασταθήκατε στην Ελλάδα, υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι; Η ελληνική φύση έπαιξε ρόλο;
Ρ.S.:
Ναι, έπαιξε... Αλλά είναι δύσκολο θέμα αυτό. Γενικά, κατάλαβα ότι η ζωή
στην Ευρώπη, στην Αγγλία και αλλού, έχει πάρει μια στραβή στροφή.
Εκείνα τα χρόνια που ήρθα στην Ελλάδα, είδα ότι ο τόπος εδώ δεν είχε
μπει σ' αυτό τον κύκλο, δεν είχε καταστραφεί από τις καινούργιες
συνθήκες της ζωής, της βιομηχανοποιημένης. Στην Ελλάδα, υπήρχε κατανόηση
της ζωής, της φύσης, και οι σχέσεις του ενός ανθρώπου με τον άλλον ήταν
πιο γνήσιες...
Υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά της ελληνικής φύσης που σας έχουν γοητεύσει;
Ρ.S.:
Νομίζω ότι η φύση είναι μία. Η φύση είναι... φύση. Αλλά, ίσως, μου
ταιριάζει καλύτερα η φύση της Ελλάδας απότι, άλλων χωρών... Δεν ξέρω,
υπάρχει κάποια διαφορά. Η φύση της Ελλάδας δεν υπάρχει αλλού ακριβώς η
ίδια. Υπάρχουν όμως μέρη που μοιάζουν, όπως ξέρω, στην Ιρλανδία, στην
Προβηγκία... Στην ελληνική φύση μου αρέσουν τα βουνά, η θάλασσα, το φως.
Μου αρέσει η φύση της Ελλάδας. Αισθάνομαι κάποια σχέση με αυτή. Αλλά
αυτή τη σχέση με τη φύση την αισθάνομαι παντού. Νομίζω όμως ότι
μεγαλύτερη σημασία έχει το πώς αντιμετωπίζεις τη φύση... Ανάμεσα στις
αλλαγές που έχουν σήμερα γίνει, είναι και η αλλαγή στην αντιμετώπιση της
φύσης, η αλλαγή στον τρόπο που βλέπουμε τη φύση. Γενικά, όλοι μας
σήμερα ξεκινούμε από μια επιστημονική αντίληψη της φύσης, ότι δηλαδή
είναι κάτι έξω από τον άνθρωπο, χωρίς ψυχή, ότι πρόκειται για ύλη, για
κάτι σχεδόν μηχανικό, που μπορείς να το βλέπεις απέξω, που δεν έχει
σχέση με τη δική σου ζωή, που δεν έχει μέσα της τη δική της ζωή, μια
«συνείδηση», και μια γλώσσα, αν θέλεις...
Αυτό
σιγά-σιγά το καταλαβαίνεις. Στα δημοτικά ποιήματα, το βλέπεις, ότι το
ένα βουνό μιλάει στο άλλο βουνό. Αυτό το λέμε ποιητική έκφραση. Αλλά δεν
είναι ποιητική έκφραση. Λέμε ότι... κοιτάζουμε ένα δέντρο. Μήπως το
δέντρο μας κοιτάζει; Δεν το σκεφτόμαστε, γιατί πιστεύουμε πως αυτό είναι
ύλη, όπως μας έχει διδάξει η επιστήμη. Και τώρα η επιστήμη τι είναι;
Είναι ένα πράγμα που το έχουμε φτιάξει εμείς, τώρα στα τελευταία 300
χρόνια, ένα εντελώς ψεύτικο πράγμα. Ο Σεφέρης, θυμάμαι, κάποτε σ' ένα
περίπατό μας, μου είχε πει: «Εσύ είσαι από τα μέρη της Αγγλίας, δεν θα
καταλάβεις αυτά που σου λέω. Αλλά αυτό εδώ το κορμί μου το αισθάνομαι
ίδιο με το κορμί του βουνού... το δέρμα μου, το ίδιο πράγμα είναι. Μα
πώς να το καταλάβεις; Εγώ εδώ μπορώ να μιλάω με το δέντρο, με το
βουνό... Αυτό εσείς εκεί στο βορρά δεν το καταλαβαίνετε...» Τελευταία,
διάβασα κάτι που έχει γράψει ένας ασκητής του Αγίου Όρους. Κάποιος πήγε
και τον ρώτησε τι στάση πρέπει να έχουμε απέναντι στη φύση. Και απαντάει
αυτός ότι το ράσο του Αγίου Νεκταρίου το φιλάμε, το ασπαζόμαστε, αυτό
το ρούχο που είχε φορέσει ο Αγιος Νεκτάριος. Γιατί λοιπόν να μην
ασπαζόμαστε και τα φύλλα του δέντρου και το χορτάρι, που μέσα τους
βρίσκεται ο Θεός;
Βλέπουμε
όμως τη φύση σαν αντικείμενο, που μπορούμε να την κάνουμε ό,τι εμείς
θέλουμε. Αν όμως καταλάβουμε ότι όλα γύρω μας είναι σαν ν' αγγίζουμε
έναν άνθρωπο, τον πιο αγαπητό... Γιατί υπάρχει μια προσωπική παρουσία
μέσα στη φύση. Η φύση πονάει. Αλλά δυστυχώς, όλα τα κοιτάζουμε σαν να
είναι ένα σύνολο χημικών στοιχείων που δεν αισθάνονται. Πρέπει να
αλλάξουμε αυτή τη νοοτροπία. Ίσως εμείς να έχουμε υψηλότερη νόηση, αλλά
κι αυτά αισθάνονται και πονάνε και μας κρίνουν. Τι λέτε... αμφιβάλλετε;
Καταλαβαίνουμε...
Θα
θέλαμε πάντως να διευκρινίσουμε ότι η προηγούμενη ερώτησή μας δεν
προϋποθέτει μια ανθρωποκεντρική θεώρηση της φύσης. Απλώς, εννοούσαμε
κάποια ξεχωριστά εξωτερικά χαρακτηριστικά του ελληνικού τοπίου...
Ρ.S.:
Ναι... Και δεν νομίζω πως υπάρχει κάτι ιδιαίτερο εδώ, στους συνδυασμούς
βουνού και θάλασσας. Αλλά κάθε τοπίο είναι καταπληκτικό. Βέβαια, όσοι
μένουν στη φύση, δεν καταλαβαίνουν όλη τη μεγάλη χάρη που βρίσκεται
μπροστά τους. Δυστυχώς, δεν καταλαβαίνουν πόσο τυχεροί είναι... Είναι το
περιβάλλον, όπου ζουν κάθε μέρα, και γι' αυτό δεν του δίνουν μεγάλη
σημασία.
Καλύτερα να τους έλειπε αρχικά;
Ρ.S.:
Όχι. Αυτό θα ήταν στέρηση. Τα παιδιά, για παράδειγμα, που γεννήθηκαν
και ζουν στην Αθήνα, δεν έχουν κοινωνία με τη φύση... έχουν χωριστεί,
και είναι δύσκολο να την αποκτήσουν. Και η εκπαίδευση ακόμα μας χωρίζει
από τη φύση. Μας δίνει μια εικόνα πλαστή για τη φύση... ότι είναι
αντικείμενο, για τις δικές μας ανάγκες, για εκμετάλλευση. Και για να
αποκτήσεις την άλλη αντίληψη για τη φύση, δεν είναι εύκολο τώρα. Αυτή
την αντίληψη που υπήρχε κάποτε. Όπως σε αυτό το κομμάτι της επιστολής
του Σιάτλ, που είχατε στο δεύτερο τεύχος του εντύπου σας. Αυτό είναι το
φυσικό.
Φύση είμαστε και μεις οι ίδιοι...
Ρ.S.:
Ναι, μπράβο. Και νομίζω πως αυτό το καταλαβαίνουν οι γυναίκες καλύτερα
από τους άντρες. Αν υπάρχει ελπίδα για τον κόσμο, υπάρχει από τις
γυναίκες. Νομίζω όμως πως δεν είναι σωστό να βάζουν οι γυναίκες στόχο τη
μίμηση και την κατάκτηση όλων των θέσεων που κατείχαν άντρες. Εννοώ
αυτό το κίνημα, το φεμινισμό... Αλλη είναι η αντίληψη της γυναίκας. Η
γυναίκα έχει το δώρο να σηκώσει το βάρος των μεγάλων αυτών
προβλημάτων...
Γενικά,
τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος μας είναι πολύ μεγάλα. Είπατε,
μάλιστα, ότι «βαδίζουμε προς μια βέβαια καταστροφή...». Θα θέλατε να
σχολιάσετε και την άποψη του Ντοστιογιέφσκι ότι «η ομορφιά θα σώσει τον
κόσμο»;
Ρ.S.:
Ναι... Τι λέει όμως μετά το Ντοστογιέφσκι; Λέει ότι υπάρχει η καλή
ομορφιά και η άσχημη ομορφιά. Ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι το σχολιάζει.
Είναι μερικοί που βρίσκουν κάποια ομορφιά η οποία στην πραγματικότητα
δεν είναι όμορφη. Υπάρχει όμως και η πραγματική ομορφιά, όπως είναι η
ομορφιά της φύσης. Αλλά αρκετοί μπορεί να βρίσκουν κάτι όμορφο και
στην... τηλεόραση. Μετά από αυτή τη φράση του, ο Ντοστογιέφσκι συνεχίζει
έτσι: Ποια ομορφιά όμως; Όχι η ψεύτικη, η διαβολική ομορφιά. Γιατί ο
διάβολος μπορεί να πάρει όμορφη όψη, μα η ομορφιά του είναι ...
διαβολική. Έτσι, λέει. Υπάρχει η ομορφιά του θεού και η ομορφιά του
διαβόλου. Πρέπει να κάνεις διάκριση ανάμεσά τους. Πώς θα κάνεις αυτή τη
διάκριση, είναι άγνωστο. Το μόνο που είναι βέβαιο είναι ότι η φυσική
ομορφιά είναι αληθινή ομορφιά, ομορφιά του θεού. Η φτιαχτή ομορφιά, αυτή
που περνάει από μηχανές και τέτοια, ίσως είναι η ομορφιά του διαβόλου.
Ο άνθρωπος όμως την έχει δημιουργήσει.
Ρ.S.:
Και βέβαια. Όταν λέμε του διαβόλου, εννοούμε του κακού. Πρόκειται για
κάτι που μας φαίνεται ευχάριστο. Αλλά αυτό μόνο εξωτερικά είναι όμορφο.
Έτσι, μερικοί λένε ότι ένα αυτοκίνητο είναι όμορφο, ότι έχει ομορφιά.
Αλλά το αυτοκίνητο μολύνει την ατμόσφαιρα. Αυτή λοιπόν δεν είναι αληθινή
ομορφιά. Είναι φτιαχτή... Η φυσική ομορφιά είναι η αληθινή. Αλλά και
πράγματα που φτιάχνουν οι άνθρωποι, με τα χέρια τους...
Και με αγάπη...
Ρ.S.:
Ναι, αυτό αποτελεί κάποια εγγύηση. Δεν είναι απόλυτη εγγύηση ότι κάτι
είναι όμορφο. Η ομορφιά πρέπει να ταιριάζει με το σκοπό που έχει η ζωή.
Η
φυσική ομορφιά συχνά υμνείται και στη δημοτική μας ποίηση, αλλά
συμβαίνει και το εξής περίεργο: Δίπλα στην ομορφιά παραμονεύει κάποτε
και ο «χάρος». Πως το βλέπετε αυτό; Πρόκειται για μια έμφυτη
απαισιοδοξία του Έλληνα ή ίσως για βαθιά και ουσιαστική βίωση της
πραγματικότητας;
Ας αναφέρουμε για παράδειγμα ένα δημοτικό τραγούδι:
«Με γέλασαν μια χαραυγή,
της άνοιξης τ' αηδόνια,
με γέλασαν και μου' πανε
πως χάρος δεν με παίρνει...
Και βγήκα πάνω στα βουνά,
ψηλά στα κορφοβούνια...
βλέπω το χάρο να' ρχεται
στο άλογο καβάλα...
Μη με παίρνεις χάρε, μη με παίρνεις,
γιατί δεν με ξαναφέρνεις...».
Κοντά στη φυσική ομορφιά είναι κι ο χάρος, κοντά στ' αηδόνια και στα κορφοβούνια.
Ρ.S.:
Βέβαια, ο χάρος είναι μέσα στη ζωή. Δεν είναι; Πώς να τον βγάλεις έξω
από τη ζωή; Πώς να μην υπάρχει; Υπάρχει η ομορφιά, υπάρχει και ο χάρος.
Και πώς το ένα να μην έχει σχέση με τον άλλο; Όλα όσα γεννιούνται στη
γη, ζουν για ένα διάστημα. Όπως αυτό το δέντρο, αυτή η ελιά μπροστά μας.
Μα αυτό δεν έχει σημασία. Και δε σημαίνει πως αυτό το δέντρο δεν έχει
την ομορφιά του. Ούτε πως η ομορφιά δεν έχει νόημα, επειδή μια μέρα θα
πεθάνουμε.
Το θεωρείτε όμως τόσο φυσιολογικό, όταν ένας άνθρωπος, μέσα στην ομορφιά της φύσης, σκέφτεται το θάνατο; Για την ακρίβεια, όχι ένας άνθρωπος, αλλά ένας λαός, αφού πρόκειται για δημοτική ποίηση.
Ρ.S.:
Έτσι νομίζω, ναι. Γιατί όταν ένας λαός δεν σκέφτεται το θάνατο, δεν
σκέφτεται πολύ και τη ζωή. Οι άνθρωποι, οι λαοί, που σκέφτονται και το
θάνατο, ζουν πιο έντονα από αυτούς που δεν έχουν την ιδέα του θανάτου
μέσα τους. Δεν είναι απαισιοδοξία αυτό. Σε άλλα μέρη, όπως στην Αμερική ή
στην Αγγλία, που κρύβουν το θάνατο, έχουν ξεχάσει και πώς να ζήσουνε.
Δεν καταλαβαίνουν, νομίζουν θα είμαστε εδώ για πάντα. Ενώ στην Ελλάδα
ακόμα διατηρείται και το έθιμο να βλέπεις τον πεθαμένο στην κηδεία, να
δεις ότι αυτός ο άνθρωπος έχει πεθάνει. Στην Αμερική και στην Αγγλία τον
σκεπάζουν...
Πιστεύετε λοιπόν ότι οι Έλληνες είναι ένας λαός που δεν πετάει στα σύννεφα, αλλά είναι προσγειωμένος στην πραγματικότητα;
Ρ.S.:
Ναι, ήτανε και είναι. Πολύ σωστή ερώτηση. Οι Έλληνες είναι πιο πολύ
ριζωμένοι στη ζωή και αφού ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής, δεν τον
βγάζουν έξω από τη ζωή. Μέσα στη ζωή, και τον αντιμετωπίζουν... Είναι
περίεργο, μυστήριο πράγμα. Αλλά όσο πιο ζωντανή είναι η επαφή με το
θάνατο, τόσο πιο ζωντανή είναι και η επαφή με τη ζωή... Καταλαβαίνεις
πόσο πολύτιμο είναι να ζεις, τι πολύτιμο πράγμα είναι η ζωή. Ενώ αν
χάνεις την επαφή με το θάνατο, τότε παίρνεις τη ζωή σαν κάτι χωρίς
μεγάλη σημασία. Και όσο προσπαθούμε να αποκλείσουμε το θάνατο από τη
ζωή, τόσο χάνουμε την επαφή με τη ζωή. Χάνουμε την επαφή και με τον
εαυτό μας...
Δεν βλέπετε λοιπόν απαισιοδοξία.
Ρ.S.:
Καθόλου. Είναι η πραγματικότητα. Πρέπει να ψάξεις να βρεις τι νόημα
έχει κι ο θάνατος. Αυτό που βλέπουμε, σε λίγο δεν θα το βλέπουμε. Και η
ευλογία είναι που το βλέπουμε τώρα...
Όταν όμως σκεφτόμαστε το θάνατο, δεν χάνουμε τότε την ομορφιά;
Ρ.S.: Μα όταν πας να χάσεις κάτι, τότε το εκτιμάς περισσότερο.
Ας
πάμε στον Όμηρο, σε ένα θέμα σχετικό με το φως - ήλιο. Στην Ιλιάδα (Ρ
647) υπάρχει η φράση «εν φάει και όλεσσον» (=στο φως, και ας μας
καταστρέψεις), που λέει ο Αίας στο Δία, όταν ο Δίας, κατά την εξέλιξη
της μάχης, σκοτείνιασε τον ουρανό, πενθώντας για το θάνατο του
Πατρόκλου. Μπορείτε να σχολιάσετε αυτό τον μάλλον παράδοξο λόγο του
Αίαντα; Νομίζετε ότι μπορεί να συνδεθεί με μια παθιασμένη λατρεία του
ήλιου, όπως ίσως συμβαίνει και στην ποίηση του Ελύτη;
Ρ.S.:
Και στην ποίηση του Σεφέρη. Ο ήλιος όμως σημαίνει μόνο τον ήλιο; Γιατί
και στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη λέει ότι κι ο Θεός είναι Λόγος και Φως, που
φωτίζει τον άνθρωπο. Λοιπόν, το φως είναι μόνο το φυσικό φως; Και ο
Σεφέρης, όταν μεταχειρίζεται τη λέξη, είναι λίγο αμφίβολη η σημασία της.
Και ο Γκαίτε, όταν πέθαινε, είπε: Περισσότερο φως!Αυτό δεν σημαίνει πως
ήθελε να δει τον ήλιο περισσότερο. Ήθελε περισσότερο φως. Φως, είναι
μια μεταφυσική έννοια... και ο ήλιος ενσαρκώνει αυτή την έννοια μέσα
στον κόσμο. Ο Όμηρος είναι τυφλός, αλλά μέσα του έχει ένα φως
καταπληκτικό.
Και μήπως τελικά η Μούσα είναι το φως του Ομήρου, ώστε να μη χρειάζεται και τα μάτια του για να βλέπει;
Ρ.S.:
Μπορεί, ναι. Και ο Milton, ο πολύ μεγάλος Αγγλος ποιητής, ήταν κι αυτός
τυφλός. Αλλά μιλάει για το φως με καταπληκτικό τρόπο. Τελικά, δεν ξέρω
αν ο Όμηρος εννοεί το φως της ημέρας. Ίσως εννοεί ένα άλλο φως, που
μπορείς να το δεις ακόμα κι αν είσαι τυφλός.
Ίσως ο Όμηρος σ' αυτό το στίχο να εκφράζει και τη δική του επιθυμία να δει.
Το
παράδοξο είναι ότι η αξία του φωτός μπαίνει πάνω από την αξία της ζωής.
Θα μπορούσε αυτό να θεωρηθεί «σουρρεαλιστική» αντιμετώπιση της ζωής;
Ρ.S.:
Όχι σουρρεαλιστική. Πνευματική, θα έλεγα. Σουρρεαλισμός σημαίνει πάνω
από το ρεαλισμό. Στην πραγματικότητα όμως, αυτό είναι ο ρεαλισμός... Πού
λέει κι ο Σεφέρης για το φως; Ναι, στην «Κίχλη» λέει: «το φως πίσω από
τον ήλιο». Τι εννοεί όταν λέει «το φως πίσω από τον ήλιο»; Είναι κάτι
άλλο. Κάπου μιλάει και για μαύρο φως.
Ίσως
αυτό πάει στο συμβολισμό. Αλλά τον Αίαντα, ενώ κινδυνεύει η ζωή του στη
μάχη, τον πειράζει που χάθηκε το φως και φωνάζει: φως και να πεθάνω!
Ρ.S.: Προφανώς, ζητώντας φως, ζητούσε να «καταλάβει»...
Δε θα θέλαμε να σας κουράσουμε περισσότερο κ. Sherrard. Μήπως εσείς θέλετε κάτι να προσθέσετε;
Ρ.S.:
Δεν με κουράζετε καθόλου. Εγώ μήπως σας κουράζω... (γελώντας).
Σκέφτομαι, είναι περίεργο, σ' αυτά τα 14 χρόνια σας να καταλάβετε. Πώς
να σας περιγράψω τα πράγματα, όπως όταν ήμουν εγώ παιδί; Γίνεται αυτό;
Όλα έχουν αλλάξει τόσο πολύ. Πώς να το εξηγήσω... Θυμάμαι που μου έλεγε ο
Σεφέρης: «Τότε που ήμουν παιδί -στη Μικρασία γεννήθηκε- όλα εκείνα τα
έθιμα που είχαμε, φτάναν ως τον Όμηρο... και καταλαβαίναμε τη ζωή με τον
τρόπο που την καταλάβαινε ο Όμηρος». Τώρα λοιπόν στα τελευταία χρόνια
όλα άλλαξαν. Λένε πως ο κόσμος δεν μπορεί να κρατηθεί πέρα από 20-40
χρόνια. Δεν μπορεί. Θα καταστραφεί. Είναι η αλήθεια, κινδυνεύει ο
κόσμος. Είναι ζήτημα αν θα υπάρχει σε 30-40 χρόνια, δεν ξέρω. Κινδυνεύει
ο κόσμος. Και πρέπει να τα πούμε αυτά τα πράγματα...
Τη συνέντευξη πήραν στις 25 Μαρτίου 1993
οι μαθήτριες της τότε Β΄ τάξης Γυμνασίου Λίμνης: Σοφία
Παπακωνσταντοπούλου, Ελένη Στάμου, Μαρία Κουρέλη και ο καθηγητής
Δημήτρης Μπαρσάκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου