«...διαβάζεται
απνευστί. Αυθαιρετώντας γλυκά και επηρεασμένος από τον ρυθμό του
βιβλίου, θα έλεγα ότι δεν διαβάζεται ακριβώς, ακούγεται πότε σαν
μελαγχολικό μπλουζ και πότε σαν οργισμένη ραπ.
Ο Τζάστιν Τόρρες θεωρείται ήδη στα τριάντα τέσσερα χρόνια του το νέο μεγάλο αστέρι της αμερικανικής πεζογραφίας».
(Ο Νίκος-Αδάμ Βουδούρης γράφει για το βιβλίο του Τζάστιν Τόρρες «Εμείς τα θηρία»: http://bit.ly/1x6o1mN)
http://bit.ly/1rxNs0V
Είναι τρία αδέλφια, τρία θηρία. Τον μεγάλο τον λένε Μάνι, τον μεσαίο Τζόελ κι ο τρίτος ο μικρότερος είναι ο αφηγητής. Δεν μας αποκαλύπτει το όνομά του, μας αφηγείται όμως την ιστορία τους.
Τα αδέλφια του τον αγαπούν, τον προστατεύουν, άλλοτε όμως τον φωνάζουν περιπαιχτικά «μωρό» και «κοριτσάκι» και του λένε για να τον πειράξουν: «Μπήκε καμιά μύγα στο κιλοτάκι σου και σε τσίμπησε;» (σ.150), πού και πού τον δέρνουν κιόλας κι αυτός πέφτει χάμω, σκεπάζει με τα χέρια του το κεφαλάκι του και περιμένει να περάσει το κακό. Όμως και μεταξύ τους δέρνονται τα αδέλφια του. Ο Μάνι και ο Τζόελ αλληλομακελεύονται: μπουνιές, κλοτσιές, σκισμένα ρούχα, αμυχές, εκδορές, σπασμένα δόντια, αίματα, δάκρυα, μύξες.
Τα τρία αδέλφια έχουν δικό τους κώδικα. Είναι ξεχωριστά, έχουν δεσμούς ιερούς πέραν των οικογενειακών, νιώθουν και είναι τα μέλη μιας φυλής, στέκονται μακριά από τους λευκούς και τα παιδιά των λευκών. Τα έφερε στον κόσμο ένας Πορτορικανός από το Μπρούκλιν («μεγαλόσωμο παιδαρά» περιγράφει τον πατέρα του ο μικρός του γιος) και μια μικρόσωμη, νευρική, σχεδόν νευρασθενική, λευκή. Από το Μπρούκλιν κι αυτή. Μένουν σε ένα προάστιο με λευκούς γείτονες σε κάποια πόλη της αμερικανικής ενδοχώρας.
Η μαμά δουλεύει σε ένα μέρος όπου φτιάχνουν μπίρες, ο μπαμπάς είναι πότε νυχτοφύλακας πότε κάτι άλλο. Ο μπαμπάς τούς δέρνει όλους, τους αγαπά όμως και τους κάνει τρελά χατίρια:
«Ο μπαμπάς... με σήκωσε ψηλά στον αέρα, με έγειρε μπροστά έξω από το κιγκλίδωμα, έτσι που ο θώρακάς μου να αιωρείται πάνω από τα ορμητικά κορδόνια του νερού και οι υδρατμοί της αχλής να μου μουσκεύουν τον λαιμό και το πρόσωπο, κι αφού δεν ούρλιαξα ούτε άρχισα να κλοτσάω, με έγειρε ακόμα περισσότερο και σκύβοντας στο αυτί μού είπε: "Ξέρεις τι θα γινόταν άμα σε άφηνα;"
»Είπα: "Τι;"
»Είπε: "Θα πέθαινες"». (σσ.138-139)
Η μαμά δεν κάνει τέτοια τρελά χατίρια, είναι πάντα κουρασμένη γιατί έχει νεύρα σπασμένα και πάσχει από αϋπνία, όμως τα καταφέρνει κάποια στιγμή να κοιμάται. Όλοι τότε περπατούν στα νύχια να μην την ξυπνήσουν. Δεν πλακώνονται, δεν ουρλιάζουν, ούτε βάφουν τα μούτρα τους με κέτσαπ, ούτε σκορπίζουν ζουμιά από λιωμένα φρούτα, ούτε βγαίνουν να πασαλειφτούν με λασπωμένο χιόνι, διότι η μαμά επιτέλους κοιμάται.
Κι ο καιρός περνάει. Κανείς δεν μπορεί να σπάσει αυτό το κλειστό κύκλωμα. Πέντε άνθρωποι κολυμπούν σε έναν παχύ προστατευτικό χυλό από σωματικά υγρά, πολτοποιημένα τρόφιμα και λασπωμένο χιόνι. Ζαλίζονται, μπερδεύονται και καταλύουν τα όρια (αν υπάρχουν όρια) ανάμεσα στον αλληλοκανιβαλισμό ψυχών και σωμάτων και στην ασθμαίνουσα, τη μεγαλειώδη και άγρια αγάπη.
Ώσπου, μια νύχτα ο μικρός γιος τραβάει τη διαχωριστική γραμμή. Πάει πέρα στον σταθμό των λεωφορείων, στις δημόσιες τουαλέτες, διότι έφτασε η ώρα του να ξεπεταχτεί. Είχε ήδη δώσει δείγματα μιας «άλλης» συμπεριφοράς: είναι πιο ευγενικός, αβρός κάποιες φορές, καλός μαθητής, είναι λιγάκι σαν τους λευκούς και σαν κοριτσάκι. Έμεινε όλη νύχτα σε ένα λεωφορείο που ο χιονιάς ακινητοποίησε στον σταθμό. Τον ξεπέταξε ο οδηγός εκεί στα πίσω καθίσματα. Ξεπεταγμένος γύρισε σπίτι του όπου η μαμά, ο μπαμπάς, ο Μάνι και ο Τζόελ τον περιμένουν. Τον κοιτάζουν, τους κοιτάζει, ξεσπούν, ξεσπάει, ακολουθεί παροξυσμός, διαφορετικός απ' ό,τι συνήθως. Τώρα πια ο μικρός είναι αλλού μα πριν φύγει μακριά, θα περάσει κι από ένα ίδρυμα. Θα τον πάει εκεί ο μπαμπάς, αφού πρώτα τον πλύνει καλά.
Εκεί, στο νερό της μπανιέρας, ο συνδετικός χυλός θα διαλυθεί οριστικά.
Από τη συνοπτική αυτή περίληψη, είναι προφανές ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα διαβάζεται απνευστί. Αυθαιρετώντας γλυκά και επηρεασμένος από τον ρυθμό του βιβλίου, θα έλεγα ότι δεν διαβάζεται ακριβώς, ακούγεται πότε σαν μελαγχολικό μπλουζ και πότε σαν οργισμένη ραπ.
Κάποιος έλεγε ότι μια από τις αρετές της καλής λογοτεχνίας είναι να κάνεις εικόνες τα συναισθήματα. Ο Τόρρες φτιάχνει εικόνες που σπάνε η μια πάνω στην άλλη με ρυθμό καταιγιστικό. Η φτώχεια, το πείσμα, η στοργή, η απόγνωση, η λαγνεία και ο έρωτας, έννοιες αφηρημένες, παριστάνονται με τρόπο αστραφτερό δίπλα σε περιγραφές φαντασμαγορικής ερήμωσης. Το ρημαγμένο σπιτικό, τα λιωμένα τρόφιμα στην ασυμμάζευτη/βρόμικη κουζίνα, το λασπωμένο χιόνι της αυλής, η βαλτωμένη λίμνη και το απεριποίητο πάρκο αποτυπώνονται με τρόπο απόλυτα εικαστικό, αλλόκοτο, που απλώνεται επιτυχώς από την τρυφερότητα της λυρικής ποίησης μέχρι το μελόδραμα και τον περίφημο βρόμικο ρεαλισμό της μεγάλης αμερικανικής παράδοσης.
Αυτή η πενταμελής οικογένεια εμφανίζεται σαν μικρομονάδα πολιτισμικής αυτονομίας, που καταφέρνει το απίθανο. Να ανατρέπει την εικόνα της μιζέριας και της σύνθλιψης και να εμφανίζεται με μια αυτάρκεια και μια, ας πούμε, κοινωνική αλαζονεία που αντλεί δύναμη από τη μεγάλη, την πρωτόγονη αγάπη που δένει τα μέλη μιας αγέλης και που καμιά σχέση δεν έχει με την εξωραϊσμένη αγάπη του αμερικανικού ονείρου.
Ο Τζάστιν Τόρρες θεωρείται ήδη στα τριάντα τέσσερα χρόνια του το νέο μεγάλο αστέρι της αμερικανικής πεζογραφίας. Το Εμείς τα θηρία μεταφράστηκε σε 15 γλώσσες και το επόμενο πόνημά του αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον.
Ο Τζάστιν Τόρρες θεωρείται ήδη στα τριάντα τέσσερα χρόνια του το νέο μεγάλο αστέρι της αμερικανικής πεζογραφίας».
(Ο Νίκος-Αδάμ Βουδούρης γράφει για το βιβλίο του Τζάστιν Τόρρες «Εμείς τα θηρία»: http://bit.ly/1x6o1mN)
http://bit.ly/1rxNs0V
ΤΖΑΣΤΙΝ ΤΟΡΡΕΣ: ΕΜΕΙΣ ΤΑ ΘΗΡΙΑ κριτική του Νίκου Αδάμ Βουδούρη
- Κατηγορία: ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
- κείμενο: Νίκος Αδάμ Βουδούρης
Είναι τρία αδέλφια, τρία θηρία. Τον μεγάλο τον λένε Μάνι, τον μεσαίο Τζόελ κι ο τρίτος ο μικρότερος είναι ο αφηγητής. Δεν μας αποκαλύπτει το όνομά του, μας αφηγείται όμως την ιστορία τους.
Τα αδέλφια του τον αγαπούν, τον προστατεύουν, άλλοτε όμως τον φωνάζουν περιπαιχτικά «μωρό» και «κοριτσάκι» και του λένε για να τον πειράξουν: «Μπήκε καμιά μύγα στο κιλοτάκι σου και σε τσίμπησε;» (σ.150), πού και πού τον δέρνουν κιόλας κι αυτός πέφτει χάμω, σκεπάζει με τα χέρια του το κεφαλάκι του και περιμένει να περάσει το κακό. Όμως και μεταξύ τους δέρνονται τα αδέλφια του. Ο Μάνι και ο Τζόελ αλληλομακελεύονται: μπουνιές, κλοτσιές, σκισμένα ρούχα, αμυχές, εκδορές, σπασμένα δόντια, αίματα, δάκρυα, μύξες.
Τα τρία αδέλφια έχουν δικό τους κώδικα. Είναι ξεχωριστά, έχουν δεσμούς ιερούς πέραν των οικογενειακών, νιώθουν και είναι τα μέλη μιας φυλής, στέκονται μακριά από τους λευκούς και τα παιδιά των λευκών. Τα έφερε στον κόσμο ένας Πορτορικανός από το Μπρούκλιν («μεγαλόσωμο παιδαρά» περιγράφει τον πατέρα του ο μικρός του γιος) και μια μικρόσωμη, νευρική, σχεδόν νευρασθενική, λευκή. Από το Μπρούκλιν κι αυτή. Μένουν σε ένα προάστιο με λευκούς γείτονες σε κάποια πόλη της αμερικανικής ενδοχώρας.
Η μαμά δουλεύει σε ένα μέρος όπου φτιάχνουν μπίρες, ο μπαμπάς είναι πότε νυχτοφύλακας πότε κάτι άλλο. Ο μπαμπάς τούς δέρνει όλους, τους αγαπά όμως και τους κάνει τρελά χατίρια:
«Ο μπαμπάς... με σήκωσε ψηλά στον αέρα, με έγειρε μπροστά έξω από το κιγκλίδωμα, έτσι που ο θώρακάς μου να αιωρείται πάνω από τα ορμητικά κορδόνια του νερού και οι υδρατμοί της αχλής να μου μουσκεύουν τον λαιμό και το πρόσωπο, κι αφού δεν ούρλιαξα ούτε άρχισα να κλοτσάω, με έγειρε ακόμα περισσότερο και σκύβοντας στο αυτί μού είπε: "Ξέρεις τι θα γινόταν άμα σε άφηνα;"
»Είπα: "Τι;"
»Είπε: "Θα πέθαινες"». (σσ.138-139)
Η μαμά δεν κάνει τέτοια τρελά χατίρια, είναι πάντα κουρασμένη γιατί έχει νεύρα σπασμένα και πάσχει από αϋπνία, όμως τα καταφέρνει κάποια στιγμή να κοιμάται. Όλοι τότε περπατούν στα νύχια να μην την ξυπνήσουν. Δεν πλακώνονται, δεν ουρλιάζουν, ούτε βάφουν τα μούτρα τους με κέτσαπ, ούτε σκορπίζουν ζουμιά από λιωμένα φρούτα, ούτε βγαίνουν να πασαλειφτούν με λασπωμένο χιόνι, διότι η μαμά επιτέλους κοιμάται.
Κι ο καιρός περνάει. Κανείς δεν μπορεί να σπάσει αυτό το κλειστό κύκλωμα. Πέντε άνθρωποι κολυμπούν σε έναν παχύ προστατευτικό χυλό από σωματικά υγρά, πολτοποιημένα τρόφιμα και λασπωμένο χιόνι. Ζαλίζονται, μπερδεύονται και καταλύουν τα όρια (αν υπάρχουν όρια) ανάμεσα στον αλληλοκανιβαλισμό ψυχών και σωμάτων και στην ασθμαίνουσα, τη μεγαλειώδη και άγρια αγάπη.
Ώσπου, μια νύχτα ο μικρός γιος τραβάει τη διαχωριστική γραμμή. Πάει πέρα στον σταθμό των λεωφορείων, στις δημόσιες τουαλέτες, διότι έφτασε η ώρα του να ξεπεταχτεί. Είχε ήδη δώσει δείγματα μιας «άλλης» συμπεριφοράς: είναι πιο ευγενικός, αβρός κάποιες φορές, καλός μαθητής, είναι λιγάκι σαν τους λευκούς και σαν κοριτσάκι. Έμεινε όλη νύχτα σε ένα λεωφορείο που ο χιονιάς ακινητοποίησε στον σταθμό. Τον ξεπέταξε ο οδηγός εκεί στα πίσω καθίσματα. Ξεπεταγμένος γύρισε σπίτι του όπου η μαμά, ο μπαμπάς, ο Μάνι και ο Τζόελ τον περιμένουν. Τον κοιτάζουν, τους κοιτάζει, ξεσπούν, ξεσπάει, ακολουθεί παροξυσμός, διαφορετικός απ' ό,τι συνήθως. Τώρα πια ο μικρός είναι αλλού μα πριν φύγει μακριά, θα περάσει κι από ένα ίδρυμα. Θα τον πάει εκεί ο μπαμπάς, αφού πρώτα τον πλύνει καλά.
Εκεί, στο νερό της μπανιέρας, ο συνδετικός χυλός θα διαλυθεί οριστικά.
Από τη συνοπτική αυτή περίληψη, είναι προφανές ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα διαβάζεται απνευστί. Αυθαιρετώντας γλυκά και επηρεασμένος από τον ρυθμό του βιβλίου, θα έλεγα ότι δεν διαβάζεται ακριβώς, ακούγεται πότε σαν μελαγχολικό μπλουζ και πότε σαν οργισμένη ραπ.
Κάποιος έλεγε ότι μια από τις αρετές της καλής λογοτεχνίας είναι να κάνεις εικόνες τα συναισθήματα. Ο Τόρρες φτιάχνει εικόνες που σπάνε η μια πάνω στην άλλη με ρυθμό καταιγιστικό. Η φτώχεια, το πείσμα, η στοργή, η απόγνωση, η λαγνεία και ο έρωτας, έννοιες αφηρημένες, παριστάνονται με τρόπο αστραφτερό δίπλα σε περιγραφές φαντασμαγορικής ερήμωσης. Το ρημαγμένο σπιτικό, τα λιωμένα τρόφιμα στην ασυμμάζευτη/βρόμικη κουζίνα, το λασπωμένο χιόνι της αυλής, η βαλτωμένη λίμνη και το απεριποίητο πάρκο αποτυπώνονται με τρόπο απόλυτα εικαστικό, αλλόκοτο, που απλώνεται επιτυχώς από την τρυφερότητα της λυρικής ποίησης μέχρι το μελόδραμα και τον περίφημο βρόμικο ρεαλισμό της μεγάλης αμερικανικής παράδοσης.
Αυτή η πενταμελής οικογένεια εμφανίζεται σαν μικρομονάδα πολιτισμικής αυτονομίας, που καταφέρνει το απίθανο. Να ανατρέπει την εικόνα της μιζέριας και της σύνθλιψης και να εμφανίζεται με μια αυτάρκεια και μια, ας πούμε, κοινωνική αλαζονεία που αντλεί δύναμη από τη μεγάλη, την πρωτόγονη αγάπη που δένει τα μέλη μιας αγέλης και που καμιά σχέση δεν έχει με την εξωραϊσμένη αγάπη του αμερικανικού ονείρου.
Ο Τζάστιν Τόρρες θεωρείται ήδη στα τριάντα τέσσερα χρόνια του το νέο μεγάλο αστέρι της αμερικανικής πεζογραφίας. Το Εμείς τα θηρία μεταφράστηκε σε 15 γλώσσες και το επόμενο πόνημά του αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον.