Oι σταφιδεργάτες του Ηρακλείου και η Αγία Βαρβάρα
Οι σταφιδεργάτες του Ηρακλείου και η Αγία Βαρβάρα
Μνήμες από ένα επάγγελμα που σήμερα
σχεδόν έχει σβήσει… Κάποτε στα σταφιδεργοστάσια του Ηρακλείου εργάζονταν
εκατοντάδες άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, κάθε ηλικίας. Η παραγωγή του
νομού ήταν πλούσια. Η κρητική σταφίδα ονομαζόταν, και ήταν, χρυσοφόρο
προϊόν. Τώρα πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η παραγωγή ελάχιστη… Δεν
συμφέρει πια ούτε η τιμή…
Τις μνήμες του για το μεταπολεμικό
Ηράκλειο των σταφιδεργατών στη δεκαετία του 1950, παρουσιάζει σήμερα στη
στήλη ο κ. Μανώλης Τσουκαλάς, μνήμες που υπάρχουν απ’ τα παιδικά του
χρόνια.
Οι φωτογραφίες που φιλοξενούμε είναι επίσης από το προσωπικό του αρχείο.
Γράφει λοιπόν ο κ. Τσουκαλάς: “Kάποιος
που περνά από τη Χανιώπορτα και δεν έχει βιώσει τα χρόνια της ακμής της,
δεν μπορεί να φανταστεί ότι αυτό το μέρος ήταν το πιο ζωντανό κομμάτι
του Ηρακλείου. Ενα μέρος που έσφιζε από ζωή και έντονη οικονομική
δραστηριότητα.
Εκεί βρίσκονταν, όλα-ή σχεδόν όλα, τα
σταφιδεργοστάσια, οι σταφιδαποθήκες, οι σταφιδέμποροι, οι μεταπράτες και
οι μεσίτες. Γύρω από τη σταφίδα, είχε αναπτυχθεί μια δυναμική
οικονομία, που έδινε ζωή σε εκατοντάδες κόσμο.
Σταφιδεργάτες,
σταφιδεργάτριες, αραμπατζήδες, περιπτεράδες, ταβερνιάρηδες,
τομπολατζήδες, καρφοκιβωτοποιοί, μηχανουργοί, κουρείς, μπακάληδες και
διάφοροι πλανόδιοι μικροπωλητές εκεί έβγαζαν το ψωμί τους, λίγο πικρό
για πολλούς. Εξω από την πύλη-για “τεχνική” υποστήριξη των
αραμπατζήδων-υπήρχαν καροποιοί, σαμαρτζήδες, πεταλωτήδες και τεχνίτες με
το σφυρί και το αμόνι.
Σ’ αυτή την μικρή πλατεία, στο τέρμα της
οδού Καλοκαιρινού, υπήρχαν 5 (!!!) περίπτερα, 3 κουρεία, 2 στιλβωτήρια
παπουτσιών, 5 καφενεία, 3 ποδηλατάδικα, 2 παγοπωλεία, 3 μπακάλικα και
γύρω στα εφτά μαγέρικα και καπηλιά. Υπήρχε τόσος κόσμος, που την
Χανιώπορτα πάντα διάλεγαν οι διάφοροι κουταλιανοί και μπεχλιβάνηδες για
να δώσουν παραστάσεις.
Τα περισσότερα σταφιδεργοστάσια βρίσκονταν στην Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Πρώτο
και καλύτερο στα δεξιά το μεγαλόπρεπο εργοστάσιο των αδελφών
Κωνσταντινίδη, οι οποίοι μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, είχαν
μεταφέρει την επιχείρηση από τα Βουρλά της Ιωνίας. (Τα Βουρλά ήταν μια
ακμάζουσα πόλη 35.000 κατοίκων κοντά στη Σμύρνη. Από τα Βουρλά καταγόταν
ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Στα Βουρλά επίσης είχε διοριστεί
έπαρχος ο πατέρας του Μίκη Θεοδωράκη, Γιώργος, ο οποίος σε αντίθεση με
τον σκοτεινό Στεργιάδη, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από Βουρλιώτες. Μάλιστα
στα Βουρλά γνώρισε τη μητέρα του Μίκη και την παντρεύτηκε).
Αυτό λοιπόν το μνημείο της βιομηχανικής ακμής της πόλης, γκρεμίστηκε, χωρίς καμιά αντίδραση από κανένα κουλτουριάρη.
Ακριβώς απέναντι από του Κωνσταντινίδη η σταφιδική Νικολαΐδη, λίγο πιο
κάτω, πάντα στα αριστερά, τα εργοστάσια Περδικογιάννη και Διακάκη.
Υπήρχαν δύο ακόμα στα δεξιά, δεν μπορώ να θυμηθώ ποια (ίσως Γκριδάκη και
Φωστηρόπουλου). Στο τέλος του δρόμου δεξιά η Ενωση Σουλτανοπαραγωγών
Κρήτης και αριστερά το πέτρινο εργοστάδιο Ακράτου. Στρίβοντας δεξιά την
παραλιακή συναντούσαμε δυο μικρότερα, του Θεοχάρη και των
αδελφών Μαγγανά.
Πολύ κοντά στη Χανιώπορτα, τα εργοστάσια
Φλώρου, Μελισσίδη, Παπαδογιωργάκη, σε κάθετους δρόμους της Πλαστήρα.
Εξω από την πύλη, στη Μάχης Κρήτης, το εργοστάσιο Τζουλάκη και προς τα
Καμίνια τα εργοστάσια Τοσκούδη, αδελφών Γαλενιανού και ΚΣΟΣ. Το μοναδικό
εργοστάσιο που ήταν σε άσχετο μέρος, ήταν του Διαλυνά (στον Αγιο Τίτο).
Σε όλο αυτό το σκηνικό, κυρίαρχο στοιχείο οι σταφιδεργάτες.
Οι πιο πολλοί, Μικρασιάτες από τα Βουρλά, τον Γκιουλμπαξέ, το Αϊβαλί
και τα Αλάτσατα. Ανθρωποι ξεριζωμένοι από τις πατρογονικές εστίες,
πάλευαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Δυστυχώς ποτέ δεν κατάφεραν να
έχουν το βιοτικό επίπεδο της πατρίδας τους. Ξέρεις τι είναι τη μια μέρα
να είσαι νοικοκύρης στα Βουρλά, στον Τσεσμέ ή στα Αλάτσατα και την άλλη
μέρα να σε πετάνε στα πανάθλια χαμόσπιτα της Κιζίλ Ντάπιας, όπου πριν
από σένα έμεναν τα κατακάθια των Τούρκων και αρκετά από αυτά τα σπίτια
στέγαζαν τα τούρκικα πορνεία της πόλης;
Η δουλειά του σταφιδεργάτη ήταν πολύ σκληρή και ανθυγιεινή.
Απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σήκωναν τσουβάλια βάρους καμιά φορά μέχρι
εκατό οκάδες, όταν η σταφίδα είχε μείνει πολύ καιρό στα τσουβάλια και
είχε μελώσει. Τότε δεν υπήρχαν κλαρκ ούτε ασανσέρ, μόνο ένα βίντσι σε
κανα-δυο εργοστάσια. Ηταν τόσο βαριά δουλειά, που όταν ήθελαν να
νουθετήσουν το παιδί τους, του έλεγαν: κοίταξε να μάθεις γράμματα για να
μην σηκώνεις τσουβάλι! Αλλά και οι εργάτριες δεν περνούσαν καλύτερα.
Εκείνες μάλιστα είχαν να αντιμετωπίσουν και τον κάθε κομπλεξικό και
δουλοπρεπή στα αφεντικά, επιστάτη, που τις κατσάδιαζε με το
παραμικρό. Και μετά οι δουλειές του σπιτιού, μπουγάδα στη σκάφη,
μαγείρεμα στη φουφού και να ‘χουν να μεγαλώνουν πέντε-έξι το λιγότερο
μυξιάρικα κουτσούβελα. Για να μην αναφερθώ και στον άντρα-αφέντη.
Το Σωματείο των σταφιδεργατών
διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στους αγώνες του εργατικού κινήματος.
Οι απεργίες και οι αγώνες του άφησαν εποχή.
Τα γραφεία του Σωματείου σταφιδεργατών
βρίσκονταν στην οδό Μακράκη και αργότερα στην Αρχιεπισκόπου Μακαρίου
απέναντι από του Περδικογιάννη. Προστάτιδα των σταφιδεργατών ήταν η Αγία
Βαρβάρα. Η εικόνα της ήταν μεγάλη γύρω στο 1,5 μέτρο ύψος και ανάλογο
πλάτος.
Κάθε χρόνο γινόταν κλήρωση ποιος
σταφιδεργάτης θα πάρει την εικόνα στο σπίτι του, όπου την κρατούσε όλο
το χρόνο μέχρι την επόμενη γιορτή. Κι ήταν μεγάλη τιμή το να πάρει
κάποιος την εικόνα σπίτι του.
Tην παραμονή της γιορτής, η εικόνα μεταφερόταν στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας (αργότερα στην Αγία Βαρβάρα στα Καμίνια).
Την μέρα της γιορτής μεγάλο πανηγύρι. Οι
εργάτες και οι εργάτριες με τα καλά τους, γέμιζαν την εκκλησία. Τα
μικρά παιδιά λουσμένα και καλοντυμένα θα κοινωνούσαν-θα έκαναν το χρυσό
δοντάκι-και γι’ αυτό δεν θα έπρεπε να φτύσουν μετά, για να μη φύγει το
χρυσό δόντι.
Μετά τη λειτουργία σχηματιζόταν μεγάλη πομπή. Χειροδύναμοι άντρες κουβαλούσαν την εικόνα για χιλιόμετρα.
Η πομπή ακολουθούσε τη διαδρομή από την Αγία Τριάδα στην Ηλεκτρική και
μέσω της παραλιακής και της Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, κατέληγε στα γραφεία
του Σωματείου. Σε κάθε σταφιδεργοστάσιο γινόταν στάση για μια δέηση.
Οσοι δούλευαν, έβγαιναν έξω
συγκινημένοι, να προσκηνύσουν την εικόνα. Το ίδιο έκαναν και τα
αφεντικά. Στα γραφεία του σωματείου όπου έφτανε η εικόνα, η ατμόσφαιρα
ήταν πανηγυρική. Εκεί γινόταν το σχετικό τρατάρισμα στον κόσμο. Τα μέλη
του σωματείου έπαιρναν από ένα άρτο για το σπίτι. Τέλος μετά από
παραμονή της εικόνας στα γραφεία για μια ώρα περίπου, ξεκινούσε η πομπή
για το σπίτι που θα τη φιλοξενούσε για ένα χρόνο. Αν το σπίτι ήταν
μακρυά π.χ. στο Ατσαλένιο, η πομπή περνούσε από τους κεντρικούς δρόμους
της πόλης Καλοκαιρινού, Εβανς, Ιωνίας κλπ., με τον κόσμο να στέκεται στα
πεζοδρόμια και να κάνει τον σταυρό του.
Αυτά συνέβαιναν όχι πολλά χρόνια πριν.
Σήμερα η περιοχή της Χανιώπορτας έρημη, το σωματείο πνέει τα λοίσθια, αν
δεν έχει ήδη πεθάνει! Τα εργοστάσια άλλα γκρεμισμένα, άλλα κλειστά,
στέκουν σαν φαντάσματα, να μας θυμίζουν τις μεγάλες τους δόξες. Οταν
περιδιαβαίνω την περιοχή πιάνεται η ψυχή μου. Δεν ξεχνώ πως τα πρώτα μου
ένσημα τα κόλλησα σαν επικουρικός σταφιδεργάτης σε ηλικία 17
ετών-μαθητής Γυμνασίου.
Εκεί έφαγαν τα καλύτερά τους χρόνια οι γονείς μου και πολλοί συγγενείς μου.
Καλή τους ώρα εκεί που βρίσκονται”.
patris.gr