Η ανάγκη για καινούργιες και εύστοχες μεθόδους που θα βοηθήσουν στην
ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς και σκέψης είναι αρχέγονη. Κάθε νέα
όμως πρόταση αντιμετωπίζεται αναπόφευκτα με επιφύλαξη. Μία τέτοια
επιφύλαξη ίσως προκαλέσει και το παρόν άρθρο της Παπαβασιλείου Σεβαστής.
Η λέξη «δίκτυο» παραπέμπει σε τεχνικούς όρους των Επικοινωνιών και της
πληροφορικής. Αποτελεί όμως μεθοδολογικό εργαλείο και για τις κοινωνικές
επιστήμες. Η έννοια της «Ανάλυσης των δικτύων» είναι ήδη καταξιωμένη
στην Αμερική και στην Γαλλία και εξελίσσετε συνεχώς. Στην Ελλάδα
ελάχιστοι είναι οι ερευνητές που την γνωρίζουν και την αξιοποιούν όπως ο
κος Γ. Δερτιλής[1], ιστορικός της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας.
Η έννοια του Δικτύου δεν είναι καινούργια. Την έχουμε συναντήσει σε
ιστορικά έργα όταν μιλούν για δίκτυο εξουσίας, πελατειακό δίκτυο, δίκτυο
εμπόρων και χρησιμοποιείται για να εξηγήσει τους κοινωνικούς δεσμούς
μέσα σε κοινωνικές ομάδες ή ανάμεσα σε ομάδες και άτομα (πολιτικοί
παράγοντες, επαγγελματικές τάξεις, μετανάστες κτλ.). Πρόκειται βέβαια
για μία μεταφορική χρήση του όρου η οποία γνωρίζει ένα πολύ μεγάλο εύρος
προσεγγίσεων.
Υπάρχουν όμως κάποιοι επιστήμονες των κοινωνικών και ανθρωπιστικών
σπουδών που χρησιμοποιούν την έννοια του δικτύου πιο συστηματικά (γνωστή
ως «network analysis» και «l’analyse de Réseaux»). Δημιουργούν δηλαδή
ένα σύνολο από μεθόδους, μοντέλα και έρευνες που εφαρμόζεται σε όλο το
εύρος των κοινωνικών επιστημών, Κοινωνιολογία, Ανθρωπολογία, Οικονομικά,
Κοινωνική Ψυχολογία, Εθνολογία και Ιστορία.
Η αρχή της συστηματοποίησης της έρευνας βρίσκεται σε αγγλοσαξονικές
ανθρωπολογικές προσεγγίσεις και στην κλασσική Κοινωνιομετρία. Κατά βάση
υπάρχουν τρία ρεύματα σκέψης σύμφωνα με τον Scott[2] : Το πρώτο
κατάγεται από την Ψυχολογία της Αλληλεπίδρασης του Moreno και Lewis κατά
την δεκαετία του ΄30 στις ΗΠΑ, το δεύτερο επίσης στις ΗΠΑ και χρονικά
παράλληλα αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις και την διαμόρφωση της
«κλίκας» και αναπτύχθηκε στα Πανεπιστήμια του Harvard και Chicago,
τέλος, το τρίτο ρεύμα αναπτύχθηκε από τους Βρετανούς Κοινωνικούς
Ανθρωπολόγους από την δεκαετία του ΄30 αλλά κυρίως τις δεκαετίες του
1960 και 1970.
Αν και υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση στις απόψεις μπορούν να συνοψιστούν
σε μια βασική ιδέα αρκετά απλή που η συστηματοποίηση της όμως έχει φέρει
καινούργια δυναμική.
Αφορά, λοιπόν, την αναπαράσταση της κοινωνικής ζωής με την μορφή ενός
δικτύου με τελείες και γραμμές. Οι τελείες αντιπροσωπεύουν τα άτομα ή
τις ομάδες και οι γραμμές τις σχέσεις μεταξύ τους. Έτσι, όλο το
κοινωνικό σύνολο αντιλαμβάνεται με αυτή τη μορφή και η ανθρώπινη
συμπεριφορά εξηγείται από τον τρόπο που συνδέονται οι άνθρωποι και οι
ομάδες μεταξύ τους παρά από τις συμπεριφορές των ίδιων των ατόμων. Το
περιεχόμενο ή ο όγκος των πληροφοριών που φέρουν τα άτομα ενδιαφέρει
εξίσου όσο η φύση των σχέσεων μεταξύ των ατόμων. Συνοψίζοντας, το
μοντέλο αυτό υπογραμμίζει την σημασία της αλληλεπίδρασης των ανθρωπίνων
σχέσεων. Η δύναμη τους είναι διαχρονική και μπορεί να αναδείξει τις
κοινωνικές ανισότητες χωρίς να έχει λάβει υπόψη το κοινωνικό status ή
άλλα δεδομένα των ατόμων. Η αξία αυτής της προσέγγισης είναι τεράστια
κυρίως γιατί μπορούμε να αναδείξουμε την κοινωνική διαστρωμάτωση
μεταβαλλόμενη με τον χρόνο αλλά και με την σχέση εξουσίας μεταξύ των
ατόμων μελετώντας τις αλλαγές στις σχέσεις των δικτύων.
Σήμερα μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές σχολές σκέψης τη σχολή του
Manchester» με εκπροσώπους του Βρετανούς Ανθρωπολόγους και τη σχολή με
τους Κοινωνιολόγους του Harvard. Οι μεν αντιπροσωπεύουν τα
«προσωποκεντρικά δίκτυα» και οι δε τα «πλήρη δίκτυα». Οι πρώτοι βασίζουν
την ανάλυση τους παίρνοντας πληροφορίες για ότι μπορεί να ενδιαφέρει τα
άτομα που έχουν επιλέξει και τις σχέσεις τους ενώ οι δεύτεροι επιλέγουν
συγκεκριμένες σχέσεις από μία συγκεκριμένη ομάδα επιλέγοντας το πεδίο
των σχέσεων που θα τους απασχολήσει.
Αν και η σημασία των διαπροσωπικών σχέσεων είχε ήδη τονιστεί και από τον
Γερμανό κοινωνιολόγο Georg Simmel[3] ο οποίος υποστήριζε ότι οι δομές
αναδεικνύονται από την ανθρώπινη αλληλεπίδραση και ασκούν τεράστια
δύναμη σε αυτές αλλά και τον Nobert Elias[4] ο οποίος με της σειράς του
αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές ομάδες και τους θεσμούς
συμπεριλαμβανομένου της εξουσίας και της αγοράς ως μία διαστρωμάτωση που
κυμαίνεται με βάση τις σχέσεις των ατόμων, αλλά και από πολλούς άλλους
(Durkheim,Wundt, Bretano, Dithley, Mach, Helmholtz κ.α.) η
συστηματοποίηση και η ενδελεχής έρευνα τους έχει φέρει νέα δεδομένα.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι το έργο του Mark Granovetter (1973),
"The strength of Weak Ties", American Journal of Sociologie, n° 78, Η
δύναμη του αδύνατου κρίκου.
Ο πρωτοπόρος αυτός Αμερικάνος κοινωνιολόγος ταξινόμησε τις διαπροσωπικές
σχέσεις σε δεσμούς ισχυρούς και αδύνατους. Το κριτήριο της διάκρισης
ποικίλει αλλά κατά βάση λαμβάνονται υπόψη τέσσερα κριτήρια: η συχνότητα
των επαφών, ο συναισθηματικός δεσμός, η σημασία που έχει ο βαθμός της
εξάρτησης και ο βαθμός της εχεμύθειας. Στη πλειονότητα των δικτύων
διακρίνονται καθαρά οι ισχυροί και οι αδύναμοι δεσμοί. Όσο περισσότεροι
είναι οι ισχυροί δεσμοί σε ένα δίκτυο τόσο περισσότερο αυτό έχει την
τάση να είναι αλληλένδετο και κλειστό. Οι αδύναμοι κρίκοι είναι αυτοί
που γίνονται γέφυρες που συνδέουν διαφορετικά δίκτυα μεταξύ τους και που
μπορούν να μεταφέρουν πληροφορίες.
Εφαρμόζοντας τη σχέση αυτή σε μία έρευνα[5] πάνω σε 300 στελέχη,
τεχνικούς και επιχειρηματίες μίας περιοχής της Βοστόνης οι οποίοι είχαν
προσφάτως αλλάξει δουλεία ο Granovetter απέδειξε ότι: 1) η πλειονότητα
(56%) βρήκε την δουλεία της από τις προσωπικές σχέσεις, 2) μόνο το 16,7%
βοηθήθηκε για την εύρεση της εργασίας από το στενό περιβάλλον, το 27,8%
από πιο ευρύ κύκλο, ενώ το 55,6% από απλούς γνωστούς. Συμπερασματικά,
οι αδύνατοι κρίκοι είναι πιο πιθανό να σε βοηθήσουν στην αναζήτηση της
εργασίας σου.
Η ανάλυση των δικτύων έδωσε και εξακολουθεί να δίνει μία σειρά από
αξιόλογες έρευνες και σημαντικά αποτελέσματα. Οι αδυναμίες και οι
βελτιώσεις τίθενται υπό σκέψη και δεν έχουμε παρά να αναμένουμε τα
επόμενα επιστημονικά πορίσματα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δερτιλής, Γ. (2004), Ιστορία του ελληνικού κράτους, Αθήνα
Barnes, J. A., (1954),"Class and Committees in a Norwegian Island Parish", Human Relations, 7, p.39-58.
Berkowitz, S. D., et Wellman, B., (1988), Social Structures. A Network Approach, Cambridge: Cambridge University Press.
Bott, E., (1957), Family and Social Network, London: Tavistock Institute of Human Relations, MacMillan.
Castellano, Juan-Luis, Dedieu,
Jean-Pierre, (2002), Réseaux, familles et pouvoirs dans le monde
ibérique à la fin de l’Ancien Régime, Paris: CNRS, (1ère édition :
1998).
Degenne, A., Forsé, M., (1994), Les réseaux sociaux, Paris: Armand Colin.
Elias, N. (1987), La société des individus, trad. française (1991) Paris: Fayard.
Granovetter M., (1974), Getting a Job, Harvard University Press.
Gribaudi, M., (1998), Espaces, Temporalités, Stratifications. Paris: EHESS.
Lazega, E., (1998), Réseau Sociaux et structures relationnelles, Paris: PUF.
Lemercier, C., (2005), "Analyse de réseaux et histoire", Revue d’histoire moderne et contemporaine, 52-2, avril-juin, p. 88-112.
Mercklé, P., (2004), Sociologie des réseaux sociaux, Paris: La Découverte.
Mitchell, J.C., (1969), Social
Networks in Urban Situation. Analyses of Personal Relationships in
Central African Towns, (n.p.), Manchester: Manchester University Press.
Scott, J., (1991), Social Network Analysis. A Handbook, London: Sage
[1] Δερτιλής Γ. (2004), Ιστορία του ελληνικού κράτους, Αθήνα
[2] Scott, J., (1991), Social Network Analysis. A Handbook, London: Sage
[3] Gribaudi (1988), Espaces, Temporalités, Stratifications. Paris: EHESS. σ.22
[4] Elias, N. (1987), La société des individus, trad. française (1991) Paris: Fayard
[5] Granovetter, M. (1974), Getting a Job.
Πηγή - Παπαβασιλείου Σεβαστή