Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΟΡΙ της Μαρίας Παυλοπούλου

πηγή http://www.onestory.gr/post/33889235276

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΟΡΙ

της Μαρίας Παυλοπούλου *
.
Το αγόρι ανασηκώθηκε ελαφρά στο κρεβάτι και αφουγκράστηκε τη βαριά σιωπή που είχε τυλίξει το δωμάτιο. Πάλι χιονίζει…, σκέφτηκε ερμηνεύοντας την ξαφνική απουσία κάθε ήχου και τυλίχτηκε πιο σφιχτά γύρω στο αδύνατο κορμάκι του τη φθαρμένη κουβέρτα. Καθώς έβηξε δεν πρόλαβε να φέρει το χέρι του μπροστά στο στόμα και είδε την ανάσα του να παίρνει τη μορφή ενός μικροσκοπικού σύννεφου που έκανε μια σύντομη διαδρομή και δευτερόλεπτα αργότερα εξαφανίστηκε. Το βρήκε παιχνίδι. Έβηξε ξανά, αυτή τη φορά δυο φορές, και έμεινε να παρατηρεί το ταξίδι του μικρού σύννεφου μέσα στο παγωμένο δωμάτιο.
-Γιατί βήχεις;
Η βροντερή φωνή του πατέρα έκανε το αγόρι να καταπιεί απότομα την τελευταία του ανάσα και να διακόψει το παιχνίδι. Με μια σβέλτη κίνηση πέταξε από πάνω του την κουβέρτα και αναζήτησε στα τυφλά τις παντόφλες του. Η μία είχε χωθεί κάτω από το ντιβάνι και του πήρε κάμποσα λεπτά μέχρι να καταφέρει να την ξεθάψει και να χώσει επιτέλους μέσα το παγωμένο του πόδι, κατακόκκινο και πρησμένο από τις χιονίστρες.
Όλη αυτή την ώρα δεν έπαιρνε τα μάτια του από τον πατέρα. Ο άντρας, μετά από την ερώτησή του, δεν ξαναμίλησε παρά μόνο πήγε και ήρθε τέσσερις φορές μέσα στην κουζίνα, μεταφέροντας στο ξύλινο τραπέζι του δωματίου δυο βαθιά πιάτα με αχνιστή σούπα, μισό καρβέλι ψωμί, δύο ποτήρια και μία κανάτα κρασί.
-Κάθισε.
Το αγόρι, υπακούοντας στην εντολή και στο έντονο γουργουρητό της άδειας του κοιλιάς, βρέθηκε αμέσως να κάθεται στην μία από τις δύο ξύλινες καρέκλες. Έπιασε το κουτάλι με το αριστερό χέρι και περίμενε. Ο πατέρας έκοψε το ψωμί σε δύο μεγάλα κομμάτια και ακούμπησε το ένα μπροστά στο γιο του. Το χεράκι σφίχτηκε κι άλλο γύρω από το κουτάλι.
-Με το δεξί τρώμε. Ακούστηκε η δυνατή φωνή και το κουτάλι άλλαξε χέρι στη στιγμή. Το αγόρι το βούτηξε μέσα στο ζεστό φαγητό και ένιωσε το στόμα του να γεμίζει σάλια.
-Το σταυρό σου πρώτα.
Το κουτάλι παρέμεινε βυθισμένο μέσα στο τσίγκινο πιάτο μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της προσευχής και ύστερα οι πρώτες γουλιές από το θρεπτικό υγρό άρχισαν επιτέλους να ανακουφίζουν την πείνα του αγοριού.
Ο ήχος των κουταλιών καθώς χτυπούσαν στα πιάτα και το ελαφρύ ρούφηγμα της σούπας ήρθαν να καλύψουν την θανατερή σιωπή. Το αγόρι δεν έπαιρνε τα μάτια του από το πιάτο. Όχι τόσο από πείνα, μα από φόβο μη χυθεί ούτε σταγόνα και υποστεί μία ακόμη κατσάδα από τον πατέρα. Ο άντρας δεν έπαιρνε τα μάτια του από το γιο του. Εκμεταλλευόμενος την προσήλωση του μικρού στο φαγητό, επέτρεψε για λίγες στιγμές στη ματιά του να πλανηθεί πάνω στη λιπόσαρκη μορφή του αγοριού. Το βλέμμα του ξαφνικά σκοτείνιασε. Τα χείλη σφίχτηκαν. Μετά από μερικές μπουκιές, σταμάτησε απότομα, πήρε το κομμάτι από το ψωμί που του αναλογούσε, το έκοψε μικρά κομματάκια και το έριξε με τη χούφτα μέσα στη σούπα του αγοριού.
-Τρώγε γρήγορα, πριν κρυώσει, διέταξε ανακτώντας το οικείο και στους δύο ύφος του. Στη συνέχεια γέμισε το ποτήρι του με κρασί και μετά από σύντομη σκέψη έβαλε δύο δάχτυλα και σε αυτό του γιου του που σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε με απορία.
-Κάνει πολύ κρύο σήμερα. Θα σου κάνει καλό, εξήγησε μα κι αυτό άγαρμπα και σκληρά βγήκε απ’ το στόμα του στην προσπάθειά του να κρύψει κάθε ίχνος έγνοιας και τρυφερότητας.
Μετά από κάμποσες μπουκιές παπαριασμένου μέσα στη σούπα ψωμιού, το αγόρι ένιωσε επιτέλους το στομάχι του να γεμίζει και το ενοχλητικό γουργουρητό σταμάτησε. Τότε μόνο η συνεχής κίνηση του χεριού του από το πιάτο στο στόμα διακόπηκε και το βλέμμα του σκάλωσε στο ποτήρι με το κρασί μπροστά του. Διστάζοντας να γευτεί το μέχρι πρότινος απαγορευμένο για την ηλικία του ποτό – παρόλο που ήταν διαταγή - βάλθηκε να παρατηρεί το έντονο κόκκινο χρώμα του και τις λαμπερές, θαρρείς μαγικές αποχρώσεις που αυτό έπαιρνε καθώς η αντανάκλαση από τη φωτιά που σιγόκαιγε στο τζάκι διαπερνούσε το θαμπό, ραγισμένο κατά τόπους γυαλί.
Σε τούτο τον έρημο, άγονο σχεδόν τόπο, το αγόρι δεν είχε συνηθίσει να βλέπει χρώματα παρά μόνο τις λιγοστές φορές που κάποιος πραματευτής έσερνε στο πίσω μέρος της καρότσας του χρωματιστά σεντόνια και πετσέτες. Μα κι αυτός, μόλις αντιλαμβανόταν την έλλειψη ενδιαφέροντος των λίγων κατοίκων του ορεινού χωριού, έμπαινε βιαστικός στο φορτηγό του και συνέχιζε κατά την πεδιάδα αναζητώντας ίσως καλύτερη τύχη.
-Πιες, ακούστηκε και πάλι η φωνή του πατέρα, πιο ήρεμη αυτή τη φορά, λες και είχε κάνει ένα κουραστικό ταξίδι μέσα στις σκοτεινές σκέψεις του μυαλού του, προτού σχηματίσει τη μοναδική λέξη.
Το αγόρι υπάκουσε, σφίγγοντας στο χεράκι του το ποτήρι με το κρασί. Έτσι όπως το σήκωσε και το έφερε μπρος στα μάτια του, θαμπώθηκε από το έντονο χρώμα, τόσο πολύ που σχεδόν λυπήθηκε να το πιει μη και χαθεί η μαγική στιγμή. Φαντάστηκε τότε ότι πίνει κάποιο μαγικό φίλτρο από αυτά που διάβαζε κατά καιρούς στα λιγοστά βιβλία που έπεφταν στα χέρια του, κι αυτά δανεικά από το σχολείο όπου ο πατέρας δούλευε σαν δάσκαλος.
Ακούμπησε τα χείλη του στην άκρη του ποτηριού και έγειρε πίσω το κεφάλι, μα πριν προλάβει να γεμίσει το στόμα του με το «μαγικό φίλτρο» ένας δυνατός γδούπος στην πόρτα τσάκισε στα δυο τη σιωπή. Η μαγική στιγμή εξαφανίστηκε ξαφνικά, αφήνοντας το αγόρι απογοητευμένο και τον πατέρα απορημένο για το ποιος μπορεί να χτυπούσε την πόρτα τους μια τόσο κρύα νύχτα του Γεναριάτικου χειμώνα.
Η καρέκλα σούρθηκε στο πάτωμα καθώς σηκωνόταν, ενώ το αγόρι δεν τόλμησε να κουνηθεί από τη θέση του. Φανταζόταν ήδη κάποιον πειρατή που ξεστράτισε από τη θάλασσα να χτυπάει με το γάντζο του την ξύλινη πόρτα, ή κάποιον ληστή που έψαχνε καταφύγιο μέσα στα δύσβατα βουνά και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από το ενδιαφέρον που αποκτούσε τόσο ξαφνικά η βραδιά. Γι’ αυτό και όταν στο άνοιγμα της πόρτας εμφανίστηκε το καμπουριασμένο σώμα του σιδερά, ο μικρός ένιωσε τον ενθουσιασμό του να ξεφουσκώνει.
Του ήρθε να κλάψει και θα το έκανε αν δεν του τράβαγε την προσοχή η σιγανή μα τρομοκρατημένη φωνή του απρόσμενου επισκέπτη.
-Δάσκαλε… το παιδί!
Ο πατέρας, συνηθισμένος να ακούει τα προβλήματα των συγχωριανών του ακόμα και αυτά που δεν είχαν να κάνουν με το επάγγελμά του – καθότι «γραμματιζούμενος», έκανε πίσω αφήνοντας τον σιδερά να μπει μέσα στο σπίτι.
-Τι συμβαίνει Γιώργη; Μπες μέσα. Χαλάει ο κόσμος.
Ο άντρας έκανε μισό βήμα φροντίζοντας να τινάξει το περιττό χιόνι από τις αρβύλες του, μη και λερώσει την κάμαρα του δασκάλου. Ύστερα κοντοστάθηκε και τον κοίταξε κατάματα.
Το αγόρι, από τη θέση του, μπορούσε να διακρίνει το υγρό ασπράδι των ματιών του και το τρομαγμένο του βλέμμα. Μα αυτό που το έκανε να σηκωθεί από την καρέκλα του ήταν τα δάκρυα που είδε να κυλούν στο αυλακωμένο πρόσωπο του πρόωρα γερασμένου ανθρώπου. Δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του άντρα να κλαίει. Ο πατέρας δεν είχε κλάψει ούτε εκείνη τη ζεστή μέρα που είχαν βάλει μέσα στη γη τη μαμά. Ούτε καν μετά, όταν πήραν το δρόμο για το σπίτι και του εξήγησε ότι η μαμά δε θα ερχόταν μαζί τους.
Ο σιδεράς σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα υγρά του μάγουλα και προτού μιλήσει έβγαλε το καπέλο του και άρχισε να το στριφογυρίζει στα ροζιασμένα του χέρια.
-Το παιδί… ο γιος μου, δεν είναι καλά. Ψήνεται στον πυρετό δάσκαλε. Το γιατρό… το γιατρό! Πρώτα η μάνα του, τώρα κι αυτό… δε θα το αντέξω δάσκαλε.
Το αγόρι πήρε τα μάτια του από τον σιδερά και κοίταξε τον πατέρα του. Σα να διάβαζε τη σκέψη του. Στο χωριό τους δεν υπάρχει γιατρός. Το πιο κοντινό αγροτικό ιατρείο βρίσκεται στην κωμόπολη, στην πεδιάδα, τουλάχιστον δώδεκα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο. Τα λόγια του πατέρα επιβεβαίωσαν τις υποψίες του.
-Πρέπει να πάμε με τα πόδια Γιώργη. Μα το παιδί, πώς θα το κουβαλήσουμε τόσο δρόμο μέσα στο χιόνι;
Αντί για απάντηση, ο σιδεράς άρχισε να κλαψουρίζει απελπισμένα και τότε ο πατέρας τον έπιασε από τα λεπτά του μπράτσα και τον ταρακούνησε δυνατά μέχρι που τον ανάγκασε να σταματήσει. Ύστερα στράφηκε στο αγόρι που στεκόταν τώρα πίσω του.
-Ντύσου, είπε με μια φωνή που δε σήκωνε αντίρρηση.
Οι δύο άντρες και το αγόρι βγήκαν στο χιόνι ντυμένοι τα πιο βαριά τους ρούχα. Στο δρόμο μέχρι το σπίτι του σιδερά, ο μικρός έσκυβε πού και πού και κοίταζε την μικρή τρύπα στο παπούτσι του απ’ όπου τρύπωνε το παγωμένο χιόνι και έκανε τη φαγούρα στις χιονίστρες του αφόρητη. Προσπαθούσε να κάνει δύο βήματα με το δεξί πόδι και ένα με το αριστερό μα ο πατέρας έσφιξε γερά το παιδικό χεράκι στην τραχιά χούφτα του, τράβηξε το αγόρι προς το μέρος του και τάχυνε το βήμα πλάι σ’ εκείνο, το ασταθές, του σιδερά.
Σ’ όλη τη διαδρομή δε μίλησε κανείς. Ο πατέρας και ο σιδεράς κρατούσαν το στόμα τους κλειστό κι όλο κι έσφιγγαν γύρω απ’ το λαιμό τους τα μάλλινα κασκόλ, να προστατευτούν απ’ το κρύο. Το αγόρι απ’ την άλλη θυμήθηκε το παιχνίδι του και άνοιγε κάθε τόσο το στοματάκι του, αφήνοντας μικρές ανάσες που έπαιρναν μορφή μόλις συναντούσαν τον παγωμένο αέρα. Το έκανε ξανά και ξανά, μέχρι που ξέχασε τον πόνο απ’ τις χιονίστρες. Μέχρι που το σπίτι του σιδερά φάνηκε στην επόμενη στροφή.
Το αγόρι παρατήρησε το χαλκοκόκκινο χρώμα που ξεχυνόταν από το πλαϊνό παράθυρο και φαντάστηκε με αγαλλίαση μια μεγάλη φωτιά να καίει στο πέτρινο τζάκι. Θα μπορούσε βέβαια το πορφυρό αυτό φως να προέρχεται από κάτι άλλο πολύ πιο συναρπαστικό και ενδιαφέρον, τις φλεγόμενες κορίνες ενός ταχυδακτυλουργού ας πούμε, όμως με τα παπούτσια και τις κάλτσες του να έχουν διπλασιάσει το βάρος τους από το παγωμένο νερό, το αγόρι δεν μπορούσε να φανταστεί τίποτα πιο ανακουφιστικό από μία μεγάλη φωτιά όπου θα μπορούσε να τα απλώσει να στεγνώσουν.
Ο σιδεράς έσπρωξε την ετοιμόρροπη ξύλινη πόρτα και άφησε πρώτα το δάσκαλο να περάσει. Το αγόρι ακολούθησε και μόλις ένιωσε το χέρι του να ελευθερώνεται μέσα από την φαρδιά παλάμη του πατέρα, τίναξε από τα πόδια του το χιόνι και σκούπισε την ιδρωμένη του χούφτα στο παντελόνι του.
Ο πατέρας έσκυψε και κοίταξε το αγόρι στα μάτια.
-Μείνε εδώ.
Αμέσως μετά ακολούθησε τον σιδερά στο μέσα δωμάτιο και το αγόρι έμεινε μόνο του στη μέση της φτωχικής κάμαρας. Ένιωσε τα πόδια του να μυρμηγκιάζουν από την ξαφνική αλλαγή της θερμοκρασίας και αυτό το αίσθημα σα να το έβγαλε από το λήθαργο. Κούνησε τα δάχτυλά του μέσα στα φαρδιά παπούτσια, να βοηθήσει το αίμα να κυκλοφορήσει κανονικά, κι έπειτα έσκυψε και τα έβγαλε, πρώτα τα παπούτσια, μετά και τις κάλτσες. Έκανε μερικά βήματα πάνω στο θαμπό ξύλινο πάτωμα. Με το μεγάλο του δάχτυλο βάλθηκε να ακολουθεί μια αράχνη κι όταν βαρέθηκε, πλησίασε το τζάκι απλώνοντας τα χέρια του προς τη φωτιά. Το υγρό κούτσουρο τριζοβολούσε καθώς καιγόταν και σπίθες πεταγόντουσαν από δω κι από κει δίνοντας στο αγόρι την εντύπωση ότι είχε μπροστά του ένα πυροτέχνημα!
Το αγόρι έμεινε στην ίδια θέση για κάμποσα λεπτά, μέχρι που ένιωσε τα δάχτυλά του να πυρώνουν. Μα αυτό που το έκανε να τιναχτεί και να γυρίσει το βλέμμα προς τα πίσω, ήταν η φωνή του πατέρα που αθόρυβα είχε πλησιάσει προς το μέρος του.
-Εσύ θα μείνεις εδώ. Ο κυρ-Γιώργης κι εγώ πρέπει να πάμε να φέρουμε το γιατρό. Μπορεί να αργήσουμε, δεν ξέρω τι χιόνι θα συναντήσουμε μέχρι κάτω. Να ρίχνεις ξύλα στη φωτιά μη και σβήσει. Κι ύστερα, χαμηλώνοντας κι άλλο για να κοιτάξει το αγόρι κατάματα να είσαι φρόνιμος και να προσέχεις το παιδί μέχρι να γυρίσουμε. Και χωρίς να περιμένει απάντηση έκανε μεταβολή σέρνοντας από πίσω του και τον σιδερά που όλη αυτή την ώρα δεν είχε πάψει να μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτα λόγια ανακατεμένα πότε με δάκρυα και πότε με αναστεναγμούς.
Οι δυο άντρες κούμπωσαν τα παλτό τους, καλύπτοντας το πρόσωπό τους μέχρι το λαιμό και μετά ο πατέρας έκλεισε πίσω του την πόρτα, χωρίς να ρίξει άλλη ματιά στο αγόρι που έμεινε μόνο μέσα στο ξένο σπίτι.
Ξαφνικά το δωμάτιο του φαινόταν μεγαλύτερο. Τότε μόνο παρατήρησε τα λιγοστά έπιπλα – ένα τραπέζι, μία καρέκλα και ένα μπαούλο - καθώς και τις μεγάλες τους σκιές όπως ρίχνονταν πάνω στους τέσσερις τοίχους. Ένιωσε τις τρίχες στο κεφάλι του να ορθώνονται και η πρώτη του σκέψη ήταν να φορέσει τις κάλτσες και τα παπούτσια του και να τρέξει πίσω, στην ασφάλεια του σπιτιού του. Μα η εντολή του πατέρα ήταν ξεκάθαρη. Έπρεπε να περιμένει εκεί. Όσο για εκείνο το «να προσέχεις το παιδί» ξαφνικά τον έκανε να αισθανθεί μεγαλύτερος. Να λοιπόν που η βραδιά αποκτούσε τελικά ενδιαφέρον, κι ας μην ήταν ο πειρατής ή ο ληστής εκείνος που είχε χτυπήσει νωρίτερα την πόρτα τους.
Έλεγξε τη φωτιά που ήταν έτοιμη να σβήσει και έριξε ένα ακόμη κούτσουρο αναζωπυρώνοντας τις φλόγες. Έπειτα πήγε και στάθηκε στο κατώφλι που ένωνε το υποτυπώδες καθιστικό με την κάμαρα.
Από εκεί, μισοκρυμμένο στις σκιές, παρακολούθησε για λίγο το αγόρι, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα στο σιδερένιο κρεβάτι, και μόνο όταν σιγουρεύτηκε ότι δεν απειλείται από κάτι πλησίασε κι άλλο με διστακτικό ωστόσο βήμα, μέχρι που έφτασε δίπλα του. Τράβηξε τη μοναδική καρέκλα που υπήρχε στο χώρο κι έκατσε. Άρχισε τότε να παίζει με την κουβέρτα την παλιά, να μετρά τα φθαρμένα, φαγωμένα κρόσσια της. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, μέχρι το δέκα. Ως εκεί ήξερε να μετρά. Και πάλι απ’ την αρχή. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… Το έκανε πολλές φορές αυτό, αποφεύγοντας έτσι να κοιτάξει το παιδί.
Εκείνο, τινάχτηκε ξαφνικά κάποια στιγμή και το αγόρι έβγαλε μια τρομαγμένη φωνούλα. Ανάγκασε τότε τον εαυτό του να σηκώσει το βλέμμα πάνω του. Το είδε να τρέμει. Τα δόντια του να χτυπούν το ένα στο άλλο. Θα’ ταν δε θα’ ταν στην ηλικία του, μα πιο αδύνατο ακόμα, όπως μπόρεσε να μαντέψει ρίχνοντας μια ματιά στο μικρό φούσκωμα που δημιουργούσε το σωματάκι του κάτω από την μάλλινη κουβέρτα. Το τρέμουλο έγινε ακόμα πιο δυνατό, πιο γρήγορο. Τα μάτια του είχαν συνηθίσει πια το σκοτάδι και μπόρεσε να δει και τις χοντρές σταγόνες ιδρώτα που γυάλιζαν στο παιδικό μέτωπο και κυλούσαν στα βαθουλωμένα μάγουλα. Έκανε να το σκεπάσει με την κουβέρτα μα το παιδί, σα να αντιλήφθηκε την κίνηση, τινάχτηκε ξανά και το πρόσωπό του συσπάστηκε σε μια έκφραση καθόλου παιδική.
Έτσι όπως γύρισε το κεφάλι του, το αγόρι μπόρεσε να παρατηρήσει πιο προσεκτικά τα χείλη του. Λεπτά, ξερά, αφυδατωμένα και μισάνοιχτα σε αναζήτηση ανάσας ή μιας σταγόνας νερού. Έκανε ένα γύρο το βλέμμα του στο χώρο και το χέρι του απλώθηκε αυτόματα πάνω στο ποτήρι με το νερό και την πετσέτα που ήταν ακουμπισμένα πάνω στο κομοδίνο. Έβρεξε την πετσέτα και άρχισε μετά για ώρα να την περνάει πάνω απ’ τα διψασμένα χείλη. Όπως έκανε και η μαμά όταν εκείνος καιγόταν μέσα στον πυρετό του. Τότε, πριν πάει στον ουρανό. Πάνε τώρα δυο καλοκαίρια που έφυγε η μαμά. Κάποια παιδιά στο σχολείο του είχαν πει ότι πέθανε, όμως όταν γύρισε κλαμένος και το είπε στον πατέρα, εκείνος τον πήρε στα γόνατά του και του εξήγησε ότι η μαμά δεν είχε πεθάνει, αλλά είχε πάει σε κάποιο άλλο μέρος, κάπου στον ουρανό, όπου δεν υπάρχει ούτε πόνος, ούτε πυρετός, ούτε πείνα και ότι κάποτε θα πήγαιναν κι εκείνοι να τη βρουν. Μα το αγόρι είχε σταματήσει από ώρα να τον ακούει γιατί ήταν η πρώτη φορά που ο πατέρας το έπαιρνε στα γόνατά του και πέρναγε έτσι απαλά την άγρια παλάμη του πάνω στα γυμνά μπράτσα του. Κι αυτό έκανε το αγόρι να θέλει να κλάψει περισσότερο κι από τα ανάλγητα λόγια των παιδιών στο σχολείο.
Ένα μουρμουρητό ξέφυγε από τα χείλη του παιδιού και το αγόρι έμεινε ακίνητο. Έβρεξε ξανά την πετσέτα κι έκανε να την ακουμπήσει στο ιδρωμένο μέτωπο, μα το παιδί άρχισε και πάλι να τρέμει, όλο και περισσότερο. Τώρα τιναζόταν όλο του το σώμα, μέχρι που το αγόρι αναγκάστηκε να κλείσει στη χούφτα του το χέρι του παιδιού. Και τόση ώρα, ήταν η πρώτη φορά που το άγγιζε. Η επαφή το ξάφνιασε. Όπως και τότε που ο πατέρας τον είχε πάρει στα γόνατά του.
Το αγόρι άρχισε να τρίβει και να τρίβει απαλά το χέρι μέχρι που το τρέμουλο ηρέμησε. Το στήθος ανεβοκατέβαινε πια πιο αργά. Όλο και πιο αργά…
Απ’ το μισάνοιχτο στόμα του παιδιού βγήκαν μερικές μικρές, κοφτές ανάσες. Κάθε μία έκανε τον πόνο όλο και πιο μικρό, όλο και πιο ανίσχυρο. Μέχρι που όλα γύρω τους ηρέμησαν.
Τώρα δεν ακουγόταν τίποτα. Ούτε ανάσα, ούτε αναστεναγμός.
Το αγόρι έμεινε εκεί, ανακουφισμένο από την ξαφνική σιωπή που απλώθηκε στο χώρο. Συνέχισε να κρατάει το χέρι του παιδιού ακόμη και τη στιγμή που είδε ένα ασπριδερό, θολό χρώμα να απλώνεται στο ήρεμο πρόσωπό του. Πήγε τότε να τραβηχτεί. Είχε πιαστεί τόση ώρα στην καρέκλα. Μα αμέσως θυμήθηκε την εντολή του πατέρα «Να προσέχεις το παιδί…» κι έσφιξε ακόμη περισσότερο στη χούφτα του το παγωμένο, ακίνητο χεράκι.
Με το άλλο χέρι, το άδειο, έπιασε πάλι το μέτρημα. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… ως το δέκα. Και πάλι απ’ την αρχή…
Η Μαρία Παυλοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα όμως μέσα από τα άπειρα βιβλία που έχει διαβάσει, έχει ζήσει ίσα με 100 ζωές μέχρι σήμερα. Της αρέσει να γράφει, να διαβάζει και να ταξιδεύει. Νοερά ή όχι. Το ίδιο είναι.
[ facebook ] [ e-mail ]

Αν δεν κοιμάστε καλά διαγράφονται οι αναμνήσεις σας


Αν δεν κοιμάστε καλά διαγράφονται οι αναμνήσεις σας


Η έλλειψη μόλις δύο ωρών ύπνου μπορεί να κάνει τη διαφορά
Αν δεν κοιμηθείτε καλά και αρκετά κατά τη διάρκεια της νύχτας, το πιο πιθανό είναι να μη θυμάστε αύριο καν ότι διαβάσατε αυτό το άρθρο.
Δύο χαμένες ώρες ύπνου έχουν ως αποτέλεσμα ο εγκέφαλος να μην «ξεκουράζεται» και να μην αποθηκεύει σωστά τις αναμνήσεις σας.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι έξι αντί για οκτώ ώρες ύπνου έχουν μεγάλη διαφορά και μπορεί να «εξαφανίσουν» κάποιες μνήμες σας για πάντα!
Αυτό τουλάχιστον ισχυρίστηκε ο ερευνητής Ted Abel στο ετήσιο συνέδριο Νευροεπιστημών που διεξήχθη στη Νέα Ορλεάνη.
«Ο ύπνος δεν πρέπει να είναι πολυτέλεια στο σύγχρονο τρόπο ζωής. Είναι πολύ σημαντικό για τη λειτουργία του εγκεφάλου και για το ίδιο το άτομο να μπορεί να θυμάται και να συγκεντρώνεται στο τι του συνέβη κατά τη διάρκεια της ημέρας. Πολλές φορές πιστεύουμε ότι το να πιούμε μια κούπα καφέ παραπάνω και να απαντήσουμε σε μερικά ακόμη e-mail σημαίνει ότι κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Όμως μερικές φορές ίσως είναι πιο σημαντικό να κοιμηθούμε και να ασχοληθούμε με τις δουλειές μας λίγο αργότερα» είπε ο καθηγητής από το πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια.
Ο καθηγητής μελέτησε πώς αντιμετώπιζαν κάποια τεστ «μνήμης» ποντίκια στα οποία είχε διακοπεί ο ύπνος.
«Βρήκαμε ότι όταν στερούσαμε τον ύπνο από τα ποντίκια, αυτό προκαλούσε μείωση των “αποθηκευμένων” τους αναμνήσεων» είπε.
Ο καθηγητής πιστεύει ότι η απώλεια αναμνήσεων που οφείλεται στην έλλειψη ύπνου, «εξαφανίζει» αυτές τις αναμνήσεις για πάντα, κάτι που σημαίνει ότι αν κάποιος κοιμηθεί την επόμενη μέρα περισσότερο δε σημαίνει ότι θα καταφέρει να τις ανακτήσει.
newsbeast.gr


ΤΖΟΝ ΡΙΝΤ (1887 – 19/10/1920) «ΟΙ ΔΕΚΑ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ»



ΤΖΟΝ ΡΙΝΤ (1887 – 19/10/1920)


«ΟΙ ΔΕΚΑ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ»


Αμερικανός δημοσιογράφος, που έγραψε το χρονικό της Οκτωβριανής Επανάστασης με τίτλο «Οι 10 μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο».


Tο βιβλίο "Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο" είναι το ζωντανό χρονικό της πιο μεγάλης, της πιο κοσμογονικής κοινωνικής επανάστασης όλων των εποχών: της Oκτωβριανής Σοσιαλιστικής Eπανάστασης του ρώσικου προλεταριάτου.


O Tζον Pιντ δεν είναι απλά ο αυτόπτης μάρτυρας και ο χρονικογράφος της κοσμοϊστορικής προλεταριακής εποποιίας. Eίναι, πάνω απ' όλα αυτά, ο φωτισμένος πνευματικός άνθρωπος, ο ιδεολόγος, ο αγωνιστής που, μέσα στην πύρινη ροή των ημερών εκείνων που συγκλόνισαν κυριολεκτικά τη μεγάλη χώρα κι ολόκληρο τον κόσμο, αυτός είχε τόση δύναμη διορατικότητας και προοπτικής, ώστε να διακρίνει καθαρά τη νέα χαραυγή που ανέτειλε στην ιστορία της ανθρωπότητας. Tη χαραυγή των προλεταριακών και εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων, τη χαραυγή του σοσιαλισμού.


Mε το βιβλίο του Tζον Pιντ γαλουχήθηκαν πολλές γενιές επαναστατών σ' όλες τις γωνιές της γης.


Στα ελληνικά το έργο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στο εξωτερικό το 1961 από τις "Πολιτικές και Λογοτεχνικές Eκδόσεις". Στο βιβλίο που κρατά ο αναγνώστης στα χέρια του είναι ξανακοιταγμένη και βελτιωμένη η έκδοση εκείνη του μνημειακού έργου του Tζον Pιντ. http://www.perizitito.gr/


ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ

«…Οι Αμερικανοί δεν πίστευαν ότι η ταξική πάλη θα μπορούσε να φτάσει σε τέτοια οξύτητα. Συνάντησα στο Βόρειο Μέτωπο αξιωματικούς, που προτιμούσαν ανοιχτά τη στρατιωτική ήττα από τη συνεργασία με τις στρατιωτικές επιτροπές. Ο γραμματέας του τμήματος του κόμματος των καντέ (*δεξιοί) στην Πετρούπολη μου έλεγε, πως το οικονομικό χάος είναι μέρος της εκστρατείας που γίνεται για να δυσφημιστεί η επανάσταση. Ένας συμμαχικός διπλωμάτης, που έδωσα το λόγο μου να μην αναφέρω τ' όνομά του, το βεβαίωνε, βασιζόμενος σε δικές του πληροφορίες. Γνωρίζω μερικά ανθρακωρυχεία κοντά στο Χάρκοβο, που τα 'καψαν ή τα πλημμύρισαν με νερά οι ιδιοκτήτες τους, εργοστάσια υφαντουργίας στη Μόσχα, όπου οι μηχανικοί παρατώντας τη δουλειά αχρήστευαν τις μηχανές, σιδηροδρομικούς που πιάστηκαν από τους εργάτες, τη στιγμή που αχρήστευαν τις ατμομηχανές. Ένα μεγάλο μέρος των εύπορων τάξεων προτιμούσε τους Γερμανούς από την επανάσταση, ακόμα και από την προσωρινή κυβέρνηση, και μιλούσε γι' αυτό χωρίς ντροπή. Στη ρωσική οικογένεια όπου έμενα, το μόνιμο σχεδόν θέμα των συζητήσεων στο τραπέζι ήταν ο μελλοντικός ερχομός των Γερμανών, που θα φέρουν τη "νομιμότητα και την τάξη"...» http://granmafepa.blogspot.gr/2009/02/blog-post_06.html

N ΚΑΡΟΥΖΟΣ Διάλογος πρῶτος


N ΚΑΡΟΥΖΟΣ Διάλογος πρῶτος

Σὰ νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτὲ

κι ὅμως πονέσαμε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
Οὔτε ποὺ μᾶς δόθηκε μία ἐξήγηση

γιὰ τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τουλάχιστον.
Ἡ ἄλλη μισή μας ἡλικία θὰ περάσει
χαρτοπαίζοντας μὲ τὸ θάνατο στὰ ψέματα.
Καὶ λέγαμε πὼς δὲν ἔχει καιρὸ ἡ ἀγάπη
νὰ φανερωθεῖ ὁλόκληρη.

Μία μουσικὴ
ἄξια τῶν συγκινήσεών μας
δὲν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σώζων ἑαυτὸν σωθήτω.
Θὰ σωθοῦμε ἀπὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μὲ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ
μὲ τῶν καλύκων τὴν περισυλλογὴ
ὁ τρόμος ἐκλεπτύνεται στὴν καρδιά σας.
Ἐνδότερα ὁ Κύριος λειτουργεῖ
ἐνδότερα ὑπάρχουμε μαζί σας.
Δὲν ἔχει ἡ ἁπαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
καὶ πάντα λέει τὸ τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θὰ γυρίσουμε στὴν ὀμορφιὰ
μία μέρα…
Μὲ τὴ θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θὰ ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχὴ τὴ μοναξιά της.

...από την στιγμή που κάποιος οριστικά τάσσεται συνδράμει και η Θεία Πρόνοια.


Μέχρι να αφοσιωθεί κάποιος σε έναν σκοπό, υπάρχει δισταγμός: Η σκέψη να κάνει πίσω, απουσία δράσης.
Όσον αφορά σε όλες τις ενέργειες πρωτοβουλίας και δημιουργίας, υπάρχει μια θεμελιώδης αρχή, η άγνοια της οποίας θανατώνει αμέτρητες ιδέες και λαμπρά σχέδια: Ότι, από την στιγμή που κάποιος οριστικά τάσσεται συνδράμει και η Θεία Πρόνοια.

Ένα σωρό ευνοϊκά πράγματα μπορεί να συμβούν, πράγματα που διαφορετικά δεν θα συνέβαιναν ποτέ.

Μια σειρά γεγονότων πηγάζει από την ίδια την απόφαση, προκαλώντας για χάρη της
Κάθε είδους απρόβλεπτα περιστατικά, συναντήσεις και υλική υποστήριξη, πράγματα που κανείς δεν θα φανταζόταν πως θα’ βρισκε στο διάβα του.

Εικονοθεραπεία 26

Για μεγέθυνση πατάτε ροδάκι και ανοίγει νέα καρτέλα με φακό +-




 

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΈΠΟΣ του ΄40

Τυχαία μας «πέφτει στο χέρι» κάποιο ελληνικό περιοδικό με τίτλο «ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ » και διαβάζουμε με απορία, ότι κάποιου ηλικιωμένου Δερβιτσίωτη λεγόμενος Μιχάλης Μάσσιος, του είχαν εκδοθεί οι παλιές αναμνήσεις του από το Επος του ΄40, κυρίως από το χωριό του. Αυτές οι αναμνήσεις είχαν εκδοθεί υπό το ενδιαφέρον της Υποδιευθύντριας του 42 ου Δημοτικού Σχολείου της Αθήνας Πολυάνθη Βουτσινά, σχολείο στο οποίο σπουδάζει και ο μικρούλης εγγονός του πα- ππού Μιχάλη . Η κ. Βουτσινά μαζί με το περιοδικό, στέλνει στη Δερβιτσάνη, στον παππού Μιχάλη, και το παρακάτω γράμμα που μεταξύ άλλων γράφει :

Αθήνα 25 Ιουνίου 2010.
Κύριε, καλέ μας Μιχάλη ! ........Θερμά συγχαρητήρια για όσα μας διηγείστε....
Μας κάνατε υπερήφανους....Μπράβο ΣΑΣ ! .....Να είστε πάντα καλά !..............
........................................................Με απέραντι εκτίμηση
Πολυάνθη Βουτσινά.
Υποδιευθύντρια 42 ου Δημοτικό Σχολείο Αθηνών.

Διαβάζοντας με προσοχή τις αναμνήσεις του παππού Μιχάλη και στα πλαίσια της 70ης Επετείου του Έπος του ’40, δημοσιεύομε μερικές απ’ αυτές...

- 1939 : Στο χωριό μου τη Δερβιτσάνη, Ιταλοί επιστάτες με αλβανούς εργάτες άρχισαν να επισκευάζουν τον οδικό άξονα Κακαβιά – Αργυρόκαστρο. Θυμάμαι πως αραδιάζονταν οι Ιταλοί στρατιώτες απ’ τα λατομεία του χωριού μας μέχρι το σημείο Μογγίλα κάτω από τα αμπέλια και δίνοντας τις πέτρες ο ένας του άλλου, χτίζαν εκεί τους στρατώνες τους. Βεβαίως και είχαν τον σκοπό τους.

Σχεδόν καθημερινά τρία ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν πέρα από την Κακαβιά ανιχνεύοντας φαίνεται το ελληνικό έδαφος.
« - Νομίζω, ότι δεν έχουν καλό σκοπό αυτοί οι πεπίνιδες, έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου. Όλη αυτή η κωλοζτρίμωση των Ιταλών δεν μου αρέσει....Κάποια μέρα θα επιτεθούν κατά της Ελλάδας, ..αλλά,...αλλά θα το πούνε « Παπούτσια να μπαλώσουμε » Και βγήκε ο λόγος του....
*
Στο Σπατς, τρομερές φυλακές και κάτεργα του καθεστώτος του Ενβερ Χότζα. Όντος με 8 χρόνια κάθειρξη ως φιλέλληνας και αντιφρονούντας του Κομουνιστικού Κόμματος Αλβανίας. Κατά το 1980 εκεί γνώρισα έναν καλοκάγαθο Ελληνόβλαχο γεροντάκο, τον Κήτα Μειντή, ο οποίος μεταξύ άλλων μου αφηγήθηκε :
« Ήμασταν τότε στο Δέλβινο με τα ζωντανά μας, όταν νέο παιδί εγώ, με επιστράτευσαν οι Ιταλοί με 7 μουλάρια και άλλους συμπατριώτες μου.
Μόλις περάσαμε τα ελληνο – αλβανικά σύνορα, μας έδωσαν από ένα κουτάλι σούπας με ένα υγρό σαν είδος ρετσινόλαδο. Μάς άναψε το σώμα....Ήταν αντιφοβικό υγρό. Σαν φτάσαμε στην Ιερά Μόνή της Βελλάς, βρήκαμε έναν και μόνο, περασμένο ηλικίας μοναχό, ο οποίος μας λέγει : « Που πάτε ρε παιδιά μου, γυρίστε πίσω ! Θα σκοτωθείτε !...Οι Έλληνες έχουν κλείσει τους Ιταλούς σε τανάλια !...
Ύστερα από λίγο φτάσαμε στο Καλπάκι. Ξεφορτώσαμε τα πυρομαχικά κάτω από ένα δέντρο και πάμε να ξεκουραστούμε ,όταν, ύστερα από λίγο περνάει από πάνω μας ένα μικρό καταδιωκτικό ελληνικό αεροπλάνο. Άφησε πάνω από το δέντρο των πυρομαχικών , έναν άσπρο κάπνό και έφυγε. Αμέσως μετά απ’ αυτό, οι Ιταλοί μας δίνουν εντολή να απομακρυνθούμε το γρηγορότερο !..Τι να σου πώ Μιχάλη μου !...
Σε λιγότερο από μισή ώρα δύο οβίδες σκάνε ! Έγινε του άγιου !... Ανατινάχτηκαν πυρομαχικά, άνθρωποι και ζώα...Μετά άρχισε το τουφεκίδι και ...στο σουρούπωμα , πέσαν σε μάχη σώμα με σώμα. Τότε από την μία μεριά ακούγαμε : « Αέρα παιδιά ! » και από την άλλη « Μάμα μία ! »
Πέφταν οι Ιταλοί και ποδοπατιώνταν από τους ίδιους τους συμπολεμιστές τους και όπου φύγει – φύγει !....
*
Δεκέμβριος 1940. Οι Ιταλοί με την ουρά κάτω στα σκέλη άρχισαν να υποχωρούν.
Σε λίγο διάστημα προσέξαμε στο χωριό μας να έρχονται πολλοί Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί. Το σπίτι του Κύρο Ντάρου μετατράπηκε σε στρατηγείο. Στο σπίτι μας φιλοξενήσαμε κάποιον λοχία από το Άργος της Πελοπονήσσου. Ονομαζόταν Θύμιος Πασπαλιάρης.Το σπίτι του Γρηγόρη Σιάνου μετατράπηκε σε φρουραρχείο, ενώ στου συγχωριανού μας Παντελή Δέδε φιλοξενούνταν οι Γεώργιος Ράλλης (τότε λοχαγός και αργότερα πρωθυπουργός) και οι Σπύρος Σκούρας και Θεόδωρος Λανάρας. Αυτό το διάστημα στο χωριό μας φιλοξενήθηκε και η διάσημη Σοφία Βέμπο και τραγούδησε ένα βράδυ στο καφενείο «Ταμπόρι» κοντά στην εκκλησία του χωριού. Την άλλη μέρα βάδισε προς Τεπελένι να εμψυχώσει τους έλληνες εκεί.
Στις 27 Δεκεμβρίου 1940 στο χωριό μας χτυπήθηκε από μία ιταλική βόμβα ο έλληνας ασυρματιστής Χριστόφορος. Εκατοντάδες κάτοικοι του χωριού και έλληνες στρατιώτες που βρισκόνταν εκεί, τον κλάψαν και τον τάφιασαν στο νεκροταφείο του χωριού. Μετά το 1990 ο τάφος του καί κάποιου άλλου έλλη- να φαντάρου με το όνομα Φώτο που σκοτώθηκε στο Παλαιόκαστρο, ενταφιάστηκαν ξανά σε επίσημη τελετή. Στο τάφιασμα του Χριστόφορου ασυρματιστή μία χωριανή μου μοιρολόγησε : « Που είναι η μανούλα σου νιάτα μας, να σε φιλήσει για τελευταία φορά. Σε επιθυμούσε για γαμπρό αλλά εσύ παντρεύτηκες τη λευτεριά της πατρίδας μας». Θυμάμαι πως κλαίγαμε μικροί και μεγάλοι, χωριανοί και Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί.

--του δάσκαλου Μιχάλη Μάσσιου--


σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Σήμερα...



ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΗ 




Αγία Σεβαστιανή
Αγία Σεβαστιανή
Ημερομηνία εορτής: 24/10/2012
Τύπος εορτής: Σταθερή.
Εορτάζει στις 24 Οκτωβρίου εκάστου έτους.
Άγιοι που εορτάζουν: Αγια Σεβαστιανη
 
 
Σεβαστιανὴ τῇ τομῇ βλύζει γάλα,
Οὐχ αἷμα καὶ σάρξ ὥς περ οὖσα πρὸς ξίφος.
Βιογραφία
Η Αγία Σεβαστιανή καταγόταν από την πόλη Σεβαστή της Φρυγίας και διδάχτηκε τη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο, και πήρε τη θερμότητα και την ανδρεία του διδασκάλου της.

Η Αγία Σεβαστιανή έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και χρησιμοποιούσε τη ζωή της κάθε μέρα για την αλήθεια του Ευαγγελίου (στη Μαρκιανούπολη της Θράκης). Πήγαινε σε σπίτια ειδωλολατρών και είλκυε πολλές γυναίκες απ' αυτούς στους κόλπους της Εκκλησίας. Συνελήφθη γι' αυτό επί αυτοκράτορας Δομετιανού και ηγεμόνος Σεργίου, κακοποιήθηκε και εξεδιώχθη από τον τόπο της.

Έφθασε στην Ηράκλεια της Θράκης όπου πάλι συνελήφθη, από τον ηγεμόνα Πομπηιανό, και φυλακίστηκε. Αλλά η γυναικεία της φύση, ντρόπιασε τους βασανιστές της. Οι υποσχέσεις δεν τη δελέασαν, οι απειλές δεν την έκαμψαν, και κάτω από βαριά μαρτύρια στάθηκε όρθια με όλη της τη γενναιοψυχία. Οι σάρκες της αγίας Σεβαστιανής σχίζονταν, αλλά τα χείλη, όπως και η καρδιά της, εξακολουθούσαν να υμνούν τον Χριστό. Τελικά, η μεγάλη αυτή αθλήτρια της Εκκλησίας μας, παρέδωσε τη ζωή της με τον δια αποκεφαλισμού θάνατο και ετάφη στη Ραιδεστό.

ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΝΙΤΣΕ (15 Οκτωβρίου 1844 - 25 Αυγούστου 1900)

ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΝΙΤΣΕ (15 Οκτωβρίου 1844 - 25 Αυγούστου 1900)

Ο Νίτσε στα φιλοσοφικά του βιβλία έγραψε και μερικές αντιπροσωπευτικές του ιδέες σε μορφή στίχων. Είναι λοιπόν μια καλή ευκαιρία να γνωρίσουμε τον φιλόσοφο από κάποιους στίχους του, με δεδομένη την αγάπη αυτής της στήλης για την ποίηση. Ο ίδιος στο βιβλίο του "Η χαρούμενη γνώση" εξηγεί την αιτία γένεσης της ποίησης και την επίδρασή της

Σοφία του κόσμου

Μη μένεις σε επίπεδο έδαφος
Και μην ανεβαίνεις πολύ ψηλά
Η πιο όμορφη ματιά στον κόσμο
Είναι στα μισά της πλαγιάς.

Τα τριαντάφυλλά σου

Ναι! Η ευτυχία μου θέλει να δίνει ευτυχία.
Μα μη δεν το θέλει αυτό κάθε ευτυχία;
Θέλετε να κόψετε τα τριαντάφυλλά μου;
Τότες σκύψτε, κρυφτείτε,
Μέσα στα βράχια και στους βάτους,
Και γλύφετε συχνά τα δάχτυλά σας
Γιατί η ευτυχία μου είναι κοροιδιάρικη,
Γιατί η ευτυχία μου είναι δόλια.
Θέλετε να μαζέψετε τα τριαντάφυλλά μου;

Ecce homo

Ναι, ξέρω από πού έρχομαι!
Αχόρταγος σαν τη φλόγα
Καίγομαι για να διαλυθώ.
Ό,τι κι αν αγγίξω γίνεται φως,
Και κάρβουνο ό,τι αφήσω:
Φλόγα είμαι, σίγουρα.
Στίχοι από το βιβλίο "Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα"
ΑΠΟ http://www.topapi.gr/oldversion/931a.html


ΠΟΙΗΜΑ "Vogel Albatross" (Friedrich Nietzsche)-
Και ελληνική μετάφραση από http://lyricstranslate.com/

O Wunder! Fliegt er noch?
Er steigt empor und seine Flügel ruhn!
Was hebt und trägt ihn doch?
Was ist ihm Ziel und Zug und Zügel nun?
Er flog zu höchst - nun hebt
Der Himmel selbst den siegreich Fliegenden:
Nun ruht er still und schwebt,
Den Sieg vergessend und den Siegenden.
Gleich Stern und Ewigkeit
Lebt er in Höhn jetzt, die das Leben flieht,
Mitleidig selbst dem Neid -:
Und hoch flog, wer ihn auch nur schweben sieht!
O Vogel Albatross!
Zur Höhe treibt's mit ew'gem Triebe mich!
Ich dachte dein: da floss
Mir Thrän' um Thräne - ja, ich liebe dich!

Ελληνικά
Ω, θαύμα! Πετά ακόμη;
Ανεβαίνει ψηλά και τα φτερά του ακίνητα!
Τί να τον σηκώνει κι όμως τον κρατά;
Τί να του είναι τώρα στόχος κι κίνηση κι ηνία;
Πετούσε υπερβολικά ψηλά - τώρα σηκώνει
ο ουρανός ο ίδιος το νικηφόρο ιπτάμενο:
τώρα ήσυχα μένει ακίνητος κι αιωρείται,
ξεχνώντας τη νίκη και το νικητή.
Ίδιος το άστρο και τη παντοτινότητα
ζει σε ύψη τώρα, από τα οποία δραπετεύει η ζωή,
συμπονετικός ακόμα και με τη ζήλεια:
κι πετούσε ψηλά, όποιος κι μόνο τον έβλεπε να πετά!
Ω, πουλί άλμπατρε!
Προς τα ύψη τραβά με αιώνια παρόρμηση με!
Σκεφτόμουν εσέ: τότε κυλούσε
δάκρυ το δάκρυ εμέ - ναι, σε αγαπώ!

Δημοφιλείς αναρτήσεις