Στο Δυτικό άκρο της Κρήτης, στα Φαλάσαρνα, ένα αρχαίο λιμάνι, που όμοιο του δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο, μας ταξιδεύει αιώνες πίσω, σε έναν πολιτισμό που αν και έχει πια χαθεί, τα ίχνη του πάνω στη γη, μιλούν αινιγματικά για την ύπαρξή του.
Ο συνδυασμός ενός σχεδόν μοναδικού φαινομένου παγκοσμίως, με το ανεβοκατέβασμα της στάθμης της θάλασσας και της ανύψωσης του δυτικού άκρου του νησιού λόγω ενός καταστρεπτικού σεισμού το 365 μχ,  “έβγαλε” το τεχνητό λιμάνι, εκτός θαλάσσης στη στεριά, αποτελώντας ένα χερσαίο θησαυρό για την εξερεύνηση ενός ένδοξου πολιτισμού που άκμασε στην περιοχή, την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η αρχαιολόγος, Ελπίδα Χατζηδάκη εδώ και 20 χρόνια, έχει αφιερώσει, χωρίς υπερβολές τη ζωή της σε αυτήν την εξερεύνηση, αναλαμβάνοντας μάλιστα όλα τα έξοδα που απαιτούνται για τη συνέχιση της αρχαιολογικής σκαπάνης. Και αυτό γιατί, αν και πρόκειται για έναν σημαντικό αρχαιολογικό χώρο που περιλαμβάνει όπως θα δούμε την αρχαία Ακρόπολη, δύο νεκροταφεία και το αρχαίο λιμάνι, η τελευταία φορά που το Υπουργείο Πολιτισμού χρηματοδότησε τις έρευνες στην αρχαία Φαλάσσαρνα ήταν το 1993, επί Υπουργίας Ντόρας Μπακογιάννη, δίνοντας τότε 10 εκ. δραχμές.

 
Το τελευταίο διάστημα τα ευρήματα στην Αμφίπολη και οι τυμπανοκρουσίες για τον “ερεθισμό” του έθνους που συνόδευαν κάθε θάλαμο της ομολογουμένως σημαντικής αυτής αρχαιολογικής ανακάλυψης, ωραιοποίησαν μια πραγματικότητα που υπάρχει στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση των αρχαιολογικών ανασκαφών, που δεν είναι τόσο ρόδινη. Οι αρχαιολόγοι είναι “μισητοί” για διαφορετικούς λόγους, τόσο στους κυβερνώντες όσο και στους πολίτες. Στους μεν γιατί, σε απουσία μιας πραγματικής μακροπρόθεσμης πολιτικής για την προστασία, ανάδειξη και αξιοποίηση της εθνικής μας κληρονομιάς, το αίτημα για μια ακόμη ανασκαφή και η κατανομή των λιγοστών πόρων που διατίθενται για αυτήν, προκαλεί πονοκέφαλο στο κράτος. Στους δε γιατί οι αρχαιολόγοι αποτελούν απειλή για οικόπεδα, άδειες δόμησης, σπίτια κτλ.
Οι μεν και οι δε “φτιάχνουν” και συντηρούν μια νοοτροπία που τα φώτα στην Αμφίπολη και οι υπερβολές που αναπαράγονται και από τα ΜΜΕ, την καλύπτουν αλλά και την απο- καλύπτουν ταυτόχρονα: Το βλέμμα των πολιτών που από μακριά κοιτούσαν τον Λόφο Καστά φαίνεται να μοιάζει με εκείνο των κατοίκων στην Κρήτη, που έβλεπαν τον Σήφη τον κροκόδειλο στο Φράγμα Ποταμών (αλήθεια τι έγινε αυτός;), αντιλαμβανόμενα και τα δύο ότι φιλοξενούν στην περιοχή “ενοίκους” περιωπής που καλλιεργούν προσδοκίες ανάπτυξης και το αίσθημα μιας τοπικής ιδιαιτερότητας. Η σπουδαιότητα των αρχαιολογικών ευρημάτων δεν καθορίζεται μόνο από αυτό που είναι τα ευρήματα. – μια τέτοια αντιμετώπιση είναι για “ευρεία κατανάλωση” – αλλά κυρίως από αυτό που προσφέρουν, δηλαδή την συνέχεια στη γνώση για τα βήματα του ανθρώπου πάνω στη γη.
Αυτά τα βήματα στα Φαλάσαρνα “ακολουθεί” από το 1986 η αρχαιολόγος Ελπίδα Χατζηδάκη, με τη βοήθεια άλλων αρχαιολόγων και εθελοντών που δεν εγκαταλείπουν τις έρευνες, έστω και αν η στήριξη από το κράτος, αρκείται σε ετήσιες υπουργικές αποφάσεις για τη συνέχιση των ανασκαφών, νίπτοντας τας χείρας για το πώς θα γίνουν αυτές.
Η μοναδικότητα του λιμανιού της αρχαίας Φαλάσαρνας
Το τεχνητό λιμάνι της αρχαίας Φαλάσαρνας, κατασκευάστηκε τον 4ο πχ αιώνα, την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου με μια τεχνική που συνδυάζει την τεχνική των Φοινίκων και την αρχαία ελληνική ναυπηγική.
Ένας από τους ισχυρότερους σεισμούς που καταγράφηκε ποτέ, και σημειώθηκε το 365 μχ, οδήγησε στην εξαφάνιση της Φαλάσαρνας και του πολιτισμού της, αφήνοντας όμως μια μοναδική κληρονομιά παγκοσμίως, στους σύγχρονους Κρήτες. Η ανύψωση της ακτής, έφερε τις υποθαλάσσιες υποδομές και τις εγκαταστάσεις του λιμανιού στην στεριά, γεγονός που επιτρέπει στους αρχαιολόγους να… εξερευνούν στη γη τη “θάλασσα”.
“Το γεγονός ότι το αρχαίο λιμάνι βρίσκεται στη στεριά και μπορούμε να το σκάβουμε και να βρίσκουμε τις προκυμαίες, τα οχυρά, τους αρχαίους πύργους, όλη την οχύρωση με την οποία είναι περικυκλωμένο το λιμάνι, αυτό είναι ένα σπάνιο φαινόμενο, δεν υπάρχει πουθενά”, σημειώνει η κ. Χατζηδάκη που από το 1986 που ξεκίνησε η συστηματική έρευνα για τον καθορισμό της έκτασης του λιμανιού και των στοιχείων που το περιβάλλουν, συνεχίζει να εκπλήσσεται με τις ανακαλύψεις.
“Πρόπερσι βρήκαμε ένα μεγάλο κομμάτι της αρχαίας προκυμαίας η οποία είναι σαν να έγινε χθες. Με τις δέστρες που έδεναν οι τριήρεις, κάτι που δεν έχει βρεθεί πουθενά στον κόσμο. Υπάρχουν και τα ίχνη των σκοινιών που έδεναν τα καράβια”.
(διακρίνονται οι δέστρες που έδεναν τα καράβια αλλά και τα ίχνη των σκοινιών)
“Έχουμε βρει αντιπλημμυρικά έργα,  διάφορες κατασκευές οι οποίες έγιναν πάνω από τις προγενέστερες και ήταν φανερό ότι υπήρξε μια πλημμύρα, κάποιο γεγονός και έπρεπε ταχέως οι Φαλασάρνοι να βρουν τρόπο να φτιάξουν αντιπλημμυρικές εγκαταστάσεις”.
Η περίφραξη της περιοχής του ανυψωμένου λιμανιού της Φαλάσαρνας, έγινε μόλις το 2013, όχι με κρατικούς πόρους αλλά με δωρεά του Ηρακλειώτη επιχειρηματία κ. Αντώνη Καράτζη και του Συλλόγου Φίλων Αρχαίας Φαλάσαρνας.
Όπως ειπώθηκε στην αρχή, οι ανασκαφές στην περιοχή συνεχίζονται με ιδιωτική χρηματοδότηση, κυρίως από την ίδια την κ. Χατζηδάκη, η οποία σημειωτέον καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας δεν το ανέφερε ποτέ, παρά μόνο όταν τη ρώτησα για αυτό, καθώς το γνώριζα ήδη.
“Τα πρώτα χρόνια, από το ‘86 μέχρι και το ‘93 είχε δοθεί αρκετή προσοχή στα Φαλάσαρνα και χρηματοδοτούνταν κανονικά από το Υπ. Πολιτισμού. Μετά για κάποιο λόγο, ίσως επειδή ξεκίνησε το μακεδονικό θέμα και προήχαν άλλα έργα, η ελληνικότητα της Μακεδονίας που ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο για την Ελλάδα, η χρηματοδότηση έμεινε πίσω”.
Χάρης όμως στην αφοσίωση και τις προσπάθειες της κ. Χατζηδάκη και την συμπαράσταση εθελοντών αρχαιολόγων και μη, οι ανασκαφές δεν πήγαν πίσω. Κάθε χρόνο διαθέτει περίπου 20.000 ευρώ για τη συνέχιση των ανασκαφών, κάθε μια από τις οποίες λέει είναι και μια έκπληξη.
“Όταν αγαπάς το αντικείμενό σου κάνεις τα πάντα, κάνεις θυσίες. Εγώ έκανα κάποιες θυσίες προκειμένου να συνεχίσω το έργο που ξεκίνησα και αγαπώ και θα το αγαπώ μέχρι τέλους“.
Φαίνεται ότι η αρχαία πόλη της Φαλάσαρνας που πήρε το όνομά της από την νύμφη – τοπική ηρωίδα και προστάτιδά της, Φαλασάρνη, έχει βρει μια σύγχρονη “προστάτιδά “, που ξεγυμνώνει με την επιμονή της, την ανύπαρκτη εθνική πολιτική για την προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Η ακμή και η πτώση της αρχαίας Φαλάσαρνας
Η Φαλάσαρνα πρωτοκατοικήθηκε κατά την ύστερη Νεολιθική και Πρωτο-Μινωϊκή εποχή. Κάποια ισχυρή φυσική καταστροφή κατά την πρώιμη εποχή του Χαλκού οδήγησε στην εγκατάλειψη της σεισμογενούς αυτής περιοχής, από όπου οι έντρομοι κάτοικοι απομακρύνθηκαν για περίπου 2000 χρόνια. Οι Δωριείς της Λακωνίας φαίνεται να ξανακατοίκησαν την θέση στην Φαλάσαρνα κάπου στον 8ο – 7ο π.Χ. αι. χτίζοντας νέο οικισμό πάνω στα ερείπια του προϊστορικού.
Γραπτές επιγραφικές πηγές που αναφέρουν τη Φαλάσαρνα εμφανίζονται γύρω στο 350 π.Χ. και τελειώνουν στα μέσα του 4ου αι. μ.Χ. Ο Σκύλλαξ ο Καρυανδεύς (μέσα 3ου αι. π.Χ.) είναι ο πρώτος που αναφέρει τη Φαλάσαρνα ως εξής: «μίας ημέρας ταξίδι από τη Λακεδαίμονα βρίσκεται το άκρο της Κρήτης, στο οποίο η πρώτη πόλη βρίσκεται εγκαθιδρυμένη προς την πλευρά που δύει ο ήλιος και ονομάζεται Φαλάσαρνα. Έχει κλειστό λιμάνι».
Η πόλη – κράτος οργανώθηκε με κατάλληλο νομικό καθεστώς και πολιτικό σύστημα, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μίας προοδευτικής κοινωνίας:


“Τα Φαλάσσαρνα ήταν από τις πρώτες πόλεις οι οποίες είχαν νόμους που χαράσσονταν πάνω σε λίθους και τοποθετούνταν σε ιερά, (κυρίως την πρώιμη εποχή). Η πόλις – κράτος ακολουθούσε το δωρικό σύστημα που είχε και η Σπάρτη εκτός από το βασιλιά. Βασιλείς δεν είχαν ποτέ, είχαν άρχοντες, είχαν την βουλή, γερουσία, τους δούλους, ακριβώς ένα σύστημα δημοκρατικό όπως υπήρχε και στην Αθήνα, στην Σπάρτη και σε όλες τις ελληνικές πόλεις”
Κύρια πηγή της οικονομίας της Φαλάσσαρνας ήταν η σχέση της με τη θάλασσα που την κατέστησαν διεθνές ναυτικό και εμπορικό κέντρο με πλούσιες οικονομικές και πολιτιστικές ανταλλαγές με τους λαούς της ανατολής.
“Έχουμε βρει πάρα πολλά νομίσματα, από διάφορες πόλεις όπως την Κυδωνία, την Πολυρρήνια, την Ελεύθερνα, Απτέρα, από Σικελία που σημαίνει ότι υπήρχε εμπόριο, ανταλλαγή προϊόντων. Έχουμε βρει αγγεία τα οποία προήλθαν από την Αίγυπτο με την οποία είχαν ανεπτυγμένες σχέσεις. Φαλασσάρνιοι και Κρήτες γενικά πηγαινοέρχονταν στο Βασίλειο του Πτολεμαίου και υπηρετούσαν ως μισθοφόροι, ανώτεροι αξιωματούχοι και σύμβουλοι”… “Οι Φαλασάρνιοι ήταν πολύ σημαντικοί μισθοφόροι, οι οποίοι υπηρετούσαν σε διάφορους στρατούς όπως του Μεγάλου Αλεξάνδρου αλλά και των Περσών και αργότερα στα ελληνιστικά βασίλεια. Στη μάχη του Σισίου, όπου κατατροπώθηκε ο βασιλιάς Δαρείος από τη μια πλευρά πολεμούσαν οι Κρήτες τοξότες, μισθοφόροι με τον Μέγα Αλέξανδρο και από την άλλη, μισθοφόροι που πολεμούσαν με τον Δαρείο”.


Η ναυτική υπεροχή και κυριαρχία της Φαλάσσαρνας στη θάλασσα – έλεγχε όλα τα παράλια της Δυτικής Κρήτης, από το Ακρωτήριο Κριός μέχρι τα Αντικύθηρα, ήταν αυτή που της έδωσε μια θέση στην ιστορία του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού.
“Εξ’ανάγκης ανέπτυξαν αυτόν τον πολιτισμό, δεν είχαν διέξοδο από πουθενά παρά μόνο από τη θάλασσα. Από τη μια πλευρά είναι το βουνό και από την άλλη ένας σχετικά μικρός κάμπος και σε αυτήν την περιοχή έπρεπε να ζήσουν και να προχωρήσουν τον πολιτισμό τους, με όλα τα δεδομένα που είχε η γη εκείνη την εποχή” , εξηγεί η κ. Χατζηδάκη που τονίζει ότι σε αυτό το άκρο της Κρήτης αναπτύχθηκε ένας πολιτισμός, με διακριτά χαρακτηριστικά, ο οποίος δεν ήταν γνωστός μέχρι σήμερα.
Η ισχυρή πόλη της θάλασσας, η Φαλάσαρνα ήκμασε από τον 4ο αι. π.Χ, όταν Περσικός χρυσός άρχισε να διεισδύει στον Ελληνικό κόσμο με στόχο την αναχαίτιση της προέλασης του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον του βασιλιά Δαρείου και της αυτοκρατορίας του. Κατ’αυτόν τον τρόπο οι Φαλασάρνιοι με χρήματα των Περσών άρχισαν να ανυψώνουν στην πόλη τείχη, και άλλα οικοδομήματα στρατιωτικής αρχιτεκτονικής. Η πόλη-κράτος της Φαλάσαρνας έκοψε αργυρά και χάλκινα νομίσματα, λάτρευε την θεά Δίκτυννα σε δικό της ναό, πάνω στην ακρόπολη και διέθετε εργαστήρια επεξεργασίας μετάλλων.
Τα εργαστήρια παραγωγής αγγείων και γλυπτών της Φαλάσαρνας παρήγαγαν καλλιτεχνήματα μιμούμενα τις Αθηναϊκές τεχνικές.
Οι πηγές της ακμής της Φαλάσαρνας, προέρχονταν και από την  διεθνή πειρατεία και το οργανωμένο δουλεμπόριο, κάτι που προκάλεσε την οργή της Ρώμης. H Φαλάσαρνα καταστράφηκε πρώτα από τους Ρωμαίους το 67 π.Χ. κατά την διάρκεια της περίφημης εκστρατείας του Μεγάλου Πομπήϊου κατά των πειρατών της Κιλικίας καθώς και κατά τις επιχειρήσεις του Κουίντου Καικίλιου Μέτελλου εναντίον των Κρητικών πόλεων.
“Από την ανάλυση της χωματογραφίας ξέρουμε ότι μετά την καταστροφή που προκάλεσαν οι Ρωμαίοι, ακολούθησαν δύο μεγάλες φυσικές καταστροφές. Η μια έγινε το 66μχ, όπου ένα μεγάλο τσουνάμι, ύστερα από δυνατό σεισμό, άφησε τα ίχνη του στα στρωματογραφικά δεδομένα. Η δεύτερη, που ήταν και το τελικό χτύπημα για την Φαλασάρνα, ήρθε το 365 μ.Χ. όταν ένας από τους ισχυρότερους σεισμούς που καταγράφτηκαν στην ιστορία της ανθρωπότητας, όπου ανυψώθηκε το δυτικό άκρο της Κρήτης, ανέδυσε από τα βάθη της θάλασσας ολόκληρη την παραλιακή ζώνη του κάμπου της Φαλάσαρνας σε μερικά μόνο δευτερόλεπτα ανυψώνοντας την ακτή κατά 6.5 μ..ενώ το τσουνάμι που ακολούθησε, πλημμύρισε την πόλη καταχώνοντας το λιμάνι της κάτω από τόνους θαλασσίων αποθέσεων και λάσπης για 1600 χρόνια.
(στρωματογραφία μιας τομής της ανασκαφής)
Ένας ένδοξος πολιτισμός, που άκμασε για περίπου 300 χρόνια στην περιοχή, χάθηκε, παραμένοντας θαμμένος κάτω από την γη της Φαλασάρνας, της πόλης που “βρίσκεται εγκαθιδρυμένη προς την πλευρά που δύει ο ήλιος”, για να ανακαλυφτεί αιωνες μετά και πάλι
Ελένη Ζουμαδάκη
zoumadaki@flashnews.gr
Flashnews.gr