Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε μια δημοσίευση.
Εκδόσεις Κίχλη Kichli Publishing
ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ / ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
Γιώργος Αριστηνός, «Ο δολοφόνος», μυθιστόρημα
Ένα σημαντικό κείμενο της νεωτερικής λογοτεχνίας μας κυκλοφορεί σε νέα αναθεωρημένη έκδοση από τις Εκδόσεις Κίχλη.
Ακολουθεί το κεφάλαιο 2 του βιβλίου και το κείμενο του οπισθόφυλλου.
2
ΠΡΟΔΙΔΕ ΑΡΑΓΕ συντριβὴ τὸ μελαγχολικὸ ὕφος τοῦ δράστη, καθὼς εἶχε στυλωμένα τὰ μάτια του στὸ ταβάνι μὲ τοὺς γύψινους μαιάνδρους καὶ τὰ τσαμπιὰ τὰ σταφύλια ποὺ κοσμοῦσαν τὶς γωνίες τοῦ ¬νεοκλασικοῦ, ἐνῶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, καθὼς ἔπεφτε ἀργά, βαρύθυμα, νωχελικά, πίσω ἀπ’ τὴν κυματιστὴ γραμμὴ τοῦ βουνοῦ, ἀντανακλοῦσε στὴν κρυστάλλινη καράφα τοῦ νεροῦ μιὰ κάθετη λαμπυρίζουσα ράβδο κόβοντας ἐγκάρσια τὴν κόρη τοῦ ματιοῦ του; Μᾶλλον ρεμβασμό, μιὰ ἀπόδραση τῆς μνήμης σ’ ἕνα παρελθὸν ἀρκετὰ μακρινὸ γιὰ νὰ σβήσει τὶς λεπτομέρειες, ὄχι ὅμως τόσο ὥστε νὰ ἐξατμίζει τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν πυκνὴ βαρύτητα τοῦ αἰσθήματος ποὺ ἔκλειναν. Στὰ χείλη του σχηματίστηκε ἕνα πικρὸ χαμόγελο, καθόλου ὅμως ὀδυνηρὸ καὶ βαρυσήμαντο, ὅπως συμβαίνει συνήθως ὅταν κοιτάει κανεὶς πίσω ἀπὸ τὴν κλειδωνότρουπα μὲ ἄγχος ποὺ γίνεται μερικὲς φορὲς ἀγωνία ἀφόρητη, νὰ ἀποφλοιώσει τὸν ἄλλον ἀπὸ τοὺς μυστικοὺς χιτῶνες ποὺ τὸν προστατεύουν τὶς ὧρες τῆς μοναξιᾶς, μὲ σκοπὸ νὰ γίνει συνεταῖρος ὄχι τῆς εὐτυχίας του ἀλλὰ τοῦ παραδαρμοῦ του, γιατὶ τότε μόνο, στὸν διπλὸ αὐτὸν ἀντικατοπτρισμό, ἀνυψώνεται ἀπομυζώντας σὰν βδέλλα τὸ εἶναι τοῦ ἄλλου. Ὅμως τὸ χαμόγελό του ἔμοιαζε περισσότερο μὲ ὑπαινιγμὸ μιᾶς ματαιότητας ποὺ λίμναζε χρόνια μέσα του.
Θυμήθηκε τότε ἕνα νησί. Στὸν θαλάσσιο ὁρίζοντα διαγραφόταν μιὰ κυματιστὴ φωσφορίζουσα γραμμή, μ’ ἕνα περγαντίνι κατάρφανο νὰ πελαγίζει. Ἦταν καταμεσήμερο καὶ ὁ Μάρκος πιτσιλιζόταν ἀπὸ ἕνα φῶς ἀργυρό, κρυμμένος σὲ μιὰ λόχμη ἀπὸ μιμόζες καὶ ἀκακίες, ὅταν εἶδε μιὰ σαύρα ἀκροβολισμένη πάνω στὴν καυτὴ πέτρα, ἀποσβολω¬μένη ἀπὸ τὸ καλοκαιριάτικο καμίνι. Ἔμοιαζε μὲ μιὰ ἀμήχανη ψυχή, χωρὶς συνείδηση, παρατημένη στὸ ἀποκάρωμά της. Ἔνιωσε τότε γιὰ πρώτη φορά (σὰν ἕνα καυτὸ βέλος ποὺ μᾶς τρυπάει ξαφνικὰ μιὰ γιὰ πάντα) πὼς σταμάτησε ὁ τροχὸς τῆς ζωῆς καὶ πὼς ὅλα παγώνουν.
Je vivrai donc toujours puissant et solitaire; Ὁ ποιητὴς ἦταν πίσω του, ὠτακουστὴς καὶ ὑποβολέας μαζί, δίνοντας στὴ συνείδησή του ἐκείνη τὴ στιγμή, ἀπὸ ἕνα τυχαῖο καὶ ἀσήμαντο γεγονός, ὅπως ὁ ὕπνος τῆς σαύρας κάτω ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ, τὴ βαθύτερη ἀλήθεια της. Θὰ πορευόταν στὸ ἑξῆς μόνος καὶ δυνατός, δίνοντας στὸν θάνατο τὴν ἀξιοπρέπειά του. Λίγες μέρες πρὶν ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἔλλαμψη τῆς Θείας Χάριτος –μιὰ Θεία Χάρις ἀπὸ τὴν ἀνάποδη φυσικά–, ποὺ τὸν ἔταξε ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του θεματοφύλακα τῶν γνωστικῶν ἀξιῶν καὶ ἀνύψωσε τὸν Καρποκράτη σὲ ἀπαράμιλλο ἥρωά του (:«Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ διαπράξει ὅλα τὰ δυνατὰ αἴσχη προκειμένου νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν ἀγγέλων, τῶν κυρίων τοῦ κόσμου. Γιὰ νὰ γνωρίσεις, πρέπει νὰ γνωρίσεις τὸ κακό. Στὴν πρακτικὴ τοῦ κακοῦ ταπεινώνεται τὸ σῶμα, ποὺ πρέπει νὰ καταστραφεῖ ὁριστικά. Ἡ ὕπαρξη εἶναι ἕνα κακό. Ὅσο περισσότερο ἀπελπισμένοι νιώθουμε τόσο περισσότερη δύναμη αἰσθανόμαστε νὰ ἀποκτοῦμε, καὶ μιὰ ἐπιθυμία γιὰ ἐκδίκηση»), γνώρισε τὴ Χριστίνα, ἕνα κορίτσι γύρω στὰ δεκάξι, σμιλεμένο ἀπὸ τὰ πιὸ ἐπιδέξια χέρια, ποὺ ἦρθε ξαφνικὰ μέσα σ’ ἕνα σύννεφο ἀπὸ ἀσήμι καὶ ἀμέθυστο. Φοροῦσε ἕνα ζέρσεϊ μπλουζάκι μὲ μαῦρες ρίγες, πλι¬σὲ φούστα καὶ λευκὰ ἀθλητικὰ παπούτσια.
῎Α, οἱ πνιγηροὶ καλοκαιριάτικοι πόθοι, ψιθύρισε μέσα του, μποστάνια μὲ καρπούζια ποὺ τρίζουν, τὰ φύλλα τῶν καλαμποκιῶν στέλνουν μιὰ ἀνεξίτηλη ὑγρα¬σία στὰ ρουθούνια, σύννεφα ἀπὸ ἀστρακὰν ταξιδεύουν πάνω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ ἐφήβου, ἄ, ἀγάπη καὶ ἔρωτας ποὺ σέρνονται μπροστὰ καὶ ὀπισθοβατοῦν μαζὶ μὲ τὸν καρκίνο, τὴ σαλαμάνδρα καὶ τὴν ἀστραφτερὴ σὰν ἀπὸ ἀτσάλι γυμνὴ ράχη τοῦ μπάμπουρα, θάλασσα ἀδαμιαία, οὔτε κὰν τρεμίζει, μυστήρια καὶ μυστικὰ ἀναμοχλεύει τὸ φύκι κάτω ἀπὸ τὸ πέλμα, θωπεία σὰν ἀνατρίχιασμα καὶ ἔρωτας ποὺ στομώνει τὶς κυψέλες ἀνάσκελα στὸ τριζάτο χαλίκι, κοιτώντας τσαμπιὰ τ’ ἀστέρια νὰ ἰριδίζουν, μόνος στὸν κόσμο, κάτω ἀπὸ τὸ γαλακτερὸ φεγγαρόφωτο· τότε ἦρθε ἡ Χριστίνα νὰ τὸν ἀγγίξει, τὰ δάχτυλά τους πλέχτηκαν ὅπως ὁ γύφτος πλέκει τὸ καλαθοκόφινο, μὲ μιὰ γλυκιὰ ἀπελπισία, τὰ ρόδινα χείλη της διασταυρώθηκαν μὲ τὴ λαιμαργία τῆς γλώσσας του, σὲ ἕνα ἀβυσσαλέο σμίξιμο τῶν αἰσθήσεων, σὲ μιὰ ἀπερίγραπτη περιδίνηση, σὰν τὴ φυγόκεντρη δύναμη ποὺ στέλνει τὶς μοτοσικλέτες στὰ χείλη τοῦ βαρελιοῦ καὶ πολλὲς φορὲς τὶς ἐξακοντίζει πέρα ἀπ’ αὐτὰ γιὰ νὰ σκάσουν οἱ ἀναβάτες, ὅπως τὰ χταπόδια, στὴ σκληρὴ μεταλλικὴ πρόσοψη τῆς πολυκατοικίας, ὅπου τὰ μέλη ἀποσυνδέονται καὶ μάζες ἀπὸ αὐτονομημένες σάρκες λιώνουν μέσα σ’ ἕναν ἀνατριχιαστικὸ κρότο, κάπως ἔτσι μποροῦσε νὰ ἀποδοθεῖ ἡ ἀκαριαία ἐρωτικὴ ἀνάφλεξη τοῦ Μάρκου μὲ τὴ Χριστίνα, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ θεία ἐπίνευση τοῦ κακοῦ, πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση τῶν ἀγγέλων καὶ τὴν ἀνθρωπόμορφη ἐνσάρκωσή τους, ὅταν ὁ Μάρκος, ξαπλωμένος ἀνάσκελα στὸ κρεβάτι μὲ τοὺς σκληροὺς σομιέδες, ἀνακαλοῦσε στὴ μνήμη τὸ παρελθόν του, τὴ Χριστίνα ποὺ ἀργότερα καταρρακώθηκε ἀπὸ ἕναν καλπάζοντα καρκίνο τῶν ὀστῶν καὶ κυρίως τὴ στυγνὴ δολοφονία τῆς Μαρίας, ποὺ τώρα κοιμᾶται τὸν ἀνεξύπνητο ὕπνο στὸ δέλτα τοῦ Ἀώου, μέσα στὴν παχιὰ ἰλύ, μαζὶ μὲ τὰ φύλλα τῶν πλατάνων ποὺ σήπονται χωρὶς ἔλεος, ἐνῶ τὰ γατόψαρα κλωθογυρίζουν ἀνόητα, ἄσκοπα, ἀφηρημένα, ἀναπαράγοντας τὴν ἀτελεύτητη διεργασία τοῦ θανάτου.
Τὴν ἄλλη μέρα ἡ γνωμάτευση τοῦ ἰατροδικαστῆ ἦταν σαφής: «Εὑρέθησαν αἱμορραγικὲς διηθήσεις στὸν ὑποδόριο ἱστὸ καὶ στοὺς μῦς (μυῶδες πλάτυσμα, στερνοκλειδομαστοειδή, σκαληνούς). Ἐπίσης κατάγματα τῶν χόνδρων τοῦ λάρυγγα καὶ κυρίως τοῦ ὑοειδοῦς ὀστοῦ. Κατάγματα εἰδικότερα τοῦ θυρεοειδοῦς καὶ τῶν κρικοειδῶν χόνδρων καθὼς καὶ τῶν κεράτων τοῦ ὑοειδοῦς ὀστοῦ. Στὰ σπλάχνα παρατηρήθηκε ἔκδηλη συμφόρηση, ἰδιαίτερα τῶν πνευμόνων, τοῦ ἥπατος καὶ τῶν νεφρῶν, καθὼς καὶ στικτὲς αἱμορρραγικὲς κηλίδες κατὰ τὸν ὑπεζωκότα καὶ τὸ περικάρδιο».
......................
Ο ΗΡΩΑΣ του Γιώργου Αριστηνού, ευπατρίδης, διανοούμενος, αλκοολικός από πεποίθηση και όχι από έξη, εστέτ και μισάνθρωπος, αλλά συνάμα και τρυφερός ως την αυτοανάλωση, σκοτώνει τέσσερις γυναίκες είτε επειδή τραυματίζουν την αισθητική του είτε επειδή προσβάλλουν τον ναρκισσισμό του.
Ας μην αναζητήσουμε ωστόσο στον Δολοφόνο μια αναπαράσταση αληθοφανών πράξεων ή τη διερεύνηση των κινήτρων τους· πρόκειται για συνειδητή παρωδία του μυθιστορηματικού είδους.
Ο Αριστηνός βάζει τον ήρωά του να διαρρηγνύει τον έναν μετά τον άλλον όλους τους δεσμούς με τους γύρω του. Καθηλωμένος στη μεταφυσική του μοναξιά, ρημαγμένος από την αίσθηση μιας βαθιάς οντολογικής προσβολής, ο κεντρικός χαρακτήρας περιπλανιέται σε έναν υπαρξιακό λαβύρινθο, από τον οποίο κανένας και τίποτα δεν είναι σε θέση να τον βγάλει. Το κακό, η αυτοκαταστροφή, ο θάνατος, ο πόνος, η αγωνία και οι ενοχές συγκλίνουν στην έννοια της οντολογικής αρρώστιας.
Η γλώσσα του μυθιστορήματος, μέσα από τους μαιάνδρους της, με ένα μπαρόκ λεξιλόγιο και πλήθος αναφορών στη λογοτεχνία, καλείται να αποτυπώσει την παλίρροια των συναισθημάτων μίσους, τις διαρκείς ταλαντεύσεις ανάμεσα στη θλίψη και τη μανιακή ευφορία, τις αβυσσαλέες όψεις της ψυχής ενός χαρακτήρα που θύει στην καθαρή σπατάλη της ζωής του.
«Εύγλωττη ήταν και παραμένει η πεποίθηση για τον ρόλο της λογοτεχνικής γλώσσας, η οποία με τον μηχανισμό της εξιδανίκευσης ωραΐζει το δυσοίωνο νόημα της ζωής. Εξάλλου τόσο από τον Δολοφόνο όσο και από το σύνολο του συγγραφικού μου έργου συνάγεται πόσο απορφανισμένο είναι αυτό από θετική αξία. Μπορώ μάλιστα να ορκιστώ χωρίς καμιά αμφιταλάντευση στην κακή πίστη του ανθρώπου. Περαιτέρω βέβαια και στη δολοφονική του φύση που, όσο κι αν προσχώνεται από τους κοινωνικούς θεσμούς και τις σωτηριολογικές θεωρίες, άλλο τόσο βρίσκει την ευκαιρία να προβάλλει το ευαγές έργο της. [...] Ο πρωταγωνιστής του Δολοφόνου δεν σκοτώνει από υπεροπτική αλαζονεία, μνησικακία, φθόνο ή υπερβολικό συναίσθημα, αλλά από σνομπισμό, δηλαδή από απεγνωσμένο, άχρηστο πάθος.»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Γιώργος Αριστηνός, «Ο δολοφόνος», μυθιστόρημα
Ένα σημαντικό κείμενο της νεωτερικής λογοτεχνίας μας κυκλοφορεί σε νέα αναθεωρημένη έκδοση από τις Εκδόσεις Κίχλη.
Ακολουθεί το κεφάλαιο 2 του βιβλίου και το κείμενο του οπισθόφυλλου.
2
ΠΡΟΔΙΔΕ ΑΡΑΓΕ συντριβὴ τὸ μελαγχολικὸ ὕφος τοῦ δράστη, καθὼς εἶχε στυλωμένα τὰ μάτια του στὸ ταβάνι μὲ τοὺς γύψινους μαιάνδρους καὶ τὰ τσαμπιὰ τὰ σταφύλια ποὺ κοσμοῦσαν τὶς γωνίες τοῦ ¬νεοκλασικοῦ, ἐνῶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, καθὼς ἔπεφτε ἀργά, βαρύθυμα, νωχελικά, πίσω ἀπ’ τὴν κυματιστὴ γραμμὴ τοῦ βουνοῦ, ἀντανακλοῦσε στὴν κρυστάλλινη καράφα τοῦ νεροῦ μιὰ κάθετη λαμπυρίζουσα ράβδο κόβοντας ἐγκάρσια τὴν κόρη τοῦ ματιοῦ του; Μᾶλλον ρεμβασμό, μιὰ ἀπόδραση τῆς μνήμης σ’ ἕνα παρελθὸν ἀρκετὰ μακρινὸ γιὰ νὰ σβήσει τὶς λεπτομέρειες, ὄχι ὅμως τόσο ὥστε νὰ ἐξατμίζει τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν πυκνὴ βαρύτητα τοῦ αἰσθήματος ποὺ ἔκλειναν. Στὰ χείλη του σχηματίστηκε ἕνα πικρὸ χαμόγελο, καθόλου ὅμως ὀδυνηρὸ καὶ βαρυσήμαντο, ὅπως συμβαίνει συνήθως ὅταν κοιτάει κανεὶς πίσω ἀπὸ τὴν κλειδωνότρουπα μὲ ἄγχος ποὺ γίνεται μερικὲς φορὲς ἀγωνία ἀφόρητη, νὰ ἀποφλοιώσει τὸν ἄλλον ἀπὸ τοὺς μυστικοὺς χιτῶνες ποὺ τὸν προστατεύουν τὶς ὧρες τῆς μοναξιᾶς, μὲ σκοπὸ νὰ γίνει συνεταῖρος ὄχι τῆς εὐτυχίας του ἀλλὰ τοῦ παραδαρμοῦ του, γιατὶ τότε μόνο, στὸν διπλὸ αὐτὸν ἀντικατοπτρισμό, ἀνυψώνεται ἀπομυζώντας σὰν βδέλλα τὸ εἶναι τοῦ ἄλλου. Ὅμως τὸ χαμόγελό του ἔμοιαζε περισσότερο μὲ ὑπαινιγμὸ μιᾶς ματαιότητας ποὺ λίμναζε χρόνια μέσα του.
Θυμήθηκε τότε ἕνα νησί. Στὸν θαλάσσιο ὁρίζοντα διαγραφόταν μιὰ κυματιστὴ φωσφορίζουσα γραμμή, μ’ ἕνα περγαντίνι κατάρφανο νὰ πελαγίζει. Ἦταν καταμεσήμερο καὶ ὁ Μάρκος πιτσιλιζόταν ἀπὸ ἕνα φῶς ἀργυρό, κρυμμένος σὲ μιὰ λόχμη ἀπὸ μιμόζες καὶ ἀκακίες, ὅταν εἶδε μιὰ σαύρα ἀκροβολισμένη πάνω στὴν καυτὴ πέτρα, ἀποσβολω¬μένη ἀπὸ τὸ καλοκαιριάτικο καμίνι. Ἔμοιαζε μὲ μιὰ ἀμήχανη ψυχή, χωρὶς συνείδηση, παρατημένη στὸ ἀποκάρωμά της. Ἔνιωσε τότε γιὰ πρώτη φορά (σὰν ἕνα καυτὸ βέλος ποὺ μᾶς τρυπάει ξαφνικὰ μιὰ γιὰ πάντα) πὼς σταμάτησε ὁ τροχὸς τῆς ζωῆς καὶ πὼς ὅλα παγώνουν.
Je vivrai donc toujours puissant et solitaire; Ὁ ποιητὴς ἦταν πίσω του, ὠτακουστὴς καὶ ὑποβολέας μαζί, δίνοντας στὴ συνείδησή του ἐκείνη τὴ στιγμή, ἀπὸ ἕνα τυχαῖο καὶ ἀσήμαντο γεγονός, ὅπως ὁ ὕπνος τῆς σαύρας κάτω ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ, τὴ βαθύτερη ἀλήθεια της. Θὰ πορευόταν στὸ ἑξῆς μόνος καὶ δυνατός, δίνοντας στὸν θάνατο τὴν ἀξιοπρέπειά του. Λίγες μέρες πρὶν ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἔλλαμψη τῆς Θείας Χάριτος –μιὰ Θεία Χάρις ἀπὸ τὴν ἀνάποδη φυσικά–, ποὺ τὸν ἔταξε ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του θεματοφύλακα τῶν γνωστικῶν ἀξιῶν καὶ ἀνύψωσε τὸν Καρποκράτη σὲ ἀπαράμιλλο ἥρωά του (:«Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ διαπράξει ὅλα τὰ δυνατὰ αἴσχη προκειμένου νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν ἀγγέλων, τῶν κυρίων τοῦ κόσμου. Γιὰ νὰ γνωρίσεις, πρέπει νὰ γνωρίσεις τὸ κακό. Στὴν πρακτικὴ τοῦ κακοῦ ταπεινώνεται τὸ σῶμα, ποὺ πρέπει νὰ καταστραφεῖ ὁριστικά. Ἡ ὕπαρξη εἶναι ἕνα κακό. Ὅσο περισσότερο ἀπελπισμένοι νιώθουμε τόσο περισσότερη δύναμη αἰσθανόμαστε νὰ ἀποκτοῦμε, καὶ μιὰ ἐπιθυμία γιὰ ἐκδίκηση»), γνώρισε τὴ Χριστίνα, ἕνα κορίτσι γύρω στὰ δεκάξι, σμιλεμένο ἀπὸ τὰ πιὸ ἐπιδέξια χέρια, ποὺ ἦρθε ξαφνικὰ μέσα σ’ ἕνα σύννεφο ἀπὸ ἀσήμι καὶ ἀμέθυστο. Φοροῦσε ἕνα ζέρσεϊ μπλουζάκι μὲ μαῦρες ρίγες, πλι¬σὲ φούστα καὶ λευκὰ ἀθλητικὰ παπούτσια.
῎Α, οἱ πνιγηροὶ καλοκαιριάτικοι πόθοι, ψιθύρισε μέσα του, μποστάνια μὲ καρπούζια ποὺ τρίζουν, τὰ φύλλα τῶν καλαμποκιῶν στέλνουν μιὰ ἀνεξίτηλη ὑγρα¬σία στὰ ρουθούνια, σύννεφα ἀπὸ ἀστρακὰν ταξιδεύουν πάνω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ ἐφήβου, ἄ, ἀγάπη καὶ ἔρωτας ποὺ σέρνονται μπροστὰ καὶ ὀπισθοβατοῦν μαζὶ μὲ τὸν καρκίνο, τὴ σαλαμάνδρα καὶ τὴν ἀστραφτερὴ σὰν ἀπὸ ἀτσάλι γυμνὴ ράχη τοῦ μπάμπουρα, θάλασσα ἀδαμιαία, οὔτε κὰν τρεμίζει, μυστήρια καὶ μυστικὰ ἀναμοχλεύει τὸ φύκι κάτω ἀπὸ τὸ πέλμα, θωπεία σὰν ἀνατρίχιασμα καὶ ἔρωτας ποὺ στομώνει τὶς κυψέλες ἀνάσκελα στὸ τριζάτο χαλίκι, κοιτώντας τσαμπιὰ τ’ ἀστέρια νὰ ἰριδίζουν, μόνος στὸν κόσμο, κάτω ἀπὸ τὸ γαλακτερὸ φεγγαρόφωτο· τότε ἦρθε ἡ Χριστίνα νὰ τὸν ἀγγίξει, τὰ δάχτυλά τους πλέχτηκαν ὅπως ὁ γύφτος πλέκει τὸ καλαθοκόφινο, μὲ μιὰ γλυκιὰ ἀπελπισία, τὰ ρόδινα χείλη της διασταυρώθηκαν μὲ τὴ λαιμαργία τῆς γλώσσας του, σὲ ἕνα ἀβυσσαλέο σμίξιμο τῶν αἰσθήσεων, σὲ μιὰ ἀπερίγραπτη περιδίνηση, σὰν τὴ φυγόκεντρη δύναμη ποὺ στέλνει τὶς μοτοσικλέτες στὰ χείλη τοῦ βαρελιοῦ καὶ πολλὲς φορὲς τὶς ἐξακοντίζει πέρα ἀπ’ αὐτὰ γιὰ νὰ σκάσουν οἱ ἀναβάτες, ὅπως τὰ χταπόδια, στὴ σκληρὴ μεταλλικὴ πρόσοψη τῆς πολυκατοικίας, ὅπου τὰ μέλη ἀποσυνδέονται καὶ μάζες ἀπὸ αὐτονομημένες σάρκες λιώνουν μέσα σ’ ἕναν ἀνατριχιαστικὸ κρότο, κάπως ἔτσι μποροῦσε νὰ ἀποδοθεῖ ἡ ἀκαριαία ἐρωτικὴ ἀνάφλεξη τοῦ Μάρκου μὲ τὴ Χριστίνα, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ θεία ἐπίνευση τοῦ κακοῦ, πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση τῶν ἀγγέλων καὶ τὴν ἀνθρωπόμορφη ἐνσάρκωσή τους, ὅταν ὁ Μάρκος, ξαπλωμένος ἀνάσκελα στὸ κρεβάτι μὲ τοὺς σκληροὺς σομιέδες, ἀνακαλοῦσε στὴ μνήμη τὸ παρελθόν του, τὴ Χριστίνα ποὺ ἀργότερα καταρρακώθηκε ἀπὸ ἕναν καλπάζοντα καρκίνο τῶν ὀστῶν καὶ κυρίως τὴ στυγνὴ δολοφονία τῆς Μαρίας, ποὺ τώρα κοιμᾶται τὸν ἀνεξύπνητο ὕπνο στὸ δέλτα τοῦ Ἀώου, μέσα στὴν παχιὰ ἰλύ, μαζὶ μὲ τὰ φύλλα τῶν πλατάνων ποὺ σήπονται χωρὶς ἔλεος, ἐνῶ τὰ γατόψαρα κλωθογυρίζουν ἀνόητα, ἄσκοπα, ἀφηρημένα, ἀναπαράγοντας τὴν ἀτελεύτητη διεργασία τοῦ θανάτου.
Τὴν ἄλλη μέρα ἡ γνωμάτευση τοῦ ἰατροδικαστῆ ἦταν σαφής: «Εὑρέθησαν αἱμορραγικὲς διηθήσεις στὸν ὑποδόριο ἱστὸ καὶ στοὺς μῦς (μυῶδες πλάτυσμα, στερνοκλειδομαστοειδή, σκαληνούς). Ἐπίσης κατάγματα τῶν χόνδρων τοῦ λάρυγγα καὶ κυρίως τοῦ ὑοειδοῦς ὀστοῦ. Κατάγματα εἰδικότερα τοῦ θυρεοειδοῦς καὶ τῶν κρικοειδῶν χόνδρων καθὼς καὶ τῶν κεράτων τοῦ ὑοειδοῦς ὀστοῦ. Στὰ σπλάχνα παρατηρήθηκε ἔκδηλη συμφόρηση, ἰδιαίτερα τῶν πνευμόνων, τοῦ ἥπατος καὶ τῶν νεφρῶν, καθὼς καὶ στικτὲς αἱμορρραγικὲς κηλίδες κατὰ τὸν ὑπεζωκότα καὶ τὸ περικάρδιο».
......................
Ο ΗΡΩΑΣ του Γιώργου Αριστηνού, ευπατρίδης, διανοούμενος, αλκοολικός από πεποίθηση και όχι από έξη, εστέτ και μισάνθρωπος, αλλά συνάμα και τρυφερός ως την αυτοανάλωση, σκοτώνει τέσσερις γυναίκες είτε επειδή τραυματίζουν την αισθητική του είτε επειδή προσβάλλουν τον ναρκισσισμό του.
Ας μην αναζητήσουμε ωστόσο στον Δολοφόνο μια αναπαράσταση αληθοφανών πράξεων ή τη διερεύνηση των κινήτρων τους· πρόκειται για συνειδητή παρωδία του μυθιστορηματικού είδους.
Ο Αριστηνός βάζει τον ήρωά του να διαρρηγνύει τον έναν μετά τον άλλον όλους τους δεσμούς με τους γύρω του. Καθηλωμένος στη μεταφυσική του μοναξιά, ρημαγμένος από την αίσθηση μιας βαθιάς οντολογικής προσβολής, ο κεντρικός χαρακτήρας περιπλανιέται σε έναν υπαρξιακό λαβύρινθο, από τον οποίο κανένας και τίποτα δεν είναι σε θέση να τον βγάλει. Το κακό, η αυτοκαταστροφή, ο θάνατος, ο πόνος, η αγωνία και οι ενοχές συγκλίνουν στην έννοια της οντολογικής αρρώστιας.
Η γλώσσα του μυθιστορήματος, μέσα από τους μαιάνδρους της, με ένα μπαρόκ λεξιλόγιο και πλήθος αναφορών στη λογοτεχνία, καλείται να αποτυπώσει την παλίρροια των συναισθημάτων μίσους, τις διαρκείς ταλαντεύσεις ανάμεσα στη θλίψη και τη μανιακή ευφορία, τις αβυσσαλέες όψεις της ψυχής ενός χαρακτήρα που θύει στην καθαρή σπατάλη της ζωής του.
«Εύγλωττη ήταν και παραμένει η πεποίθηση για τον ρόλο της λογοτεχνικής γλώσσας, η οποία με τον μηχανισμό της εξιδανίκευσης ωραΐζει το δυσοίωνο νόημα της ζωής. Εξάλλου τόσο από τον Δολοφόνο όσο και από το σύνολο του συγγραφικού μου έργου συνάγεται πόσο απορφανισμένο είναι αυτό από θετική αξία. Μπορώ μάλιστα να ορκιστώ χωρίς καμιά αμφιταλάντευση στην κακή πίστη του ανθρώπου. Περαιτέρω βέβαια και στη δολοφονική του φύση που, όσο κι αν προσχώνεται από τους κοινωνικούς θεσμούς και τις σωτηριολογικές θεωρίες, άλλο τόσο βρίσκει την ευκαιρία να προβάλλει το ευαγές έργο της. [...] Ο πρωταγωνιστής του Δολοφόνου δεν σκοτώνει από υπεροπτική αλαζονεία, μνησικακία, φθόνο ή υπερβολικό συναίσθημα, αλλά από σνομπισμό, δηλαδή από απεγνωσμένο, άχρηστο πάθος.»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου