_HANGOVER
του Γιάννη Βοζίκη *
.
Το κεφάλι του τον πονούσε απίστευτα. Ένας βαρύς πόνος πάνω από τα
μάτια. Το στομάχι του το ένιωθε σαν άδεια χαρτοσακούλα που κάποιος είχε
τσαλακώσει και την είχε πετάξει στο βρεγμένο δρόμο, δίπλα στο κουφάρι
μιας γάτας που είχε χάσει την έβδομη ζωή της από τις ρόδες κάποιου
αυτοκινήτου. Ή μάλλον και τις εφτά ζωές μαζί.
Ανακάθισε κάπως στο κρεβάτι του προσπαθώντας να συγκεντρωθεί στον
χρόνο και τον τόπο του παρόντος, αλλά αυτό αποδείχτηκε δύσκολο. Ο αέρας
μύριζε από το αλκοόλ που έφτυσαν οι πόροι του σώματος του. Σαν να τον
τσίμπησε μύγα, πετάχτηκε κι έτρεξε στο μπάνιο. Αν ανέβαινες εκείνη την
ώρα από την σκάλα, θα τον άκουγες να ξερνάει και να σκούζει σαν γουρούνι
που πάνε για σφαγή, λες κι έβγαζε από μέσα του μαζί με τα εναπομείναντα
σωματικά του υγρά κι όλο τον πόνο του σώματος και της ψυχής του.
Όταν ηρέμησε κάπως κι επέστρεψε στο κρεβάτι, πιο ελαφρύς τώρα αλλά
και πιο κουρασμένος, κατάλαβε από τον θόρυβο που ακουγόταν έξω από τη
λερωμένη του μπαλκονόπορτα, πως πρέπει να ήταν ήδη μεσημέρι, η ώρα που
όλοι γύριζαν από τη δουλειά, για να βρουν ένα ζεστό πιάτο φαί να τους
περιμένει, αχνιστό και όμορφο, να το κατασπαράξουν κι ύστερα να τους
οδηγήσει στον ύπνο, για να σηκωθούν ξανά, πιο ξεκούραστοι και πιο
απελπισμένοι για την απογευματινή βάρδια.
Αποφάσισε πως δεν θα τα κατάφερνε να ξανακοιμηθεί και σηκώθηκε ξανά,
πήγε στην κουζίνα, βρήκε τις ζεστές μπίρες που κρατούσε για τέτοιες
περιπτώσεις κάτω από το τραπέζι, άνοιξε μία και κατέβασε τρεις,
τέσσερις, πέντε μεγάλες γουλιές. Αμέσως ένιωσε καλύτερα.
Με την συνείδηση της ύπαρξης του όμως πιο καθαρή, ήρθαν και τα πρώτα
ερωτήματα. Αλήθεια, τι να είχε συμβεί χθες, κι επίσης πως στο διάολο
είχε καταφέρει να γυρίσει σπίτι;
Όσο πίεζε όμως τον εαυτό του να θυμηθεί, τόσο πιο δύσκολο του
φαινόταν να προσδιορίσει τα γεγονότα της χθεσινής νύχτας. Επανέφερε στο
μυαλό του τις αφηγήσεις των φίλων του, τα προηγούμενα πρωινά, που του
περιέγραφαν τα νυχτερινά κατορθώματα του, όταν το αλκοόλ- όπως καλή ώρα
σήμερα- τα είχε σβήσει από τη μνήμη του. Πάντα τον ξυπνούσε ο στριγκός
ήχος του τηλεφώνου κι άκουγε έκπληκτος τα γεγονότα, χωρίς να πιστέψει
πως ήταν ο ίδιος που έκανε κι έλεγε όσα του αφηγούνταν. Σήμερα όμως
τίποτα. Είχε πάει ήδη μεσημέρι και το τηλέφωνο έμενε σιωπηλό, σαν
νεκρό.
Σήκωσε το ακουστικό για να βεβαιωθεί πως το τηλέφωνο λειτουργούσε. Το
μακρόσυρτο ΜΠΙΙΙΙΠ, τον διαβεβαίωσε πως δεν ήταν χαλασμένο. Το έκλεισε
και περίμενε. Τίποτα όμως, μια βαριά και δυσάρεστη σιωπή. Πάντα πίστευε
πως θα ήταν καλύτερα αν δεν έπαιρναν όλοι αυτοί να τον κατσαδιάζουν και
να του λένε χίλιες δυο ιστορίες για το πώς γελοιοποιούσε τον εαυτό του,
ξερνώντας μέσα στον κόσμο ή πως πιανόταν στα χέρια με άσχετους
περαστικούς ή πως την έπεφτε σε γκόμενες που γελούσαν μαζί του, αλλά
σήμερα, σήμερα καταλάβαινε πως το να μην ξέρεις ήταν χειρότερο.
Ξανασήκωσε το ακουστικό. Πάλι τα ίδια, το μακρόσυρτο κι εκνευριστικό
ΜΠΙΙΙΙΠ. Άρχισε να κόβει βόλτες πάνω κάτω στο δωμάτιο, πάνω κάτω στο
σπίτι, πήρε και δεύτερη μπίρα, την ήπιε γρήγορα, πέταξε το μπουκάλι στον
τοίχο κι εκείνο έγινε χίλια κομμάτια. Ένιωθε το σώμα του να τρέμει από
τα νεύρα, το μυαλό του ακροπατούσε ξανά στην προηγούμενη του θολούρα, το
στομάχι του τον ενοχλούσε ξανά. Ίσως να είχε κάνει κάτι πολύ άσχημο
αυτή την φορά και κανείς δεν ήθελε να του το πει, ή ακόμη χειρότερα
κανείς δεν ήθελε πια να του μιλάει γενικά, αλλά στο διάολο, τι να είχε
κάνει;
Πάτησε τους αριθμούς βιαστικά, έκανε λάθος, έβρισε με όλη του τη λύσσα και ξαναπροσπάθησε. Καλούσε.
«Ναι;»
«Αριάδνη; Καλημέρα»
Περίμενε λίγο αλλά η Αριάδνη δεν είπε τίποτα.
«Ο Αργύρης είμαι»
Ξανά σιωπή.
«Να, ξέρεις τι; Δεν θυμάμαι τίποτα από χθες το βράδυ. Τι συνέβη;»
«Τίποτα δεν συνέβη»
«Αριάδνη δεν θυμάμαι τίποτα από χθες το βράδυ, δεν θυμάμαι απολύτως ΤΙΠΟΤΑ, δεν θυμάμαι τι συνέβη»
«Σου είπα, τίποτα δεν συνέβη. Κοίτα, πρέπει να κλείσω, πρέπει να φύγω κι έχω αργήσει, γεια»
Το τηλέφωνο έκλεισε απότομα αφήνοντας τον Αργύρη πιο μπερδεμένο.
Γιατί δεν του έλεγαν τι είχε γίνει; Ό, τι και να ήταν, απέμεναν λίγα
πράγματα που να ήταν χειρότερα απ’ όσα είχε ήδη κάνει.
Πάνω στον παραλογισμό του άνοιξε την τηλεόραση, που εκείνη την ώρα
είχε τις μεσημεριανές ειδήσεις, περιμένοντας να ακούσει κάπου το όνομα
του, κάπου να δει την φωτογραφία του και τον υπέρτιτλο να γράφει για
κάποιο τρομερό έγκλημα που μέσα στο μεθύσι του την είχε διαγράψει
τελείως από την μνήμη του. Τα ρεπορτάζ περνούσαν με τους ανασχηματισμούς
της κυβέρνησης, τη μείωση των συντάξεων, τα «λουκέτα» στα καταστήματα,
το μεγαλύτερο τυρόψωμο του κόσμου που φτιάξανε στη Βραζιλία, αλλά το
όνομα του πουθενά, κανένα νέο για το προηγούμενο βράδυ, καμιά στυγερή
δολοφονία, κανένας βιασμός ανηλίκου.
Με την μισή του προσοχή στραμμένη στην τηλεόραση, ξανασήκωσε το ακουστικό.
«Νίκο, ο Αργύρης είμαι. Τι συνέβη χθες το βράδυ;»
«Τίποτα δεν συνέβη»
«Γιατί δε μου λες τι συνέβη; Γιατί κανείς δε μου λέει τι συνέβη;»
«Αργύρη κοίτα, τίποτα δεν έγινε χθες το βράδυ, δεν έχω να σου πω τίποτα»
Ο Αργύρης έκλεισε το τηλέφωνο. Ένιωθε την απελπισία να κυλάει στο
αίμα του. Οι ειδήσεις είχαν τελειώσει. Το όνομα του δεν είχε αναφερθεί
πουθενά. Έπιασε τα μαλλιά του κι άρχισε να τα τραβάει, κλαίγοντας
ταυτόχρονα, νιώθοντας τα νεύρα του τεντωμένα, σαν λεπτά και ξεφτισμένα
σκοινιά που κρατάνε τα πανιά ενός πλοίου μέσα στην καταιγίδα, έτοιμα να
σκιστούν και να κουλουριαστούν μίζερα σε μια γωνιά.
Έτρεξε στην πόρτα, βγήκε στο διάδρομο της πολυκατοικίας που μύριζε
παρατηγανισμένο λάδι και σκόρδο, και προσπαθώντας να αποτρέψει την
επιθυμία του κορμιού του να ξεράσει ξανά, χτύπησε το κουδούνι του
διπλανού διαμερίσματος.
«Ναι;», ακούστηκε η φωνή της γριάς από μέσα.
«Κυρία Πελαγία, ο Αργύρης είμαι»
Η πόρτα άνοιξε διστακτικά και φάνηκε το ρυτιδιασμένο πρόσωπο της
κυρίας Πελαγίας. Τον κοίταξε για λίγο, αλλά η πόρτα δεν άνοιξε
περισσότερο, αν και τον ήξερε τον Αργύρη, τόσα χρόνια στον ίδιο όροφο,
τους χώριζε ένας τοίχος. Ίσως πάλι ακριβώς αυτός να ήταν και ο λόγος.
«Ω, καλημέρα»
«Καλημέρα. Ακούστε, μήπως ξέρετε τι συνέβη χθες το βράδυ;»
«Τι συνέβη; Έγινε κάτι; Στην πολυκατοικία; Δεν ξέρω, δεν άκουσα τίποτα»
«Όχι, όχι… Θέλω να πω, χθες το βράδυ που γύρισα, μήπως ακούσατε κάτι, μήπως είδατε κάτι;»
«Όχι, δεν ξέρω… σαν τι να δω δηλαδή; Δεν ξέρω…»
Η φωνή της ακουγόταν απορημένη και τρομαγμένη.
Ο Αργύρης κατάλαβε πως ήταν αδύνατο να ξέρει κάτι, από πού κι ως που
δηλαδή, ότι και να είχε συμβεί λογικά θα είχε συμβεί στο δρόμο, αλλιώς
θα έπρεπε να υπήρχαν στοιχεία εδώ, στο διάδρομο, στο σπίτι του.
Έμοιαζε πια εντελώς χαμένος. Τα μάτια του με τους μαύρους κύκλους και
την ανησυχητική, και πλέον μόνιμη, κοκκινάδα τους, ήταν γουρλωμένα και
τρομακτικά ακόμα και για τον ίδιο, αν τολμούσε να κοιτάξει τον εαυτό του
στον καθρέφτη.
Έτρεξε ξανά στο σπίτι κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Έψαξε κάτω από
το κρεβάτι, πίσω από τις πόρτες, μπήκε στο μπάνιο και τράβηξε την
κουρτίνα της μπανιέρας, ψάχνοντας κι αυτός δεν ήξερε τι, ίσως κάποιο
πτώμα τυλιγμένο σ’ ένα σεντόνι ή –ακόμη χειρότερα- γυμνό και πεταμένο σε
μιαν άκρη μέσα στα αίματα. Τίποτα όμως. Ήταν μόνος στο σπίτι.
Όσο περνούσε η ώρα, τόσο περισσότερο απελπιζόταν. Αν είχε τουλάχιστον
κάποιο στοιχείο, από κάπου να ξεκινήσει, αλλά η μνήμη του σταματούσε
την στιγμή που έβγαινε από το σπίτι, ήδη μεθυσμένος, και ξεκινούσε για
να βρει τους υπόλοιπους.
Ένιωθε να πνίγεται, λες κι ο αέρας είχε τελειώσει, δυσκολευόταν στην
αναπνοή, το κεφάλι του άρχισε να μυρμηγκιάζει. Το τηλέφωνο χτύπησε μ’
έναν λυτρωτικό ήχο και στη βιασύνη του να το σηκώσει, σκόνταψε πάνω στο
τραπέζι κι έριξε το βάζο και κουτσαίνοντας τώρα, σήκωσε το ακουστικό.
«Ναι;»
«Αργύρη, ο Νίκος είμαι. Άκου, είμαι φίλος σου τόσα χρόνια. Αργύρη
πρέπει να σταματήσεις το ποτό. Σε καταστρέφει ρε μαλάκα, δεν το
καταλαβαίνεις;»
«Νίκο τι έγινε χθες το βράδυ;»
«Τίποτα δεν έγινε! Άκουσε με, πρέπει να σταματήσεις το ποτό!»
«Νίκο, πες μου, τι έγινε χθες το βράδυ; Πες μου Νίκο»
«Κοίτα Αργύρη, πρέπει να φύγω»
«Όχι Νίκο, πες μου! Πες μου γαμώ τη μάνα σου, πες μου!»
Ο Νίκος αναστέναξε κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Στο ντουλάπι, δίπλα από το ψυγείο, υπήρχε ένα μπουκάλι τζιν. Ο
Αργύρης, έφτασε μέχρι εκεί τρεκλίζοντας, το άνοιξε και ήπιε το μισό
μονορούφι. Όταν το τελείωσε, έτσι που έμεινε μόνο το άχαρο γυαλί με την
ακόμη πιο άχαρη ετικέτα, το αλκοόλ που είχε μπερδευτεί πια με την
απελπισία, έκανε τις κινήσεις του να μοιάζουν πια με τις κινήσεις ενός
τρελού. Οι σκέψεις διαδέχονταν η μια την άλλη στο μυαλό του με ιλιγγιώδη
ταχύτητα και μπλέκονταν μεταξύ τους κι έμοιαζαν τώρα με πλαδαρούς κι
άσχημους γέρους που είχαν μπερδέψει τα χέρια, τα πόδια και τα πέη τους
σ’ ένα αηδιαστικό όργιο.
Γιατί ήταν τόσο δύσκολο να του πει κάποιος τι είχε συμβεί, γιατί να
μην περνάει περισσότερο φως μέσα από τα παντζούρια του, πως καταφέρνουν
και αντέχουν τόση ασχήμια οι άνθρωποι και περπατάνε στο δρόμο νηφάλιοι,
γιατί κανείς δεν του λέει τι είχε συμβεί, τι έπρεπε να κάνει τώρα,
έπρεπε να μάθει, αλλά πως, γιατί είχαν τελειώσει τα τσιγάρα τώρα που τα
χρειαζόταν, η μαλακισμένη η γριά ήξερε τι είχε συμβεί, ναι σίγουρα ήξερε
τι είχε συμβεί, ήξερε και δεν του έλεγε, γιατί δεν του έλεγε, έπρεπε να
κάνει κάτι γι’ αυτό, έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό, έπρεπε να κάνει
κάτι γι’ αυτό, ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΤΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟ.
Έσπασε το μπουκάλι στον τοίχο κρατώντας το από το λαιμό και βγήκε ξανά στο διάδρομο με την παλάμη του μέσα στα αίματα.
«Ναι;», ακούστηκε ξανά η φωνή της γριάς.
«Ο Αργύρης είμαι, άνοιξε!»
«Αργύρη, φύγε, δεν μπορώ τώρα, φύγε»
«Άνοιξε γαμώ το σπίτι σου κωλόγρια, άνοιξε!
Η κυρία Πελαγία, ίσως από λύπηση ακούγοντας τον έτσι απελπισμένο ή
ίσως πάλι από βλακεία, άνοιξε την πόρτα ίσα- ίσα έτσι που να φαίνεται
μόνο το μισό της πρόσωπο.
«Τι έγινε Αργ…;», πήγε να πει αλλά πριν προλάβει να τελειώσει την
φράση της, ο Αργύρης έσπρωξε με δύναμη την πόρτα, έτσι που έριξε τη γριά
στο πάτωμα.
«Αργύρη, τι συμβαίνει; Βοήθεια!»
Ο Αργύρης κατέβασε το σπασμένο μπουκάλι μια, δυο, τρεις φορές πάνω
στην ξαπλωμένη γριά και την έκοψε στο πρόσωπο, ακριβώς στο δεξί της μάτι
που τον κοιτούσε από τη μισάνοιχτη πόρτα, και την έκοψε στο στομάχι και
την έκοψε πάνω από το γόνατο και τα αίματα άρχισαν να τρέχουν πάνω στον
μουσαμά και ήταν τόσο το αίμα που του έβρεξε τα παπούτσια κι άρχισε να
βγαίνει στο διάδρομο κι όσο ο Αργύρης συνέχιζε τα κοψίματα, εκείνο
γέμισε και το διάδρομο κι άρχισε να τρέχει στον κάτω όροφο και να
μπερδεύεται η μυρωδιά του με το παρατηγανισμένο λάδι και το σκόρδο.
Όταν κουράστηκε πια, σταμάτησε κι έμεινε λαχανιασμένος πάνω από αυτό
που κάποτε ήταν η κυρία Πελαγία, η άσχημη γριά, που πάντα κοιτούσε από
το ματάκι της πόρτας όταν εκείνος γύριζε μεθυσμένος τα βράδια στο σπίτι,
μόνο και μόνο για να τον κατηγορεί το πρωί στις φίλες της, τις άλλες
άσχημες γριές που μαζεύονταν στο θλιβερό, μικρό της διαμέρισμα, το
γεμάτο από τα άσπρα κεντημένα προσεκτικά σεμεδάκια και τη μυρωδιά από
την άθλια μαγειρική της.
Κι ο Αργύρης γύρισε στο σπίτι και γέμισε ματωμένες πατημασιές τα
πλακάκια, έχοντας κάνει για πρώτη φορά κάτι στη ζωή του. Δεν είχε μάθει
τι συνέβη το προηγούμενο βραδύ, αλλά- μα την αλήθεια- ένιωθε πολύ
καλύτερα. Πολύ, πολύ καλύτερα.
.
Ο Γιάννης Βοζίκης έχει γεννηθεί στη Δράμα το
1990. Σπούδασε μερικά χρόνια στο τμήμα κινηματογράφου της Σχολής καλών
Τεχνών του ΑΠΘ, αλλά τα παράτησε, αποφασίζοντας να γυρίσει και να ζήσει
στο χωριό του. Γράφει από τα εφηβικά του χρόνια και διατηρεί ένα
ιστολόγιο (www.fuckinggently.blogspot.com) όπου μοιράζεται ελεύθερα τα κείμενα του.
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω