http://www.onestory.gr/post/19254396909
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
_ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
της Αντιγόνης Τσίγκου *
.
Ήταν από εκείνες τις μέρες που δεν το είχε πεθυμήσει να βγει αλλά
έπρεπε να πάει από το σπίτι του Βασίλη για να τον δει. Έμενε στο νέο
διαμέρισμά του στο τέλος της Κωλέτη στα Εξάρχεια. Αυτή θα ήταν η
τελευταία φορά που θα πήγαινε και το είχε υποσχεθεί στον εαυτό της, ότι
θα φαίνεται άνετη και αποφασισμένη, ότι όλα θα τελείωναν. Ακόμα και όταν
της ζήτησε να βρεθούν με βραχνιασμένη φωνή και άφησε ένα βήχα να του
ξεφύγει, δήθεν ότι είναι μη αναστρέψιμη η γρίπη που τον ταλαιπωρούσε
σήμερα, δεν ένιωσε καμία τύψη. Δεν θα του άφηνε περιθώρια να ξαναμπεί
στη ζωή της. Δύο φορές ήταν αρκετές.
Από τη Μάρνης είχε κλείσει τις ασφάλειες του αυτοκινήτου της και είχε
περάσει και το ένα χερούλι της τσάντας στο λεβιέ των ταχυτήτων. Αν της
έσπαγαν το τζάμι;
Το άσπρο πια κτίριο στην πλατεία το ζήλευε πάντα. Έχει τέλεια παράθυρα. Και πριν την αναστήλωση το ζήλευε. Ποιος θα έμενε εκεί;
Στο φανάρι με τη Λιοσίων έστριψε για να πάρει τη Χαλκοκονδύλη. Είχε
και άλλο φανάρι. Απέναντι στη γωνία ήταν το μαγαζί με τα εποχικά.
Κανονικά τώρα έπρεπε να είχε βάλει τα χριστουγεννιάτικα αλλά παρέμενε
αφώτιστο. Ξανακοίταξε το λαμπάκι για τις πόρτες. Φώτιζε κόκκινο. Στο
πράσινο συνέχισε αλλά την έπιασε το επόμενο στη Τρίτη Σεπτεμβρίου. Θα
την έπιανε και το άλλο τώρα στη Πατησίων. Θα πέρναγε όμως μπροστά από το
μαγαζί με τα μέλια και τους βασιλικού πολτούς. Το χάζευε κάθε φορά.
Τώρα αναρωτιόταν πως και μένει ανοιχτό τόσο αργά ή και γενικά.
Με το που μπήκε στην Ακαδημίας σκεφτόταν που θα πάρκαρε. Μακάρι στη
Μαυρομιχάλη να έβρισκε, αν όχι θα το ‘χωνε στο γνωστό υπαίθριο πάρκινγκ.
Καλός άνθρωπος ο διαχειριστής του πάρκινγκ. Ήταν κέντρο απόκεντρο και
με καλή τιμή. Δεν ήταν μέρες για κλίσεις αυτές. Άντε τώρα να βρει που
ήταν η Κωλέτη. Ρώτησε το παρκαδόρο. Κατάλαβε περίπου και ξεκίνησε
κατεβαίνοντας τη Σόλωνος. Της άρεσε αυτή η περιοχή. Είχε μετακομίσει και
το Food Company εδώ. Είχαν έρθει με το Βασίλη όταν έψαχνε για σπίτι
αλλά ήταν μεσημέρι και καλοκαίρι. Τώρα στις έντεκα το βράδυ, μήνα
Νοέμβρη, είχε κρύο. Ανέβασε τα πέτα από το παλτό της και έδεσε σφιχτά τη
ζώνη. Κράτησε τα χερούλια της τσάντας της γερά.
Στη Χαριλάου Τρικούπη έστριψε. Το κρύο ήταν δροσερό δεν την ενοχλούσε
αλλά τα πλακάκια για τους τυφλούς την ενοχλούσαν με τα τακούνια. Δεν
μπορούσε να πατήσει σταθερά. Να ήταν και τα πεζοδρόμια κανονικά να το
καταλάβαινε το πλακάκι των τεραστίων διαστάσεων στη μέση, αλλά δεν
υπήρχε άλλη λύση; Θυμήθηκε την Έλενα που της είχε πει ότι το Λονδίνο το
περπατάς άνετα ακόμα και με τακούνια δωδεκάποντα ενώ την Αθήνα ούτε με
σπορτέξ. Δεν γέλασε όπως τότε.
Με το που έστριψε στη Ναυαρίνου είδε κίνηση αθρώπων μπροστά της και
στο πάρκο είδε ακόμα περισσότερους. Ένιωσε η μόνη ξενέρωτα ντυμένη από
όλους αυτούς που ήταν μαζεμένοι και κάθονταν στα παγκάκια και στις
κούνιες του πάρκου, με φωτιές αναμμένες σε βαρέλια. Δεν είχαν χρώματα
στα ρούχα και το ζαχαρί παλτό ήταν σαν την άσπρη μύγα μέσ’ στο μαύρο
γάλα. Τι τους ένωνε; Γιατί ήταν εκεί; Βρήκε την απάντηση στη ταμπέλα της
Ζωοδόχου Πηγής. Απλά βρίσκονταν και συζητούσαν και κάθονταν και άκουγαν
μουσική από το ανοιχτό μπαρ στη γωνία. Κατά κάποιο τρόπο δεν την
ενόχλησε τίποτα και για κάποιον ανεξήγητο λόγο έβγαλε το χέρι από το
χερούλι της τσάντας και το έβαλε στη τσέπη του παλτού. Έστριψε στη Μάνης
και μετά πάλι αριστερά στη Μεσολογγίου και τώρα πια δεν ήξερε που
πήγαινε. Κάπου εδώ ήταν η Κωλέτη και δεν ήθελε να τον πάρει τηλέφωνο. Θα
νόμιζε ότι θα ήθελε να ακούσει τη φωνή του και δεν ήθελε να νομίζει.
Έστριψε στο πρώτο πεζόδρομο που βρήκε μπροστά της και εκεί ήταν τόσοι
μαζεμένοι. Αυτή η μυρωδιά όμως ήταν ο άλλος λόγος που ίσως μαζεύονταν
εδώ. Άλλη φορά θα την ενοχλούσε, θα ήθελε να ξεράσει αλλά μετά και το
κόψιμο του τσιγάρου όλα είχαν αλλάξει. Το στομάχι της της έλεγε τελείως
διαφορετικά πράγματα. Η όσφρηση όμως. Ξεκάθαρη όπως πάντα. Κανείς τους
δεν ενοχλήθηκε από την εισβολή του ζαχαρί παλτό. Και τώρα περνούσε την
Αλεξάνδρου Γρηγορόπουλου. Σαν να γινόταν ένα μόνιμο μνημόσυνο με όλα
αυτά τα λιβάνια τριγύρω αλλά και σαν όλοι αυτοί οι νέοι από το πάρκο
μέχρι εδώ να προσπαθούσαν αν προφυλάξουν αυτόν εδώ το πεζόδρομο.
Συνέχισε λίγο ακόμα και βρήκε τη Κωλέτη. Θα την κατέβαινε. Της είχε πει στο τέλος, στο πεζόδρομο.
Να και το Food Company. Δεν βρήκε μακριά σπίτι. Τώρα τον ζήλευε πάλι
για την κολοφαρδία του. Αμάν αυτός ο άνθρωπος. Στο κέντρο των γεγονότων.
Λίγο πιο πάνω από την πλατεία.
Στη Θεμιστοκλέους βρήκε μια διχάλα πεζόδρομους και δεν ήξερε ποιον
από τους δύο έπρεπε να ακολουθήσει. Δεν έγραφε πουθενά. Δεν το σκέφτηκε
όμως. Η αριστερή ήταν λιγότερο φασαριόζα. Εκεί ήταν που το είδε. Το
πρόσωπο. Το μόνο πρόσωπο. Δεν είχε φρύδια, ούτε βλέφαρα αλλά ούτε και
κάποια έκφραση. Αποφάσισε ότι ήταν θλιμμένο. Αλλά το βρήκε βεβηλωμένο
από άσχετα γκράφιτι γύρω του. Όχι ότι και αυτό δεν είχε υπερισχύσει πάνω
σε άλλα, αλλά ήταν τόσο παράταιρα και αυτό ξεχώριζε από μέσα τους.
Έμεινε εκεί να το κοιτάζει.
Η πόρτα ήταν παλιάς πολυκατοικίας, αυτής δίπλα στο πρόσωπο. Έψαξε τα
κουδούνια. Ανάθεμα αν δεν είχε βάλει το όνομά του στο κουδούνι. Δεν θα
πήγαινε σε καμιά άλλη πόρτα αν δεν ήταν εδώ. Είδε το όνομά του γραμμένο
με κεφαλαία γράμματα στο ταμπελάκι φωτισμένο όπως και τα άλλα ονόματα.
Θα ανέβαινε, θα έπαιρνε τα πράγματά της και δεν θα του άφηνε περιθώρια.
Χτύπησε το κουδούνι. Η φωνή του ακούστηκε καθαρή να τη ρωτά.
- Ποιος είναι;
- Αίμιλυ.
- Ανέβα.
- Όχι.
- Μα, έκανες τόσο δρόμο …
- Αν έχω αφήσει κάτι, στείλ’ το μου ή και πάλι καλύτερα, πέτα το. Να προσέχεις.
Γύρισε και κατέβηκε το πλατύσκαλο της εξώπορτας. Ο Βασίλης δεν έλεγε
τίποτα αλλά άκουγε ένα βουητό στο ηχείο του θυροτηλέφωνου. Γύρισε και
κοίταξε το πρόσωπο. Του έκλεισε το μάτι και πήρε το δρόμο για το
πάρκινγκ. Είχε αποφασίσει ότι θα ακολουθούσε την ίδια πορεία. Της φάνηκε
πιο οικία αυτή τη φορά.
Το κουμπάκι για τις πόρτες του αυτοκινήτου όμως θα το πάταγε.
.
Η Αντιγόνη Τσίγκου γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει
στον Ασπρόπυργο όπου και εργάζεται. Δεν είχε γράψει λέξη ποτέ μέχρι που
ένας καλός φίλος, την παρότρυνε να κάνει μαθήματα δημιουργικής γραφής.
Από τότε όμως, έχει γράψει μόνο για τους τίτλους θεμάτων που έδιναν στα
σεμινάρια, και ψάχνει να βρει τον δικό της τίτλο.