Γνωρίζω τι είναι ηθικά καλό, γνωρίζω ότι πρέπει να το πράξω, και όμως επιλέγω το κακό - γιατί;
Η
εξήγηση του να μη μπορεί κανείς να πράξει το ηθικά καλό αν και το
γνωρίζει (ακρασία) δηλαδή του οτι η ηθική γνώση δεν διαθετει αυτή καθ'
εαυτήν ισχύ επιβολής απασχολεί ως κεντρικό πρόβλημα την φιλοσοφία ήδη
από την αρχαιότητα. Για τον Σωκράτη, εφόσον κανείς απ' τους ανθρώπους
δεν αμαρτάνει θεληματικά, το πρόβλημα οφείλεται στην απουσία πραγματικής
γνώσης (ουδείς εκών κακός). Ο Πλάτων, διαβλέποντας ότι η Σωκρατική λύση
ήταν αδύνατη ως τέτοια, κατασκεύασε ένα μεταφυσικό οικοδόμημα ("θεωρία
των ιδεών") για να εξηγήσει την ακρασία, περιγράφοντας ταυτόχρονα και
την απαιτούμενη ηθική γνώση ενός ιδιαίτερου τύπου ανθρώπων (Πολιτεία). Ο
Αριστοτέλης τέλος ακολουθεί άλλη οδό εξήγησης αποδεχόμενος τον
καθοριστικό ρόλο των συναισθημάτων και των ανθρωπίνων παθών στην
ψυχολογία της ανθρώπινης πράξης.
Η ψυχή, μας οδηγείται σε αυτή την ηθική κατάσταση όταν γνωρίζει το τι είναι αρετή. Αυτός που γνωρίζει το περιεχόμενο της αρετής, είναι ενάρετος. Αν η ψυχή μας δεν είναι σε αυτή τη κατάσταση, δεν μπορούμε να είμαστε καλοί και σε καμία περίπτωση δεν μπορούνε οι πράξεις μας να είναι καλές. Για το Σωκράτη, οι πράξεις είναι καλές όταν ο χαρακτήρας είναι καλός. Η γνώση λοιπόν είναι αναγκαία για την καλή ηθική κατάσταση του ατόμου καθώς η γνώση αυτή τροποποιεί το χαρακτήρα μας και επιφέρει ηθικό αποτέλεσμα. Ο Σωκράτης επιπλέον κάνει λόγο για διάφορες αρετές και για την αρετή στο σύνολο της που περιλαμβάνει όλες τις άλλες. Κατ' αυτό τον τρόπο ή έχουμε ολόκληρη την αρετή ή δεν την έχουμε καθόλου και ή είμαστε δηλαδή καλοί ή δεν ήμαστε. Κατά το Σωκράτη όλη η αρετή είναι ενιαία και συνοψίζεται στη γνώση του τι είναι τελικά καλό ή κακό.
Ο Σωκράτης διατυπώνει τις απόψεις του σχετικά με τη θεωρία της ακρασίας μέσα από το διάλογο «Πρωταγόρας». Σύμφωνα λοιπόν με τη θεωρία της ακρασίας, ο άνθρωπος αν και γνωρίζει το καλό, πράττει το κακό, γιατί παρασύρεται από τα πάθη του. Ο Σωκράτης δεν δέχεται την ηθική ακρότητα παρά μόνο την ηθική εγκράτεια, απορρίπτοντας με αυτό τον τρόπο τη θεωρία της ακρασίας. Θεωρεί λοιπόν ότι το κακό πηγάζει από την άγνοια ως γνωστικό σφάλμα κακής κρίσης δεν είναι κανείς δηλαδή από τη θέληση του κακός (ουδείς εκών κακός). Το άτομο που παρασύρεται έχει περισσότερες από μια απόψεις για το τι είναι καλό και θεωρεί πως αυτό που επιλέγει να κάνει είναι το καλύτερο γι' αυτό. Αμφιταλαντεύεται δηλαδή μεταξύ δύο απόψεων και οι λόγοι για αυτή την αμφιταλάντευση είναι καθαρά γνωσιολογικοί. Αν λοιπόν ο άνθρωπος είχε πραγματική γνώση ποτέ δεν θα συνέβαινε η ακρασία. Η θεωρία του Σωκράτη δεν αφήνει κανένα περιθώριο για την ακράτεια ως αποτέλεσμα ορμών ή πάθους.
Μέσα από το διάλογο Μένωνα, ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι αρετή είναι η γνώση, με το επιχείρημα ότι πρέπει να θεωρείται κάτι καλό δηλαδή πάντοτε ωφέλιμο και ποτέ βλαβερό για να το επιδιώκουμε. Επιχειρεί να αποδείξει ότι αυτοί που επιλέγουν το κακό, το επιλέγουν από άγνοια θεωρώντας ότι είναι κάτι καλό. Το κακό βλάπτει αυτόν που το επιθυμεί, επομένως δεν μπορεί κάποιος να το επιθυμεί. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι, κανείς άνθρωπος με ορθή αντίληψη δεν είναι δυνατόν να πράττει αντίθετα προς ότι υπάρχει καλύτερο παρά μόνο από άγνοια.
Ο Πλάτωνας είναι πια πεισμένος ότι η ακρασία είναι σαφώς δυνατή, παραδέχεται ότι υπάρχει περίπτωση ό άνθρωπος να παρασυρθεί από τα πάθη υπό την επίδραση του επιθυμητικού μέρους της ψυχής και να οδηγηθεί σε άκρατη συμπεριφορά. Είναι δυνατόν να επιζητούμε μορφές ικανοποίησης οι οποίες να έρχονται σε αντίθεση με τη λογική μας. Μέσα από τη «Πολιτεία» φαίνεται λοιπόν ότι τα πάθη όταν επικρατήσουν στη ψυχή περιορίζουν τη δράση του λογιστικού και έτσι έχουμε το φαινόμενο της ακρασίας. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του Σωκράτη, όπου η επιθυμία για κάτι ήταν απαραίτητα επιθυμία για το καλό, ενώ αν συνέβαινε το αντίθετο σήμαινε ότι τότε δεν είχαμε επίγνωση του ότι ήταν κακό. Επομένως ο άνθρωπος δεν αρκεί μόνο να γνωρίζει ποιο είναι το καλό, αλλά θα πρέπει το λογιστικό να παρέμβει και να περιορίσει τις επιθυμίες του επιθυμητικού. Για τον Πλάτωνα λοιπόν ενάρετος δεν είναι αυτός που γνωρίζει το περιεχόμενο της αρετής αλλά αυτός που δεν παρασύρθηκε από τις σαρκικές απολαύσεις του επιθυμητικού.
Η ψυχή πριν την ενσωμάτωσή της, όταν ήταν στον κοσμο των ιδεών, γνώριζε τα πάντα, κατέχει τις έννοιες του καλού, της δικαιοσύνης και όλων των καθολικών εννοιών. Μέσω της ανάμνησης λοιπόν η ψυχή γνωρίζει το αγαθό έτσι μέσω της διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου επανέρχεται στο λογιστικό μέρος της ψυχής, η ιδέα του αγαθού. Με αυτό το τρόπο επικρατεί το λογιστικό και αποκτά η ψυχή, ηθική διάθεση. Και για τον Πλάτωνα, η ευδαιμονία αποτελεί ανώτατο αγαθό και η οποία συνιστάται στην ανώτατη καλλιέργεια της ψυχής και στην ανώτατη ανάπτυξη της ηθικής λογικής φύσης του ανθρώπου. Επειδή η ευδαιμονία αποκτάται μέσω της αρετής, εξαρτάται άμεσα απ' αυτήν, καθώς ο αληθινά ευδαιμονικός άνθρωπος είναι ο αληθινά ενάρετος άνθρωπος.
Ο ώριμος Πλάτων των Νόμων, δείχνει να υπερβαίνει τις αντιλήψεις του Πρωταγόρα περί απόλυτης κυριαρχίας της γνώσης και να αναγνωρίζει έστω και εν μέρει, την δυνατότητα εκδήλωσης του φαινομένου της ακρασίας καθώς κάνει αναφορά στην ακόλαστη ζωή. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει ότι κάθε άνθρωπος γίνεται άσωτος χωρίς να το θέλει, είτε από αμάθεια, είτε από έλλειψη εγκρατείας, είτε και από τα δυο μαζί, ενώ παρατηρούμε να υπάρχει έστω και αμυδρά η σωκρατική άποψη περί άγνοιας.
Για τον Αριστοτέλη η ηθική ποιότητα του πράττοντος δε φανερώνεται παρά μόνο στις πράξεις του και όχι στη πρόθεση του ή τα συναισθήματα του. Φρόνιμος δεν είναι απλώς αυτός που θα πράξει το σωστό τη δεδομένη στιγμή, αλλά αυτός που θα το πράξει καθοδηγούμενος από την αντίστοιχη προδιάθεση. Αυτή η εξάρτηση της ηθικής γνώσης (φρόνηση) από το χαρακτήρα του πράττοντος, δείχνει ότι απομακρυνόμαστε από το σωκρατικό μοντέλο, όπου η κατοχή της ηθικής γνώσης οδηγούσε στην ορθή πράξη. Τον Αριστοτέλη εν αντιθέσει με το Σωκράτη, δεν τον ενδιαφέρει να μάθει ο άνθρωπος τι είναι αρετή, αλλά το πως θα γίνει ενάρετος. Επιπλέον, ενάρετος είναι αυτός που εκτελεί πράξεις αγαθές και όχι αυτός που ξαναθυμάται την ιδέα του αγαθού μέσω της γνώσης - ανάμνησης όπως ήταν σύμφωνα με τον Πλάτωνα.
Η επιλογή της ενάρετης πράξης γίνεται με τον ορθό λόγο, με την βοήθεια του οποίου ο άνθρωπος θα προσδιορίσει το μέσο, δηλαδή η ηθική αρετή στηρίζεται στο ορθό λόγο και τη διανοητική αρετή, που λέγεται φρόνηση και αποκτιέται με τη διδασκαλία και την εμπειρία. Ο Αριστοτέλης λοιπόν βασίζει την ηθική ενάρετη πράξη πάνω στην έλλογη φύση του ανθρώπου, θεωρώντας ότι η αρετή είναι μια λογική πράξη σύμφωνη με τις επιταγές του λόγου. Η φρόνηση αποτελεί τη κορύφωση του ηθικού βίου και ταυτίζεται με τη συνειδητή ηθική απόφαση και πράξη. Η φρόνηση προϋποθέτει την ηθική αρετή, δηλαδή δεν μπορεί να είναι κάποιος φρόνιμος εάν δεν είναι αγαθός στο επίπεδο της ηθικής αρετής. Οι ενάρετες πράξεις είναι όχι μόνο εκούσιες αλλά και σύμφωνες με την προαίρεση, συνάγεται λοιπόν ότι η αρετή και η κακιά εναπόκεινται σε εμάς τους ιδιους. Η σωκρατική ρήση «ουδεις εκών κακός» εδώ βλέπουμε να αντικρούεται από τον Αριστοτέλη. Άρα η πράξη είναι αγαθή, αν εκείνος ο οποίος πράττει είναι αγαθός και είναι αγαθός, αν διαλέγει αυτές τις πράξεις λόγω της ροπής του προς αυτές και όχι τυχαία.
Ο Αριστοτέλης διακρίνει δύο είδη αρετής: α) τις ηθικές αρετές που αποκτούνται με τη διαρκή επανάληψη και τον εθισμό συνήθειας και β) τις διανοητικές αρετές που αποκτούνται, με τη διδασκαλία, το χρόνο και την εμπειρία. Σημαντικότερα διανοητική αρετή είναι η φρόνηση, η οποία αφορά στο πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Η φρόνηση είναι η διανοητική αρετή δίχως την οποία καμία ηθική αρετή δεν μπορεί να ασκηθεί. Η ηθική συμπεριφορά φαίνεται να μην αποτελεί την ύψιστη ενασχόληση για την ευδαιμονία, αλλά η μέγιστη δυνατή ηδονή είναι αυτή της συνεχούς εξάσκησης της θεωρίας όποθ μέσω της φιλοσοφίας σκοπεύει την αναζήτηση της σοφίας.
Ο Αριστοτέλης διαφωνεί με το Σωκράτη, θεωρώντας ότι το άλογο μέρος της ψυχής είναι υπεύθυνο για τα πάθη και τις κακές επιλογές της θέλησής μας, και έτσι ενώ γνωρίζουμε το καλό πράττουμε το κακό λόγο ηθικής αδυναμίας. Η πράξη αυτή που τη συγκεκριμένη στιγμή δεν ακολουθεί το ορθό και λογικό αλλά επιλέγει την επιθυμία, το πάθος μπορεί να ορισθεί ως ακρασία. Ο Αριστοτέλης διακρίνει τρεις διαβαθμίσεις κακίας, την ακρασίαν, την κακία και την θηριότητα που αντιστοιχούν σε τρεις διαβαθμίσεις αρετής, στην εγκράτεια, στην αρετή και στην ηρωική και θεία αρετή.
Τα πράγματα που παρέχουν ηδονή και εγείρουν την επιθυμία, διακρίνονται σε τρία ειδή: στα πράγματα που αξίζουν καθ' αυτά να επιλέγονται αλλά επιδέχονται υπερβολή, στα πράγματα που αξίζουν να αποφεύγονται και στα πράγματα που είναι ουδέτερα αλλά αναγκαία. Η ακρασία με την αυστηρή σημασία της λέξης, αφόρα το τρίτο είδος που αποτελεί επίσης το πεδίο της καθ' αυτό ακολασίας. Ο άνθρωπος που επιδιώκει υπερβολικά τις ηδονές και αποφεύγει όσα προξενούν λύπη και ενέργειες με προαίρεση αντίθετα προς την προαίρεση και τη λογική αυτός, είναι ο κυριολεκτικά ακρατής. Αυτός που επιδιώκει τις υπερβολικές ηδονές ή τις υπερβολές γενικά είναι ακόλαστος όπως επίσης και αυτός που αποφεύγει τις σωματικές λύπες.
Και ο ακρατής και ο ακόλαστος έχουν σχέση με τις ίδιες ηδονές και τις ίδιες λύπες, όμως οι ακόλαστοι δρουν μέσα από επιλογή ενώ οι ακρατείς όχι. Περισσότερο ακόλαστος είναι αυτός που αν και δεν κυριαρχείται από τις επιθυμίες επιδιώκει τις υπερβολικές ηδονές και αποφεύγει τις μερικές λύπες παρά εκείνος που τα κάνει επειδή διακατέχεται από σφοδρές επιθυμίες. Όσοι επίσης επιδιώκουν αυτά που είναι από τη φύση τους καλά και αγαθά και αυτοί κατακρίνονται. Μπορεί βέβαια καθένα από αυτά να είναι από τη φύση του επιθυμητό το ίδιο, η υπερβολική όμως αγάπη γι' αυτά είναι πράγμα κακό. Και αυτό του είδους ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται ακρατής.
Υπάρχει επίσης η θηριώδης και νοσηματώδης ακρασία οι οποίες αποτελούν μορφές ακρασίας σε αντίθεση με την απλή ακρασία. Αυτοί που είναι απερίσκεπτοι και ζουν μόνο με τις αισθήσεις και έχουν ζωώδη διαθέσεις τους χαρακτηρίζει η θηριώδης ακράτεια ενώ όταν η επιθυμία οφείλεται σε ασθένεια έχουμε νοσηρό είδος ακράτειας. Δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως ακρατής όσους έχουν ζωώδης έξεις, οι οποίες οφείλονται σε φυσικές αιτίες ή και όσους βρίσκονται σε μία αρρωστημένη κατάσταση από συνήθεια, παρά μόνο όταν ελέγχει τις ζωώδης έξεις του όταν τις έχει ή όταν υποκύπτει σε αυτές.
Η ακράτεια ως προς την οργή, είναι λιγότερο αξιοκατάκριτη από την ακράτεια ως προς τις επιθυμίες, καθώς και η οργή ακούει σε κάποιο βαθμό τη λογική. Η επιθυμία από την άλλη δεν ακολουθεί τη λογική. Αλλωστε είναι περισσότερο αξιοσυγχώρητο το να ακολουθούμε τις φυσικές ορμές (η οργή συμφωνεί με τη φύση του ανθρώπου), απ' ότι τις επιθυμίες που αποβλέπουν στις υπερβολικές και όχι αναγκαίες ηδονές.
Είδος ακράτειας είναι και η απερίσκεπτη ορμή και η αδυναμία προς αντίσταση. Άλλοι άνθρωποι αν και σκέπτονται και παίρνουν μια απόφαση δεν μένουν σταθερή σε αυτή εξ' αιτίας του πάθους, ενώ άλλοι παραιτούνται από το πάθος επειδή δεν σκέπτονται. Και οι ισχυρογνώμονες μοιάζουν με τον ακρατή εξαιτίας της ηδονής ή της λύπης, καθώς ευχαριστιόνται για τη νίκη τους αν δεν αλλάξουν γνώμη με τη πειθώ, ενώ λυπούνται αν οι γνώμες τους δεν αποκτήσουν κύρος.
Πηγή : Φοιτήτρια Δέσποινα Ι. Μαριδάκη
Σωκράτης
Σύμφωνα με την ηθική θεωρία του Σωκράτη, η γνώση ταυτίζεται με την αρετή και αυτές μόνο οδηγούν στην ευδαιμονία. Για να οδηγηθεί όμως κάποιος σε αυτή, πρέπει να είναι ηθικός και ενάρετος και για να είναι κάποιος ενάρετος πρέπει να αποκτήσει γνώση του τι είναι αρετή. Η αρετή για τον Σωκράτη, δεν έχει να κάνει με την εφαρμογή γενικών κανόνων που μας λένε τι πρέπει να κάνουμε για να είμαστε καλοί, αλλά είναι μια συγκεκριμένη κατάσταση της ψυχής.Η ψυχή, μας οδηγείται σε αυτή την ηθική κατάσταση όταν γνωρίζει το τι είναι αρετή. Αυτός που γνωρίζει το περιεχόμενο της αρετής, είναι ενάρετος. Αν η ψυχή μας δεν είναι σε αυτή τη κατάσταση, δεν μπορούμε να είμαστε καλοί και σε καμία περίπτωση δεν μπορούνε οι πράξεις μας να είναι καλές. Για το Σωκράτη, οι πράξεις είναι καλές όταν ο χαρακτήρας είναι καλός. Η γνώση λοιπόν είναι αναγκαία για την καλή ηθική κατάσταση του ατόμου καθώς η γνώση αυτή τροποποιεί το χαρακτήρα μας και επιφέρει ηθικό αποτέλεσμα. Ο Σωκράτης επιπλέον κάνει λόγο για διάφορες αρετές και για την αρετή στο σύνολο της που περιλαμβάνει όλες τις άλλες. Κατ' αυτό τον τρόπο ή έχουμε ολόκληρη την αρετή ή δεν την έχουμε καθόλου και ή είμαστε δηλαδή καλοί ή δεν ήμαστε. Κατά το Σωκράτη όλη η αρετή είναι ενιαία και συνοψίζεται στη γνώση του τι είναι τελικά καλό ή κακό.
Ο Σωκράτης διατυπώνει τις απόψεις του σχετικά με τη θεωρία της ακρασίας μέσα από το διάλογο «Πρωταγόρας». Σύμφωνα λοιπόν με τη θεωρία της ακρασίας, ο άνθρωπος αν και γνωρίζει το καλό, πράττει το κακό, γιατί παρασύρεται από τα πάθη του. Ο Σωκράτης δεν δέχεται την ηθική ακρότητα παρά μόνο την ηθική εγκράτεια, απορρίπτοντας με αυτό τον τρόπο τη θεωρία της ακρασίας. Θεωρεί λοιπόν ότι το κακό πηγάζει από την άγνοια ως γνωστικό σφάλμα κακής κρίσης δεν είναι κανείς δηλαδή από τη θέληση του κακός (ουδείς εκών κακός). Το άτομο που παρασύρεται έχει περισσότερες από μια απόψεις για το τι είναι καλό και θεωρεί πως αυτό που επιλέγει να κάνει είναι το καλύτερο γι' αυτό. Αμφιταλαντεύεται δηλαδή μεταξύ δύο απόψεων και οι λόγοι για αυτή την αμφιταλάντευση είναι καθαρά γνωσιολογικοί. Αν λοιπόν ο άνθρωπος είχε πραγματική γνώση ποτέ δεν θα συνέβαινε η ακρασία. Η θεωρία του Σωκράτη δεν αφήνει κανένα περιθώριο για την ακράτεια ως αποτέλεσμα ορμών ή πάθους.
Μέσα από το διάλογο Μένωνα, ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι αρετή είναι η γνώση, με το επιχείρημα ότι πρέπει να θεωρείται κάτι καλό δηλαδή πάντοτε ωφέλιμο και ποτέ βλαβερό για να το επιδιώκουμε. Επιχειρεί να αποδείξει ότι αυτοί που επιλέγουν το κακό, το επιλέγουν από άγνοια θεωρώντας ότι είναι κάτι καλό. Το κακό βλάπτει αυτόν που το επιθυμεί, επομένως δεν μπορεί κάποιος να το επιθυμεί. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι, κανείς άνθρωπος με ορθή αντίληψη δεν είναι δυνατόν να πράττει αντίθετα προς ότι υπάρχει καλύτερο παρά μόνο από άγνοια.
Πλάτων
Στην Πολιτεία, ο Πλάτων κάνει λόγο για ανάλυση της εσωτερικής δομής της ψυχής και τη διακρίνει σε τρία μέρη: Το διανοητικό μέρος, όπου έλκεται από τις ευχαριστήσεις της διανοητικής απασχόλησης, οδηγεί στη γνώση και στέκεται εμπόδιο στις επιθυμίες, το θυμοειδές, όπου βρίσκει ευχαρίστηση μέσα από την προστασία της προσωπικής μας τιμής και το επιθυμητικό, όπου ευχαριστιέται μέσα από τις σωματικές ηδονές. Όμως ενώ ο Σωκράτης θεωρούσε πως το λογικό είναι πανίσχυρο, ο νέος αυτός διαχωρισμός αποδίδει σε καθένα από τα τρία μέρη της ψυχής το δικό του ανεξάρτητο διαχωρισμό. Καθένα έχει ανεξάρτητα κίνητρα και επόμενος μπορεί να αντισταθεί με επιτυχία στα υπόλοιπα δυο. Έτσι κάθε μια από τις ορέξεις περιγράφεται ως μια έφεση, προς το δικό της εντελώς καθορισμένο αντικείμενο.Ο Πλάτωνας είναι πια πεισμένος ότι η ακρασία είναι σαφώς δυνατή, παραδέχεται ότι υπάρχει περίπτωση ό άνθρωπος να παρασυρθεί από τα πάθη υπό την επίδραση του επιθυμητικού μέρους της ψυχής και να οδηγηθεί σε άκρατη συμπεριφορά. Είναι δυνατόν να επιζητούμε μορφές ικανοποίησης οι οποίες να έρχονται σε αντίθεση με τη λογική μας. Μέσα από τη «Πολιτεία» φαίνεται λοιπόν ότι τα πάθη όταν επικρατήσουν στη ψυχή περιορίζουν τη δράση του λογιστικού και έτσι έχουμε το φαινόμενο της ακρασίας. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του Σωκράτη, όπου η επιθυμία για κάτι ήταν απαραίτητα επιθυμία για το καλό, ενώ αν συνέβαινε το αντίθετο σήμαινε ότι τότε δεν είχαμε επίγνωση του ότι ήταν κακό. Επομένως ο άνθρωπος δεν αρκεί μόνο να γνωρίζει ποιο είναι το καλό, αλλά θα πρέπει το λογιστικό να παρέμβει και να περιορίσει τις επιθυμίες του επιθυμητικού. Για τον Πλάτωνα λοιπόν ενάρετος δεν είναι αυτός που γνωρίζει το περιεχόμενο της αρετής αλλά αυτός που δεν παρασύρθηκε από τις σαρκικές απολαύσεις του επιθυμητικού.
Η ψυχή πριν την ενσωμάτωσή της, όταν ήταν στον κοσμο των ιδεών, γνώριζε τα πάντα, κατέχει τις έννοιες του καλού, της δικαιοσύνης και όλων των καθολικών εννοιών. Μέσω της ανάμνησης λοιπόν η ψυχή γνωρίζει το αγαθό έτσι μέσω της διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου επανέρχεται στο λογιστικό μέρος της ψυχής, η ιδέα του αγαθού. Με αυτό το τρόπο επικρατεί το λογιστικό και αποκτά η ψυχή, ηθική διάθεση. Και για τον Πλάτωνα, η ευδαιμονία αποτελεί ανώτατο αγαθό και η οποία συνιστάται στην ανώτατη καλλιέργεια της ψυχής και στην ανώτατη ανάπτυξη της ηθικής λογικής φύσης του ανθρώπου. Επειδή η ευδαιμονία αποκτάται μέσω της αρετής, εξαρτάται άμεσα απ' αυτήν, καθώς ο αληθινά ευδαιμονικός άνθρωπος είναι ο αληθινά ενάρετος άνθρωπος.
Ο ώριμος Πλάτων των Νόμων, δείχνει να υπερβαίνει τις αντιλήψεις του Πρωταγόρα περί απόλυτης κυριαρχίας της γνώσης και να αναγνωρίζει έστω και εν μέρει, την δυνατότητα εκδήλωσης του φαινομένου της ακρασίας καθώς κάνει αναφορά στην ακόλαστη ζωή. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει ότι κάθε άνθρωπος γίνεται άσωτος χωρίς να το θέλει, είτε από αμάθεια, είτε από έλλειψη εγκρατείας, είτε και από τα δυο μαζί, ενώ παρατηρούμε να υπάρχει έστω και αμυδρά η σωκρατική άποψη περί άγνοιας.
Αριστοτέλης
Η ηθική του Αριστοτέλη είναι ευδαιμονιστική καθώς υποστηρίζει ότι σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι η ευδαιμονία, η οποία ορίζεται ως το τέλειο ύψιστο αυτάρκες αγαθό. Και επειδή Η ευδαιμονία συνδέεται άρρηκτα με την αρετή, στόχος του Αριστοτέλη είναι να μπορέσει το άτομο να οδηγηθεί στη αρετή και συνάμα στην ευδαιμονία του. Η αρετή προκύπτει από επίπονη άσκηση πρακτικής αλλά και διδασκαλίας. Σχετίζεται έτσι με τη πρακτική συνήθεια και τη συνεχή εθιστική επανάληψη οδηγώντας στη καλλιέργεια του χαρακτήρα. Η αρετή είναι το μέσο ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη. Η ενάρετη μεσότητα, δεν έχει να κάνει με το μέσο όρο, αλλά αποτελεί μία ηθική «ακρότητα», κάτι δύσκολο να επιτευχθεί. Η συστηματική τήρηση της μεσότητας κατακτάται με την επανάληψη, ώστε να γίνει έξη - συνήθεια και να αποτελέσει ηθική αρετή. Η αρετή με άλλα λόγια είναι μια τάση ελέγχου ορισμένων συναισθημάτων και ορθής δράσης σε ορισμένες καταστάσεις.Για τον Αριστοτέλη η ηθική ποιότητα του πράττοντος δε φανερώνεται παρά μόνο στις πράξεις του και όχι στη πρόθεση του ή τα συναισθήματα του. Φρόνιμος δεν είναι απλώς αυτός που θα πράξει το σωστό τη δεδομένη στιγμή, αλλά αυτός που θα το πράξει καθοδηγούμενος από την αντίστοιχη προδιάθεση. Αυτή η εξάρτηση της ηθικής γνώσης (φρόνηση) από το χαρακτήρα του πράττοντος, δείχνει ότι απομακρυνόμαστε από το σωκρατικό μοντέλο, όπου η κατοχή της ηθικής γνώσης οδηγούσε στην ορθή πράξη. Τον Αριστοτέλη εν αντιθέσει με το Σωκράτη, δεν τον ενδιαφέρει να μάθει ο άνθρωπος τι είναι αρετή, αλλά το πως θα γίνει ενάρετος. Επιπλέον, ενάρετος είναι αυτός που εκτελεί πράξεις αγαθές και όχι αυτός που ξαναθυμάται την ιδέα του αγαθού μέσω της γνώσης - ανάμνησης όπως ήταν σύμφωνα με τον Πλάτωνα.
Η επιλογή της ενάρετης πράξης γίνεται με τον ορθό λόγο, με την βοήθεια του οποίου ο άνθρωπος θα προσδιορίσει το μέσο, δηλαδή η ηθική αρετή στηρίζεται στο ορθό λόγο και τη διανοητική αρετή, που λέγεται φρόνηση και αποκτιέται με τη διδασκαλία και την εμπειρία. Ο Αριστοτέλης λοιπόν βασίζει την ηθική ενάρετη πράξη πάνω στην έλλογη φύση του ανθρώπου, θεωρώντας ότι η αρετή είναι μια λογική πράξη σύμφωνη με τις επιταγές του λόγου. Η φρόνηση αποτελεί τη κορύφωση του ηθικού βίου και ταυτίζεται με τη συνειδητή ηθική απόφαση και πράξη. Η φρόνηση προϋποθέτει την ηθική αρετή, δηλαδή δεν μπορεί να είναι κάποιος φρόνιμος εάν δεν είναι αγαθός στο επίπεδο της ηθικής αρετής. Οι ενάρετες πράξεις είναι όχι μόνο εκούσιες αλλά και σύμφωνες με την προαίρεση, συνάγεται λοιπόν ότι η αρετή και η κακιά εναπόκεινται σε εμάς τους ιδιους. Η σωκρατική ρήση «ουδεις εκών κακός» εδώ βλέπουμε να αντικρούεται από τον Αριστοτέλη. Άρα η πράξη είναι αγαθή, αν εκείνος ο οποίος πράττει είναι αγαθός και είναι αγαθός, αν διαλέγει αυτές τις πράξεις λόγω της ροπής του προς αυτές και όχι τυχαία.
Ο Αριστοτέλης διακρίνει δύο είδη αρετής: α) τις ηθικές αρετές που αποκτούνται με τη διαρκή επανάληψη και τον εθισμό συνήθειας και β) τις διανοητικές αρετές που αποκτούνται, με τη διδασκαλία, το χρόνο και την εμπειρία. Σημαντικότερα διανοητική αρετή είναι η φρόνηση, η οποία αφορά στο πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Η φρόνηση είναι η διανοητική αρετή δίχως την οποία καμία ηθική αρετή δεν μπορεί να ασκηθεί. Η ηθική συμπεριφορά φαίνεται να μην αποτελεί την ύψιστη ενασχόληση για την ευδαιμονία, αλλά η μέγιστη δυνατή ηδονή είναι αυτή της συνεχούς εξάσκησης της θεωρίας όποθ μέσω της φιλοσοφίας σκοπεύει την αναζήτηση της σοφίας.
Ο Αριστοτέλης διαφωνεί με το Σωκράτη, θεωρώντας ότι το άλογο μέρος της ψυχής είναι υπεύθυνο για τα πάθη και τις κακές επιλογές της θέλησής μας, και έτσι ενώ γνωρίζουμε το καλό πράττουμε το κακό λόγο ηθικής αδυναμίας. Η πράξη αυτή που τη συγκεκριμένη στιγμή δεν ακολουθεί το ορθό και λογικό αλλά επιλέγει την επιθυμία, το πάθος μπορεί να ορισθεί ως ακρασία. Ο Αριστοτέλης διακρίνει τρεις διαβαθμίσεις κακίας, την ακρασίαν, την κακία και την θηριότητα που αντιστοιχούν σε τρεις διαβαθμίσεις αρετής, στην εγκράτεια, στην αρετή και στην ηρωική και θεία αρετή.
Τα πράγματα που παρέχουν ηδονή και εγείρουν την επιθυμία, διακρίνονται σε τρία ειδή: στα πράγματα που αξίζουν καθ' αυτά να επιλέγονται αλλά επιδέχονται υπερβολή, στα πράγματα που αξίζουν να αποφεύγονται και στα πράγματα που είναι ουδέτερα αλλά αναγκαία. Η ακρασία με την αυστηρή σημασία της λέξης, αφόρα το τρίτο είδος που αποτελεί επίσης το πεδίο της καθ' αυτό ακολασίας. Ο άνθρωπος που επιδιώκει υπερβολικά τις ηδονές και αποφεύγει όσα προξενούν λύπη και ενέργειες με προαίρεση αντίθετα προς την προαίρεση και τη λογική αυτός, είναι ο κυριολεκτικά ακρατής. Αυτός που επιδιώκει τις υπερβολικές ηδονές ή τις υπερβολές γενικά είναι ακόλαστος όπως επίσης και αυτός που αποφεύγει τις σωματικές λύπες.
Και ο ακρατής και ο ακόλαστος έχουν σχέση με τις ίδιες ηδονές και τις ίδιες λύπες, όμως οι ακόλαστοι δρουν μέσα από επιλογή ενώ οι ακρατείς όχι. Περισσότερο ακόλαστος είναι αυτός που αν και δεν κυριαρχείται από τις επιθυμίες επιδιώκει τις υπερβολικές ηδονές και αποφεύγει τις μερικές λύπες παρά εκείνος που τα κάνει επειδή διακατέχεται από σφοδρές επιθυμίες. Όσοι επίσης επιδιώκουν αυτά που είναι από τη φύση τους καλά και αγαθά και αυτοί κατακρίνονται. Μπορεί βέβαια καθένα από αυτά να είναι από τη φύση του επιθυμητό το ίδιο, η υπερβολική όμως αγάπη γι' αυτά είναι πράγμα κακό. Και αυτό του είδους ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται ακρατής.
Υπάρχει επίσης η θηριώδης και νοσηματώδης ακρασία οι οποίες αποτελούν μορφές ακρασίας σε αντίθεση με την απλή ακρασία. Αυτοί που είναι απερίσκεπτοι και ζουν μόνο με τις αισθήσεις και έχουν ζωώδη διαθέσεις τους χαρακτηρίζει η θηριώδης ακράτεια ενώ όταν η επιθυμία οφείλεται σε ασθένεια έχουμε νοσηρό είδος ακράτειας. Δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως ακρατής όσους έχουν ζωώδης έξεις, οι οποίες οφείλονται σε φυσικές αιτίες ή και όσους βρίσκονται σε μία αρρωστημένη κατάσταση από συνήθεια, παρά μόνο όταν ελέγχει τις ζωώδης έξεις του όταν τις έχει ή όταν υποκύπτει σε αυτές.
Η ακράτεια ως προς την οργή, είναι λιγότερο αξιοκατάκριτη από την ακράτεια ως προς τις επιθυμίες, καθώς και η οργή ακούει σε κάποιο βαθμό τη λογική. Η επιθυμία από την άλλη δεν ακολουθεί τη λογική. Αλλωστε είναι περισσότερο αξιοσυγχώρητο το να ακολουθούμε τις φυσικές ορμές (η οργή συμφωνεί με τη φύση του ανθρώπου), απ' ότι τις επιθυμίες που αποβλέπουν στις υπερβολικές και όχι αναγκαίες ηδονές.
Είδος ακράτειας είναι και η απερίσκεπτη ορμή και η αδυναμία προς αντίσταση. Άλλοι άνθρωποι αν και σκέπτονται και παίρνουν μια απόφαση δεν μένουν σταθερή σε αυτή εξ' αιτίας του πάθους, ενώ άλλοι παραιτούνται από το πάθος επειδή δεν σκέπτονται. Και οι ισχυρογνώμονες μοιάζουν με τον ακρατή εξαιτίας της ηδονής ή της λύπης, καθώς ευχαριστιόνται για τη νίκη τους αν δεν αλλάξουν γνώμη με τη πειθώ, ενώ λυπούνται αν οι γνώμες τους δεν αποκτήσουν κύρος.
Επίλογος
Μέσα από αυτό το κείμενο παρακολουθήσαμε το φαινόμενο της ακρασίας. Ο Σωκράτης δίνει το δικό του ορισμό καθώς δεν δέχεται την ηθική ακράτεια παρά μόνο την ηθική εγκράτεια. Ο Αριστοτέλης διαφώνησε ως προς αυτό με το Σωκράτη θεωρώντας ότι το άλογο μέρος της ψυχής είναι υπεύθυνο για τα πάθη και τις κακές επιλογές της θέλησης μας. Ενώ ο Πλάτων αναγνωρίζει ότι το επιθυμητικό είναι αυτό το οποίο δημιουργεί στην ψυχή επιθυμία για κάτι όπου πρέπει όμως το λογιστικό μαζί με το θυμοειδές να περιορίσουνε αυτές του τις επιθυμίες και να επέλθει ισορροπία στο άτομο.Πηγή : Φοιτήτρια Δέσποινα Ι. Μαριδάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου