πηγή: http://www.onestory.gr/post/31512298347
Η ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ ΣΕΡΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΚΛΑΙΕΙ
του Θεόφιλου Πασχαλίδη *
.
Ο Μίλτος έπιανε ακόμα το σαγόνι του μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο
ανάμεσα στα βογκητά του. Φτάνοντας δίπλα του μπόρεσα να ξεχωρίσω κάποιες
βρισιές αλλά την προσοχή μου τράβηξε αυτό που γυάλιζε πάνω στην καυτή
απ’ τον ήλιο άσφαλτο.
Τον Ιούλιο του 1987 ο τόπος φλέγονταν και όσοι άτυχοι ζούσαν σ’ αυτή
τη χώρα ένιωθαν να βράζουν σαν κοτόπουλα μέσα σε μια μεγάλη χύτρα.
Είχα φτάσει κάπως καθυστερημένα στο πάρκο και πηγαίνοντας στο ξύλινο
κιόσκι βρήκα καμιά δεκαριά συνομήλικα αγόρια αραγμένα στα παγκάκια του ∙
τα περισσότερα απ’ αυτά ήταν ημίγυμνα έχοντας στα χέρια τους τα
μουσκεμένα απ’ τον ιδρώτα μπλουζάκια τους.
Η ματιά μου σάρωσε μεμιάς το χώρο σταματώντας πάνω στη μοναδική
γυναικεία παρουσία που υπήρχε εκεί ∙ γνώριζα πως την έλεγαν Ελένη. Με
μια πρώτη ματιά υπολόγισα πως έπρεπε να είχε την διπλάσια ηλικία μου και
ήταν τόσο όμορφη όσο είχα ακούσει να λέγεται.
Οι άκρες των σγουρών, μαύρων μαλλιών της χάιδεψαν τους γυμνούς της
ώμους καθώς έγειρε με νάζι το κεφάλι της προς τη πλευρά μου κι εκείνα τα
σαρκώδη, κατακόκκινα χείλη της μισάνοιξαν όταν το βλέμμα της καρφώθηκε,
για μια στιγμή μονάχα, επάνω μου ∙ πρόλαβα να δω τις μακριές,
περιποιημένες βλεφαρίδες στο δεξί της μάτι να ανοιγοκλείνουν αστραπιαία
πριν γυρίσει το κεφάλι της αλλού. Ίσως όμως και να το φαντάστηκα αυτό.
Η ωραία Ελένη αφέθηκε να σωριαστεί σχεδόν στο παγκάκι, ακουμπώντας
την πλάτη της πάνω στα οριζόντια σανίδια του, στριμωγμένη ανάμεσα στα
αγόρια που χασκογελούσαν καπνίζοντας.
Το ξανθό αγόρι που καθόταν στα δεξιά της άπλωσε το χέρι του πάνω της,
σκουπίζοντας τις χοντρές σταγόνες ιδρώτα που κυλούσαν πάνω στο
μεταξένιο δέρμα του γυμνού μηρού της και σύντομα το αγόρι που βρισκόταν
στο άλλο πλευρό της έσπευσε να τον μιμηθεί. Διέκρινα τον πόθο στα μάτια
τους καθώς πηγαινοέφερναν τα χέρια τους πάνω στη γυναικεία σάρκα ∙
εκείνον τον πόθο που έκανε να φουσκώνει ο καβάλος στα κοντά παντελόνια
τους.
Ένιωσα ένα ξαφνικό, βίαιο σκούντημα στον ώμο μου όταν ο Μίλτος πέρασε
από δίπλα μου βαδίζοντας αργά προς το μέρος της Ελένης. Ο Μίλτος ήταν
μερικά χρόνια μεγαλύτερος απ’ όσους βρισκόταν εκεί και όλοι στη γειτονιά
γνώριζαν πως ήταν ο πιο περπατημένος μάγκας.
Στάθηκε όρθιος ανάμεσα στα ορθάνοικτα πόδια της Ελένης και έμεινε για λίγο εκεί, ρουφώντας τον καπνό του τσιγάρου του.
«Δείξε μας τα βυζιά σου, μωρή» της είπε τελικά, φτύνοντας το αποτσίγαρο του απ’ τα χείλη του.
Η Ελένη βιάστηκε να του χαμογελάσει, ανασηκώνοντας υπάκουα το κοντομάνικο μπλουζάκι της.
Εκείνος απόλαυσε για λίγο τη θέα του καλοσμιλεμένου στήθους που
αποκαλύφθηκε μπροστά του κι έπειτα άφησε ένα κοφτό, τρανταχτό γέλιο που
συνοδεύτηκε από τα γέλια των υπολοίπων της παρέας. Η Ελένη άρχισε να
γελά και καθώς το στόμα της άνοιξε διάπλατα μπόρεσα να δω τα απαίσια
καφετιά, χαλασμένα δόντια που υπήρχαν μέσα του.
Ο Μίλτος έχωσε το χέρι του μέσα στην τσέπη του παντελονιού του, βγάζοντας από κει ένα πενηντάρικο.
«Πενήντα δραχμές. Παίρνεις πολλά τσιγάρα μ’ αυτό» γρύλλισε,
ανεμίζοντας το χαρτονόμισμα μπροστά στα γουρλωμένα μάτια της. Όταν
εκείνη άπλωσε το χέρι της για να το αρπάξει ο Μίλτος πισωπάτησε.
«Θα σου το δώσω αν έρθεις μαζί μου. Εκεί» είπε, δείχνοντας με το χέρι
του την συστάδα των πεύκων που απλωνόταν πίσω από την πλάτη της.
«Εντά…».
Η καταφατική απάντηση της Ελένης έμεινε μισή καθώς από μακριά ακούστηκε μια αντρική φωνή που φώναζε το όνομα της.
Δεν κατάλαβα για πότε βρέθηκε δίπλα μου ένας γεροδεμένος τύπος.
Δέχτηκα μια δεύτερη δυνατή σκουντιά που λίγο έλειψε να με ξαπλώσει χάμω
καθώς ο ντυμένος στα λευκά άντρας προσπαθούσε να περάσει ανάμεσα από
τους αργοπορημένους που συνωστίζονταν πλάι μου.
Μόλις που πρόλαβα να δω το χέρι του που άρπαξε τον Μίλτο απ’ τον ώμο γυρίζοντας τον προς το μέρος του.
«Την αδερφή μου ρε;» ούρλιαξε, λίγο πριν ακουστεί
ένας υπόκωφος γδούπος, σαν είχε σπάσει ένα ξερό κλαδί από κάποιο
δένδρο. Ο Μίλτος τραντάχτηκε κι έγειρε διπλώνοντας το κορμί του στα δύο.
Έβαλε τις χούφτες των χεριών του στο στόμα του και μπόρεσα να δω
μερικές σταγόνες αίμα να κυλάνε ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα του πέφτοντας
πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο.
Ο ασπροντυμένος τύπος άρπαξε απ’ το χέρι την Ελένη παρασέρνοντας την
μαζί του μέσα από το φοβισμένο πλήθος των αγοριών που παραμέρισε για να
περάσουν. Είδα εκείνον τον άντρα να περπατά γρήγορα και την Ελένη να
κλαίει και να σέρνεται πάνω στον χωματόδρομο, σηκώνοντας πίσω της ένα
σύννεφο σκόνης. Σύντομα έφτασαν έξω από τη σιδερένια πύλη με εκείνη τη
μεγάλη μεταλλική πινακίδα που ανέγραφε ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ και
χάθηκαν πίσω της.
Ο Μίλτος είχε εγκαταλείψει το κιόσκι και τώρα έσκουζε σαν πληγωμένο
γουρούνι στη μέση του δρόμου. Καθώς περνούσα από δίπλα του κλώτσησα με
δύναμη εκσφενδονίζοντας το γυαλιστερό δόντι του πάνω στην άσφαλτο. Πριν
φύγω από εκεί έριξα μια ματιά γύρω μου παρακολουθώντας τα σαλεμένα απ’
τον πόθο και την κάψα αγόρια να διαλύονται ήσυχα.
.
Ο Θεόφιλος Πασχαλίδης γεννήθηκε την Πρωταπριλιά
του 1974. Διηγήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά
περιοδικά ενώ τον Μάρτιο του 2011 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τετράγωνο
η συλλογή διηγημάτων του με τον τίτλο “Θανάτω θάνατον Πατήσια”. Αυτή την περίοδο ολοκληρώνει το πρώτο του μυθιστόρημα. Ζει στην Δράμα με την σύντροφό του Σοφία και τον γάτο τους, τον Γκόρτσο.
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου