Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Ἐν Οὐρανοῖς τῆ ξανθῇ ἡμέρᾳ

Ἐν Οὐρανοῖς τῆ ξανθῇ ἡμέρᾳ

Ἐν Οὐρανοῖς τῆ ξανθῇ ἡμέρᾳ






             Εἶμαι ὁ Τόμας Μπροὺς, ἕβδομος κόμης τοῦ Ἔλγιν. Γεννήθηκα εἰς τὴν Σκωτίαν τὸ 1776 μέσα εἰς τὴν ἐποχὴν τοῦ σκότους καὶ ὀρκίσθηκα ἐχθρὸς τοῦ Φωτός. Πέθανα εἰς τὸ Παρίσι τὸ 1841, μὴ μπορῶντας ν’ ἀντέξω τὸν ἐφιάλτην ποὺ καθημερινῶς βίαζε τὸ μυαλό μου. Θὲλησα νὰ γράψω Ἱστορία, ἀλλὰ δὲν ἤμουν Ἥρως ποτέ,  καὶ τὸ χειρότερον, δὲν ἤμουν Ἕλλην…δὲν ἤμουν κἄν Φιλέλλην…ἤμουν βάρβαρον γέννημα!
       
   Δῶστε μου λίγον ἀπ’ τὸν χρόνον σας, διὰ νὰ σᾶς διηγηθῶ τὴν περιπλάνησιν τῆς σαρκὸς  καὶ τὴν ἀνήθικον πορείαν τοῦ νοός μου, ἕως τὴν ἐσχάτην τῆς παραλογίας, τότε ποὺ βρέθηκα εἰς τὴν Ἀθήνα…
      …ξύπνησα ἀπὸ τὴν ἀποπνυκτικὴν σκόνην καὶ ὑγρασία. Γεμᾶτον τὸ κορμί μου μὲ σαπισμένον ἀέρα…δεκαπέντε ἡμέρες τώρα φτύνω χῶμα διαβολεμένο, ὅπου τὸ φυτεύει ὁ υἱὸς τοῦ Αἰόλου εἰς τὰ πνεμόνια μου μὲ τόσον θυμὸν θαρρεῖς, λὲς καὶ θέλει νὰ θάψῃ τὰ σπλάχνα μου, μέσα εἰς τὸν σάρκινον τάφον μου.
         Τὰ μάτια μου γεμάτα μ’ ἀνταύγιες τῆς φωτιᾶς, κόκκινος ἀπεσπερίτης, χαμένος εἰς τὸ κυνήγι τῆς Γλαυκώπιδος  θεᾶς προστάτιδος τοῦ Παρθενῶνος Ἀθηνᾶς, ῶν Ἑλλήνων αὐτό, κάτι εἰς τὸ παρελθὸν ἦταν.
          Ἀπορῶ ἀκόμη πῶς δέχθηκα νὰ βρεθῶ σὲ αὐτὸν τὸν τελειωμένον χῶρο, ἐδῶ ὁπου οἱ ἄνθρωποι ἀνακατεύονται μερικὲς  φορὲς μὲ τοὺς Θεούς, ἀγνοοῦν τὸ θέλημά τους καὶ ἡ Ἱστορία τρομάζει νὰ τοὺς ἐπιτρέψῃ εἰς τὰ κιτάπια της νὰ περιπλανηθοῦν. Κι ὅμως εἶμαι ἐδῶ. Ἐδῶ ὅπου ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς Μητέρας Παγγαίας θέλουν νὰ προσκυνήσουν, μὰ μόλις πλησιάσουν γίνονται ὀχτροί καὶ θέλουν τὴν καταδίκην του…
        Μοὺ ᾿λεγε ἕνας Ἕλληνας πρὶν λίγες ἡμέρες, λίγες μονάχα στιγμὲς πρὶν τὸν πλακώσῃ τὸ μάρμαρον  τῆς Γλαυκώπιδος Θεᾶς καὶ ὁδηγήσῃ τὴν ψυχήν του χωρὶς πεντάρα, ναυαγὸν εἰς τὰς ὄχθας τοῦ Ἀχέροντος, πὼς ὅλα τὰ μαγικὰ τῆς γῆς αὐτῆς, ἕνωσαν τὰ χώματα καὶ τὰ χρώματα, ἔφτιαξαν φίλτρον μαγικὸν καλὸν καὶ ῥάντισαν τῶν Ἑλλήνων τὸν τόπο! Κατάρα ἦταν μεγίστη! Ἔπεσε ὁ Ἕλλην Ἀνέρας, ἀντράκι ἔγινε μικρόν…ἀπὸ Φειδίας, Ἱκτίνος, Καλλικράτης, ἔμπορος τῶν μαρμάρων ἔγινε!
       Ἡ ἀνατριχίλα σκλαβώνει τὸν νοῦ μου καθὼς άνηφορίζω τὰ χώματα ὅπου ἔπρεπε νὰ φιλῶ, ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ ὡς ὁ τελευταῖος βάρβαρος, ἡ ὑστατος γροθιὰ θανάτου εἰς τὸ διασυμπαντικὸν κόσμημα, τὴν διάκοσμον πέτραν φωτὸς, ἐρωμένην τοῦ Δηλίου γεννήματος, τὴν παγκόσμιον ἕριδα.
        Εἶναι ἐμπρός μου ὁ ἐρωτικός, ὁ πρὸς τὸ Σῦμπαν ναός καὶ τὸ ἀπόλυτον παγκόσμιον Τίποτα, ἐγώ, τόλμησα νὰ κουβαλήσω τὰ σχεδὸν ὀγδόντα μου κιλά κρέας ἐδῶ!
Οἱ Ἀργοναῦτες ἔγραψαν Ἱστορίαν, τὸ ἔκαμαν καὶ οἰ Ἀχαιοί.
Ὁ Ἀχιλλεύς ἀνέβηκε εἰς τὴν πρώτην παγκόσμιον Ἱστορικὴν δοξασίαν.
Τὰ ἔργα τοῦ Σοφοκλέους παίζονται 2,500 χρόνια.
Ὁ Παρθενὼν ἔλαμπε καὶ θὰ λάμπῃ ὅσο ὑπάρχῃ ὁ Ἥλιος,
……ἐκτός, ἐκτὸς καὶ ἐὰν,
ἐγώ, ὁ υἱὸς τοῦ παγκοσμίου τίποτα, ὁ Τόμας Μπροὺς ἕβδομος κόμης τοῦ Ἕλγιν,
τὸν καταστρέψω !!! ναὶ θὰ τὸ κάμω, θὰ ζήσω εἰς τὸ ἀπέναντι στερέωμα τ’ οὐρανοῦ, ἔναντι τῶν ἡρώων. Θὰ φτύσω τὸν Ἡρακλέα  καὶ τὸν Θησέα, τὸν Ἀείμνηστον καὶ τὸν Λεωνίδα, θὰ γελάσω μὲ τὸν πόνον τους βλέποντας πὼς δὲν ὑπάρχει πλέον Φῶς σὲ τοῦτον τὸν καταραμένον βράχο. Καὶ θὰ τὸ κάμω μὲ χέρια ποὺ γέννησαν αὐτὰ τὰ χώματα, Ἑλληνικά, πεινασμένα, δύσμοιρα, μὲ σκλαβωμένην καρδιὰ καὶ ἁλυσσοδεμένον  μυαλό, μὲ βουλοκέρι σφραγίζοντας τὴν σπηλιά, ὅπου μέσα της ζεῖ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐλευθερία.
          Κάθε σφυριὰ ποὺ ἀντηχεῖ εἰς τὸ μυαλό μου, εἶναι ἕνα καρφὶ εἰς τὸν σταυρὸν τῆς Ἑλληνίδος Θεᾶς, κάθε κομμάτι ποὺ πέφτει εἰς τὴν γῆν,  βαθειὰ τὴν πληγώνει. Αἰσθάνομαι τὸ αἷμα τους νὰ ῥέῃ  διάφανον καὶ τὸν πόνο νὰ τσακίζῃ τὴν ψυχήν τους καὶ τὰ καλέμια, ἐκπαιδευμένοι δολοφόνοι αὐτοί, τρέχουν δαιμονισμένα, σκοντάπτουν τὸ ἕνα ἐπάνω εἰς τὸ ἄλλο, βρίζονται μὲ ἀτσαλένιες ματιές, λὲς καὶ ἡ γῆ θὰ φύγῃ, λὲς καὶ δὲν θὰ προλάβουν νὰ τὴν σκοτώσουν…
         Μὰ ποιὸς ἔχει πιότερη χαρὰν σὲ τοῦτον τὸν τόπο;
Τὰ μαγεμένα καλέμια, ὁ αἰώνιος σκλάβος, οἱ ἀμέτρητοι ἐφιάλτες, οἱ πουλημένοι μὲ μαῦρα ντυμένοι, ἡ Βολὴ τῶν Ἑλλήνων ἤ ἐγώ;
          Γυρίζω τὸ βλέμμα μου τριγύρω καὶ γεμίζω δυνάμεις. Δὲν εἶμαι μόνος.
Πιότερον  δάκρυα χαρᾶς ποτίζουν τὴν Πόρνην Γῆν τῶν Ἑλλήνων, παρὰ ἡ κραυγὴ τοῦ μαρμάρου σὰν κλέβω τὴν πέτρινην καρδιὰά του…
         Πιότερον  κρασὶ καὶ μέθη χαίρονται οἱ κασμάδες, παρὰ ὁ πόνος τῆς πέτρας…
        Κι ὅταν ἔρχεται τὸ ἅρωμα τῆς βροχῆς νὰ μὲ σταματήσῃ, τοῦ Διὸς ἡ κραυγὴ σκίζει τοὺς οὐρανούς, προσπαθῶντας ν’ ἁπαλύνῃ τὸν πόνο τῆς κόρης του θεᾶς…
       Καὶ τὰ μάρμαρα ὡδύνη μυρίζουν καὶ χῶμα καὶ ἱδρῶτα  γεμᾶτα ἀπὸ τὴν πίκρα, διότι αὐτὰ δὲν μισοῦν, εἶναι τῆς θεᾶς τὰ μάρμαρα, μὲ ἦθος σκληρόν, μὲ χρῶμα γαλάζιον καὶ ἁγνόν, λευκὴν μυρωδιὰ καλὴν μόνον, γνωρίζουν τὸ Φῶς καὶ τὸ χαμόγελον τοῦ ἑξαμήνου βρέφους ποὺ φωλιάζει εἰς τὴν ἀγκάλην τῆς μητρός του.
        Βραδυάζει καὶ οἱ σφυριὲς ἑνώνουν τὶς δυνάμεις τους, κάνουν κλοιὸν γύρω ἀπὸ τὸ μυαλό μου, ἐτοιμάζουν τὴν ἀποψινήν μου κόλασιν, ὄνειρον θὰ γίνουν καὶ πέλαγος ἀγριεμμένον. Θὰ μὲ πλημυρίσουν καὶ ἀργὰ ἀργά, ἀπελπιστικὰ ἀργά, θὰ θελήσουν νὰ πάρουν κάθε στάλα ζωῆς ποὺ ὑπάρχει μέσα μου, μὰ σὰν ὁ Χάροντας ἐπικεφαλὴς αὐτῶν φέρῃ τὴν βάρκα, ἡ ἴδια ἡ θεὰ σταλμένη ἀπὸ τὴν γλῦκα καὶ τὴν καλοσύνην τῶν μαρμάρων, τὴν ἀνάσαν μου ξανὰ ἀγγίζοντας τὰ χείλη μου θὰ μοῦ δώσῃ, ἀνανεώνοντας τὸ ῥαντεβοῦ  μὲ τὴν κόλασιν γιὰ τὴν ἐπομένην. Καὶ κάθε φορὰ μοῦ εὔχεται δύναμιν νὰ ἔχω Καλήν, διότι ὁ πόνος τοῦ μαρμάρου εἶναι ἀκριβός. Τὸν ἀγοράζω δυανύοντας τὴν ἀπόστασιν μεταξὺ θανάτου καὶ ἀθανασίας καθημερινῶς.
       Ὅπως καὶ νὰ ᾿ναι, αὐτὸ ποὺ θὰ μετρήσῃ εἰς τὸ τέλος, θἆναι ἡ νίκη μου. Ἡ παράλογος ἐπιβολὴ τοῦ ἀσχήμου ἐπὶ τοῦ ὡραίου. Ἡ ὑποχώρησις τῆς εὐμόρφου ἀρετῆς, ἐμπρὸς εἰς τὸν ἀνήθικον τρόπον. Ἠ διὰ τῆς βίας εἰσχώρησις τῆς ἠθικῆς, εἰς τὰ διαμερίσματα διαμονῆς τῆς ντροπῆς.
        ….λίγα μέτρα μὲ χωρίζουν μόνον,σύρω τὰ πόδια μου μὲ κόπον νὰ πλησιάσουν τὴν τελειότητα· ἀπερίγραπτον συναίσθημα…τὸ μυαλό μου δηλώνει ὑποτέλειαν καὶ τὰ γόνατά μου θαρρεῖς γεμᾶτα μολύβια καὶ μαγνῆτες, καταβάλλουν μεγάλην προσπάθεια νὰ μὴν ἀγγίξουν τὴν γῆν, νὰ μὴν γίνουν ἕνα μὲ τὸ θνητόν της χῶμα.
          Νεραϊδόμορφον χορὸν ἐδῶ στημένον ἔχουν ὅλες οἱ ὀμορφιές…νά, νά, νά, κυττάξτε ὅλοι σας!  Δυὸ χέρια πέτρινα μαρμαρένια κι ἀόρατα, ὁδηγοῦν τὰ καταραμένα μου μάτια, τ’ ἀδέλφια τοῦ σκότους τὸ Φῶς ν’ ἀντικρύσουν. Χορεύουν ἀγκαλιὰ μὲ τὸ Φῶς, περιφρόνησιν γιὰ ἐμένα γεμάτες…ἡ Γεωμετρία φιλάρεσκα ἀναπαύεται,  ῥουφῶντας τὰ χάδια τοῦ Φίλου Ἡλίου,ἡ Φυσικὴ καὶ τὰ Μαθηματικὰ λικνίζονται εἰς τὸν ῥυθμὸν τῆς δροσιᾶς τῶν μαρμάρων, μὰ ἐπάνω εἰς τὸ Φῶς τῶν Γραμμῶν, τὰ μάτια τῶν θνητῶν παγώνουν, Διότι ὁ χορὸς τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς,εἶναι ῥυθμὸς Θεῶν καὶ Θεαινῶν…πιασμένη εἶναι ἀπ’ τὸ χέρι  τῆς Ἁρμονίας τοῦ Σύμπαντος Κόσμου καὶ παρασύρει κάθε ὀμορφιὰν τοῦ χώρου σὲ ταξιδεμένους ῥυθμούς…τὰ βήματα ἁπλά…
           Ὀκτὼ κολῶνες ἐμπρός, δεκαεπτὰ εἰς τὸ πλάι, ἐννενήντα δύο μετῶπες· τὰ μάτια τοῦ ναοῦ κρυμμένα πίσω ἀπὸ τὴν εὐμορφίαν, παρακολουθοῦν κάθε βῆμα μου…γνωρίζουν τὸν σκοπόν μου, μὰ ἔχουν ἐντολὴν νὰ παραδοθοῦν…
            Ἁπλώνω τὸ χέρι μου καὶ ἀγγίζω Κίονα! Ἔρωτας!  Ἔρωτας μοναδικὸς σταλμένος μὲ ἅρμα θεϊκόν, μέσα ἀπὸ ἀνέμους καὶ θύελλες καὶ ἀγριεμένα πέλαγα καὶ ποταμοὺς θυμωμένους καὶ μυρωδάτες βρόχινες νῦκτες καὶ ζηλόφθονες θηλυκὲς κραυγές. Ἔρωτας πέτρινος μὲ παγερὸν χᾶδι καὶ χέρια παιδιοῦ ὀρφανοῦ καὶ μητρὸς νεκρῆς καὶ δάκρυα ποῦ ἐμπνέουν ποιητὰς ἔπη νὰ χρωματίσουν. Ἔρωτας, ὅπου ὁ θάνατος τοῖχος γίνεται…κρίμα…ἄνθρωποι δὲν θὰ τὸν γνωρίσουν ποτέ…τὸ χάδι τῆς Θεᾶς ποτὲ δὲν θὰ ἀγγίξῃ τὶς σάρκες τους….
           Μούσκεψαν τὰ χέρια μου ἀπὸ τὰ δάκρυα τῶν μουσῶν, τῶν νεκρῶν Ἱερειῶν τοῦ ναοῦ. Ποτίζουν τὸ κορμὶ μου καὶ κάθε πέτρα γύρω μου γίνεται λίμνη γαλάζια μὲ Ξανθὸν τὸ χέρι ποὺ θέλει θαρρεῖς νὰ μὲ πάρῃ μέσα της…
         Ἡ πρώτη κραυγὴ ἔπνιξε τὰ στήθη μου. Ἡ ἀδελφὴ τοῦ Φωτὸς καὶ τῆς Παιδείας, κόρη τῆς παιγχνιδιάρας Άρχιτεκτονικῆς Μετώπη, ἀναπαύεται εἰς τὴν ἀγκαλιὰν τῆς Παγγαίας Μητρός της ντυμένη εἰς τὰ κόκκινα, μὲ πορφυροῦν στέμμα καὶ ξανθὸν τοῦ Ἡλίου Φιλί. Δυὸ ἐργάτες..Ἔλληνες…δὲν ἄντεξαν τὸ βάρος της καὶ τὰ κορμιά τους στρῶμα ἔγιναν  νὰ ξαπλώσῃ καὶ νὰ ἀποθέσῃ τὴν ἀπαρηγόρητον μαρμαρένια της ψυχήν.
       Ἀναρωτιέμαι χαζεύοντας τὴν ἐνδεδυμένη πορφυροῦν καὶ ξανθὸν Μετώπην…
Προσπέρασε τὸν Ξέρξην,
Δὲν ἐπέτρεψε εἰς τὸν Βρέννον κἄν νὰ πλησιάσῃ,
Τρόμαξε ὁ Ἀλάριχος,
Τόλμησε ὁ Μοροζίνι,
Τὴν βίασαν Τουρκαλβανοί,
…κι ἔρχομαι Ἐγὼ!
Ὁ Τόμας Μπροὺς ἕβδομος κόμης τοῦ Ἐλγιν τῆς χώρας τοῦ σκότους Σκωτίας, νὰ δρέψω τὶς δάφνες. Αἰσθάνομαι τὴν διάφανον Ψυχήν της νὰ χαμογελᾶ, καὶ μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ μαρμάρου καὶ τῆς τέχνης, μέσα ἀπὸ τὸν χορὸν τῆς  Γεωμετρίας καὶ τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς, μέσα ἀπ’ τῶν Μαθηματικῶν καὶ τῆς Ἀστρονομίας τὸν Ἔρωτα…ψίθυρος γίνεται κραυγὴ π’ ἀγγίζει τὸν νοῦ μου…
--Τόμας Μπρούς, θέλω καὶ πέφτω.
Σοῦ χαρίζω τὴν Δόξαν τῆς Ντροπῆς.
Κάποτε οἱ λαοὶ τῆς Γῆς θὰ φτύνουν εἰς τὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός σου.
Βιάζεις Βάρβαρε Φονιά, τοῦ Φωτὸς τὴν Ἐρωμένην, τῆς Σοφίας τὸ Μνημεῖον .
Τὸ χάρισμα τῆς Γνώσεως προσφορὰν εἰς τὴν Ἀνθρωπότητα!
--Τόμας Μπρούς…ἕβδομε κόμη τοῦ Ἕλγιν…
Ἐγὼ ἡ Μετώπη τοῦ Φωτός, Ἀνεμοκονίαμμα τοῦ μαρμάρου… σὲ ὁρίζω,

     Καταραμένος νὰ εἶσαι!

Νὰ δέρνεται ἡ ψυχὴ σου ἀλύπητα εἰς τὸ Σῦμπαν,  ἕως κάποτε ἐσὺ ἐπιστρέψῃς καὶ νὰ εἶσαι αὐτὸς ὅπου εὐλαβικὰ γονυπετής, θὰ ξαναστήσῃς πέτρα ἐπάνω σὲ πέτρα!
Νὰ καίῃ τὸ Φῶς τὰ μάτια σου, νὰ ζῇς αἰωνίως εἰς τὸ σκότος, ἕως ἐσὺ μὲ τὰ χέρια σου σπογγίσῃς τὸ αἷμα ἀπὸ ἐπάνω μου!
Ἕως ἐσὺ χύσῃς τὸ ἰδικόν σου διὰ νὰ προστατέψῃς ὅ,τι ἀπομείνῃ ἀπὸ τὴν σκοτεινὴν ὁργὴν καὶ τὸν ἀρρωστημμένον νόαν σου!

       Ἡ Μάνα Παγγαία νὰ δέρνῃ τὶς σάρκες σου, ὅπως τὰ ἀγριεμμένα πέλαγα τοὺς βράχους κτυποῦν, ἕως ἐσὺ Ἱκέτης εἰς τὰ γόνατα ἐδῶ νὰ γυρίσῃς!
--Τόμας Μπρούς…ἕβδομε κόμη τοῦ Ἕλγιν,
Εὔχομαι εἰς τὰ σπέρματά σου καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους αὐτῶν, νὰ μὴν ποτὲ τὴν Γνῶσιν γνωρίσουν καὶ ἡ Μουσικὴ Ἁρμονία νὰ τοὺς ἀποστρέφεται ἐσσαεί, ἡ Σοφία νὰ ζῇ εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ εἰς τοὺς οἴκους σου ἐπισκέπτης νὰ μὴν ἔλθῃ ποτέ!
        Τόμας Μπρούς ἕβδομε κόμη τοῦ Ἕλγιν…  Ἔλα !!!!
Σοῦ ἐπιτρέπω ὁ βανδαλισμὸς νὰ εἶναι πλέον ὀ σύντροφος τοῦ μυαλοῦ σου…ἕως ὅτου ἡ Νέμεσις στείλῃ τὴν Ἄτη νὰ πάρῃ τὴν θέσιν του!
……δὲν ξέρω ἐὰν θέλω νὰ συνεχίσω ἤ νὰ ἐπιστρέψω εἰς τὴν   Σκωτίαν…
Ἔχω διαβάσει πολλὰ καὶ ἔχω ἀκούσει ἀκόμη περισσότερα γι’ αὐτὸ τὸ μνημεῖον καὶ γιὰ ὅσους ἐδῶ ἐθυσιάσθησαν…
Ἐδῶ γύρω κάπου θἆναι θαρρῶ καὶ τὸ φάντασμα τῆς Ἀγραύλου….
       Οἱ πιὸ γερὲς σφυριές, ἀπὸ χέρια Ἑλλήνων εἶναι…Ἑλλάδα κακομοίρα. Μὲ τέτοια παλληκάρια εἰς τὸν κόρφον σου, ποτὲ τὴν Ἐλευθερία δὲν θὰ  ᾿χῃς σύγκοιτη!
      Ἳδρωμένα κορμιὰ μὲ πανωφόρι τὴν λευκὴν μαρμαρόσκονην κολλημένην ἐπάνω τους, ἀδιάκοπα προσπαθοῦν ὡς μέρμηγκες νὰ μεταφέρουν κάθε κύτταρον τοῦ ναοῦ. Καραβάνια ὁλάκερα  ὁ θησαυρός, φεύγει ἀπὸ ἐτοῦτον τὸν Ἱερὸν χῶρον ὅπου ἐγεννήθῃ…πλοῦτος καὶ δόξα εἰς τὸν κάτοχόν του ἡ ἀνταμοιβὴ γιὰ τὸ μακελειό…τὸ φονικὸν τῶν μαρμάρων! Αὐτὰ ποὺ νόες μοναδικοὶ εἰς τὴν Ἁρμονίαν, ἐφύσησαν μέσα τους ζωήν. Ἄραγε οἱ υἱοὶ τῶν φονιάδων, οἱ αὐριανοὶ Ἕλληνες, πὼς θὰ μοιράζονται τὸν ἀέρα μὲ τὶς δολοφονημένες ἀπὸ τοὺς προπάτορὲς τους πέτρες; Πὼς τὰ μάτια τους θὰ κυττάξουν εἰς τὸν βράχον ψηλά, χωρὶς ἡ ντροπὴ νὰ τοὺς φτύσῃ κι αὐτή!
        Ξημερώνει…κάθομαι εἰς τὸν λόφον τῶν Μουσῶν, ἀπέναντι τοῦ ναοῦ καὶ ἀνασαίνω…
       Ἕνας κατάξανθος ἐρωτῦλος Ἥλιος, χαϊδολογιέται  μὲ κάθε γωνιὰ καὶ καμπύλη τοῦ ναοῦ…κάθε μετώπη χαμογελᾶ εἰς τὸ Φῶς μὲ ξεχωριστὸν παιγχνιδιάρικον τρόπον, γνωρίζοντας πὼς μᾶλλον εἶναι τὸ τελευταῖον ἐρωτικὸν του χάδι ποὺ ἐπάνω τους ἀπλώνεται…Κι’αὐτὸς τολμηρὸς ἐραστής, τρυπώνει μέσα εἰς τὰ κύτταρά τους, νὰ τὰ καθηλώσῃ θέλει θαρεῖς, κανεὶς ποτὲ νὰ μὴν τοὺς χωρίσῃ…
       Μὲ ἀναγνώρισε, καὶ τὸ φωτεινόν του χέρι, γεμάτο τῆς φωτιᾶς χρώματα, μὲ ἀρώματα ποὺ φέρνει ἀπὸ πράσινα βουνὰ καὶ γαλάζια νερά, ἐξαγνισμένο σὲ ὕδατα κρυστάλλινα μὲ μαστίχας μυρωδιὲς καὶ φασκομήλου καὶ χαμομηλιοῦ καὶ σκόρπια γύρω του ἄνθη μαβιᾶς μπουκαμβίλιας καὶ καρποὺς ἐλιᾶς τῆς Θεᾶς παιδί , πέφτει ἐπάνω εἰς τὰ μάτια μου μὲ ὁρμήν.
Μοῦ ἀπαγορεύει νὰ κυττῶ τὸ Ὡραῖον.
Ὑποχρεώνει τὰ μάτια μου, ἐρασταί μόνον τοῦ σκότους νὰ ᾿ναι.
Ἀκόμη καὶ οἱ τζίτζικες ἀρνοῦνται νὰ μοῦ τραγωδήσουν.
Ἡ ἴδια ἡ φῦσις ἀρνεῖται νὰ ζήσῃ μαζύ μου.
Κι αὐτὸς καυτὸς ἐπάνω μου πέφτει.
Καὶ ὁ Αἴολος ἄγριος,  δυὸ τάγματα ὑδάτων ἁρματωμένα γερὰ σὲ ἐμένα φέρει!
Οἱ τοῦ Διὸς ματιὲς, πύρινες αὐτές, ἐπάνω τους πέφτουν, καὶ τὰ νερὰ ξεχύνονται δαιμονισμένα πίσω μου, νὰ μὲ πνίξουν θέλουν…ἕνα μὲ τὸ θνητὸν χῶμα νὰ μὲ κάνουν…
Καὶ ἡ Γῆ ὅμως καὶ αὐτὴ τρυπᾶ τὰ πόδια μου, κάτω μὲ ῥίχνει, ἐκεῖ ὅπου  ὁπλισμένος στρατὸς ἀπ΄ ἀγκάθια ὁρμᾶ νὰ μὲ ξεσκίσῃ.
Ἀκόμη κι’ἡ πόρνη ἡ σκόνη τρυπᾶ τὸ μεδούλι μου.
Χῶμα φτύνω κι’ αὐτὸ ἀρνεῖται νὰ κάτσῃ εἰς τὴν Γῆν…τὸ παίρνει ὁ ἄνεμος ποὺ καραδοκεῖ πανέτοιμος καὶ μὲ βία ξανὰ τὸ χώνει εἰς τὸ δέρμα μου .!
         Ἀκόμη καὶ τὰ χαμόγελα τῶν μαρμάρων, καθὼς σὲ κάρα ἐπάνω περνοῦν μπροστά μου ἀποχαιρετῶντας τὸν οἶκον τους, ἀκόμη καὶ αὐτά, μὲ κατάρες γεμίζουν τὸ μέλλον τῶν κυττάρων μου…
       Τὶ κάνω;
       Τρέχουν τὰ  πόδια μου ν’ ἀπομακρυνθοῦν  γρήγορα ἀπὸ τὴν κολασμένην  Γῆ, ποὺ θέλει νὰ μὲ πάρῃ μέσα της, μὰ κι αὐτὰ ἔτοιμα νὰ μὲ προδώσουν εἶναι…
         Ἡ μόνη ἀδιάφορος φιγοῦρα, ὁ Ἰμπραήμ, ὁ Αἰγύπτιος ἐπιστάτης, γεροδεμένος καὶ πανύψηλος, κορδώνεται δίπλα εἰς τοὺς κίονες πάντα χαμογελαστός…χαβάκα τὸν φωνάζουν ὅλοι…γλῦκα σημαίνει εἰς τὴν γλῶσσαν του, μᾶλλον ἀπὸ τὴν πολὺ πλαστελίνη ποὺ καπνίζει …ἔτσι λέει τὸ χασίσι ποὺ ἀνακατώνει ὅλη μέρα μὲ τὰ καπνά…
Πάντα χαμογελαστός, ἀκόμη καὶ ὅταν μὲ τὰ τεράστια του χέρια κτυπᾶ κάποιον μεθυσμένον ἐργάτη, ἀκόμη καὶ ὅταν σηκώνῃ τεράστιες πέτρες ποὺ δυὸ ἄνδρες μαζὶ ἀδυνατοῦν νὰ σηκώσουν. Σὰν φάντασμα κινεῖται ἀνάμεσα εἰς τὰ γκρεμίσματα τοῦ ναοῦ κι αὐτὰ ὅμως ἀδιάφορα εἶναι μὲ αὐτὸν. Τὰ μάτια αὐτοῦ τοῦ βράχου ὑπάρχουν μόνον γιὰ ἐμένα….
       Μὰ σὰν βραδυάζῃ, τὸ σκότος σύμμαχος τῆς θεᾶς γίνεται, καθὼς τὰ κρυστάλλινα ποτήρια δέχονται μὲ λαχτάραν τοῦ Διονύσου τὰ δῶρα καὶ μέσα ἀπὸ τ’ ἀχνὸν Φῶς, μαγεύει μὲ τὰ παιγχνίδια του τὰ μάτια τῶν θνητῶν, ὥσπου τὰ χείλη ἐρωτικὰ ἀγγίξουν ἐπάνω τους. Μόνον τὰ δικά μου ἀρνοῦνται νὰ γευθοῦν ἔστω καὶ μίαν γουλιά. Θυμᾶμαι πρὶν λίγες ἡμέρες ποὺ τόλμησα, καὶ ξάφνου τὸ κρασὶ ἔγινε μέγας ἀγρὸς γεμάτος μποστάνια  μὲ τεράστια τσαμπιά μὲ μαυρισμένες, μὲ ῥοδαλὲς καὶ ἄσπρες καὶ κίτρινες καὶ πράσινες ῥόγες, καὶ ὅλες μαζὶ ἄρχισαν νὰ γελοῦν δυνατά, καθὼς ἤθελαν ὅλες νὰ ξαπλώσουν εἰς τὸν λάρυγγά μου.
       Τράβηξα μανιασμένα τὸ χρυσοκέντητον χειροποίητον ἀπ’ τὸ τραπέζι γεμάτο παραστάσεις ἀπὸ τὸν ἴδιον βράχο, ὅπου τὸ σῶμα καὶ τὸ μυαλὸ μου ἀργοπεθαίνουν, τραπεζομάνδηλον, μὰ κι αὐτὸ μόνον του δὲν θέλησε νὰ χαθῇ. Παρέσυρε μαζύ του τὰ κρύσταλλα, τ’ ἀσήμια καὶ τὰ μαλάματα καὶ τὶς ἄτιμες ῥόγες ποὺ ζητοῦσαν ἡ ψυχὴ μου νὰ ζυμωθῇ μαζὶ τους. Μὰ πέφτοντας εἰς τὴν τῶν Ἑλλήνων Πόρνην Γῆν, ἐτυλίχθησαν ἐπάνω μου. Τὸ μάλαμα θέλησε εἰς τὸ δέρμα μου να εἶναι ἐραστής, τὰ κύτταρά μου νὰ κάμῃ μέταλλον μαλακόν. Τ’  ἀσήμια ἀγκιστρώθηκαν εἰς τὶς ἄκρες τῶν δακτύλων μου, θέλοντας νὰ ᾿ναι αὐτὰ ἡ ἀφή μου.  Τὰ κρύσταλλα κι οἱ πορσελάνες, φορτωμένα σχιζοφρένεια θαρρεῖς, αὐτοκτόνησαν, χιλιάδες κομμάτια ἔγιναν προσπαθῶντας νὰ τρυπώσουν μέσα μου.
         Κι  ἀπέναντί μου ἡ Θεά, ἡ Ἠθονόη…αὐτὴ ἀτάραχη ψιθύριζε σιωπηλά, μὲ τὸ ἴδιον βλέμμα ποὺ γυρνοῦσε μὲ τὴν νίκην ἀπὸ τὶς μὲ τὸν Ἄρη μάχες της, μὲ ὁδηγοῦσε εἰς τὴν παραφροσύνην. Θὰ μποροῦσε νὰ μὲ σκοτώσῃ, νὰ τελείωνε τὸ κακὸν ἐδῶ…μὰ ὄχι. Διότι πὼς ἡ ἀνάστασις θὰ ἔλθῃ, ἐὰν πρῶτα δὲν ταφῇ τὸ γέννημα τοῦ Φωτός  μέσα εἰς τὶς σάρκες τῆς Γῆς, μαζὶ μὲ τὰ κύτταρα τοῦ Ἐλληνισμοῦ …
      Ἐκεῖ οἱ ψυχὲς τῶν Ἑλλήνων νικῶντας τὸν Χάροντα , τοῦ Πλούτωνος θὰ ῥαγίσουν τὴν δύναμιν καὶ κλαίοντας αὐτὸς, τὰ δάκρυὰ του κλειδιὰ τῆς Αὐγῆς εἶναι.
 Ξανὰ ἕνα κύτταρον πρῶτα Ἐλληνικὸν,
 εἰς τὸ χῶμα αὐτὸ θὰ βλαστήσῃ,
κι ἔπειτα τὸ χαμόγελον τῆς Γῆς θὰ ξυπνήσῃ
τὸν γίγαντα Φῶς, τὸν Ἥλιον Φίλον Θεόν.
Καὶ τότε ξανὰ οἱ πέτρες θὰ λάμψουν,
κι ἀπάνω ἡ μία εἰς τὴν ἄλλην θὰ κάτσουν.
Ἡ Φωνὴ τῆς Γλώσσης παντοῦ θᾶ χυθῇ,
ἀγκαλιὰ μὲ τὸ Φῶς τοῦ σκότους ὁ πόνος νὰ γίνῃ.
Καὶ μέσα ἀπὸ πέτρα λαμπρή,
τὸ κάλλος κι’ ἡ δόξα μου ξανὰ θὰ φανῇ.
Λαμπρὴ μὲ ἔνδυμα ἐλεύθερον εἰς τὸν Ἥλιον ἐμπρὸό,
ξανὰ ὀ ναός μου τῶν ναῶν θὰ γίνῃ Θεός.
Τῶν Ἑλλήνων τὸ σκότος θὰ σβήσῃ,
τοῦ κόσμου τὸ Φῶς θ’ ἀναστήσῃ,
ξανθὸν τὸ χρῶμα γαλάζιον τὴν γῆν θὰ γεμίσῃ.
       Ἔτσι λοιπὸν ξεκινοῦσε ἡ ἡμέρα, γεμάτη κυνήγι ἀπὸ τὸν Οὐρανὸν ὅπου κρυβόμουν συνεχῶς, μὴν τὸ μάτι του μὲ βρῇ καὶ τὰ βράδυα  τὸ Φῶς ἡ Ἑκάτη ξεκούραζε…Πνιγόμουν ἀργὰ ἀργά. Κι ἔπειτα ἐρχόταν ἡ νῦκτα! Ἔκρυβα τὶς σάρκες μου μέσα εἰς τὰ τῶν κρίνων ἔργα δανδελωτὰ σενδόνια καὶ πολλὲς φορὲς κάτω ἀπὸ τὸ μεγάλο σιδερένιο κρεββάτι…
        Ἀχνόφεγγε τὸ λαδόφανον καὶ μοῦ ἔδειχνε τὸν τοῖχον τῆς κάμαρας…οἱ ὁπλισμένες κατάρες τῆς ἡμέρας ὀργάνωναν θέατρον σκιῶν μὲ σκοτεινὸν αἷμα.
Ξεχύνονταν μὲ ὁργὴν κατὰ πάνω μου, μὲ μάτια φλογερὰ, παιδιὰ τῆς κολάσεως αὐτά,  γεμάτα φθόνους πολλούς, μὲ δίψα καὶ μίσος, σὲ καράβια θεόρατα μὲ μαρμαρένια πανιὰ καὶ κατάρτια γρανίτες, μὲ τιμόνια φτιαγμένα ἀπὸ νῦμφες λιμνῶν, μέσα σὲ θύελες μανιασμένες μ’ ἀγέραν κακόν, μ’ ἀνέραστες βροχὲς κι ἐγκυμονοῦσες καταιγίδες, μέσα σὲ Ἥλιους καυτοὺς καὶ  Φεγγάρια ἐρωτευμένα μὲ κρυστάλλινα λιμνόγυαλα…
      Ἀχνόφεγγε τὸ λαδόφανον…καὶ τὸ ὕπουλον αἷμα νὰ μὲ ξεγελάσῃ ζητοῦσε. Κρυμμένον πίσω ἀπὸ σκιὲς καὶ τὸν ἱστὸν τῆς ξεχασμένης εἰς τὴν τοῦ ταβανιοῦ γωνία ἀράχνης, φοροῦσε τὸ νυφικὸν τῆς νεαρῆς λίμνης, μὲ τὰ γαλήνια νούφαρα νὰ ἀπολαμβάνουν τὸν Ἥλιον Φίλον, μὲ γιασεμιὰ κεντημένο καὶ γεράνια,  σὲ αὐλὲς λευκὲς μὲ λουλάκι καὶ χαμόμηλα περικυκλωμένον… ἅπλωνα τὸ χέρι ν’ ἀγγίξω τὰ γιασεμιὰ καὶ τότες ἡ Ὁργὴ τοῦ Λόγου καὶ τῆς Ἀθηνᾶς Θεᾶς, πάνοπλος καὶ ἀγκαλιά μὲ τὴν Ἄτη τὶς σάρκες τοῦ μυαλοῦ μου ζητοῦσαν νὰ προσφέρω.
       Ἀχνόφεγγε τὸ λαδόφανον καὶ τὸ τρέμουλον τοῦ φυτιλιοῦ , ἐπανάστασιν ἐξεσήκωνε.  Αὐτὸς ὁ Αἴολος φυσοῦσε κατὰ πῶς αὐτὸ ἤθελε καὶ ὁ καπνός του ἐγέμιζε τὴν κάμαρά μου, νὰ μὲ πνίξῃ ἤθελε εἰς τὰ πνεμόνια μου μπαίνοντας. Καὶ μέσα εἰς τὸν τρόμον τοῦ πνιγμοῦ, ἡ ἀχνὴ μικρή του φλόγα, πυρκαϊὰ πελώώώρια μὲ χρῶμα λευκὸν καὶ λάμψιν ἰδίαν τῶν ματιῶν τῆς Ἠθονόης Θεᾶς, ποὺ τὸν Ἄρχοντα Φίλον Ἥλιον τυφλώνει, εἰς τὰ μάτια μου εἰσβολὴν νὰ κάμῃ θέλει. Ἀγκαλιασμένα τὰ στοιχιὰ τῆς Φύσεως ὅλα, μὲ μπροστάρην μονάχα τῆς Ἀθηνᾶς Θεᾶς τὴν μῆνιν, τὸ μυαλό μου…ἐβίαζαν…
        Ἔτσι περνοῦσαν οἱ νῦκτες εἰς τὸν τόπον τὸν καταραμένον, ὅπου ἡ  μοῖρα ὁδήγησε τὴν μικρήν  μου ψυχήν…
Ζητοῦσα τὸ μάλαμα καὶ εἶχα πηγήν!
Ζητοῦσα ἀσήμια καὶ γεννοῦσαν κι αὐτά!
Ζητοῦσα φαγὶ καὶ λαρδὶ καὶ θάλασσες εἶχα ἰδικές μου!
Ζητοῦσα τὸ Φῶς κι ἐρχόταν τὸ σκότος!
Ζητοῦσα τὴν Γνῶσιν μὰ τὸ Χάος κτυποῦσε τὴν πόρτα μου!
Ζητοῦσα Γαλήνην μὰ ὁ Πανικὸς ἐραστής μου ἦταν!
Ζητοῦσα τὸν Ἔρωτα καὶ ὁ Πάνας παρὼν χαμογελοῦσε!
Ζητοῦσα Χαρὰν καὶ ὁ Πόνος τὴν άδελφὴν του Θλίψιν εἰς τὸ κρεββάτι μου ἔφερε!
Ζητοῦσα ἐμένα…μὰ πουθενὰ δὲν μὲ βρῆκα….
      
Βρέθηκα εἰς τὸ Παρίσι μὲ αἷμα λευκὸν ἀπὸ τὸν βιασμὸν τῶν μαρμάρων, μὲ σάρκαν ἁμμουδερὴ ἀπὸ τὸ τοῦ Ναοῦ Γαλάζιον, μὲ μάτια τυφλὰ ἀπὸ τοῦ Ἡλίου τὰ χάδια…καὶ ἁπλὰ… πέθανα!
       
          Βρέθηκα εἰς τὸν δρόμον τῶν Ἑλλήνων καὶ κατάφερα τοῦ Ἐφιάλτου χείριστος νὰ γίνω! Δὲν θὰ πεθάνω ποτέ….τὸ Φῶς σιγοκαίει τὴν ὕπαρξὶί μου, μέχρι νὰ σβήσῃ Αὐτό….
        Εἶμαι ὁ Τόμας Μπρούς, ἕβδομος κόμης τοῦ Ἕλγιν…θέλησα νὰ γράψω Ἱστορία, μὰ δὲν ἤμουν Ἥρως ποτέ καὶ τὸ χείριστον, δὲν ἤμουν Ἕλλην…δὲν ἤμουν κἄν Φιλέλλην! Ἤμουν βάρβαρον γέννημα τοῦ Μεγάλου Πατρὸς μου Παραλόγου καὶ τῆς Πόρνης Μητρὸς μου Παρανοίας. Κατάφερα νὰ γίνω Ἀθάνατος, διότι ἀρνήθηκε ἡ Ἁρμονία τοῦ Σύμπαντος Κόσμου νὰ μὲ δεχθῇ ὡς μέρος αὐτῆς!
       Εἶμαι ἡ περιπλάνησις τοῦ Παγκοσμίου Τίποτα, εἰς τὸ ἄπειρον τοῦ δαιμονισμένου σκοτεινοῦ αἵματος, τῶν ἁγνῶν λευκῶν Μαρμάρων τῆς Ἀθηνᾶς Θεᾶς, ποὺ τόλμησα ν’ ἀγγίξω!
    

         Δεσποτάκης τῆς Δαμητρὸς
                 Ἕλλην

            16-11-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις