Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

ένας αγρότης κι ένας γκουρού



Το πρόγραμμα του σταθμού Νάσιοναλ Πάμπλικ συνεχίστηκε με τις απόψεις μιας καθηγήτριας Πανεπιστημίου, που αφηγήθηκε ένα μύθο της Ινδικής παράδοσης: ένας αγρότης κι ένας γκουρού περπατούν δίπλα σε μια λίμνη. 
Ο αγρότης ρωτά τον γκουρού πώς μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα τι είναι πραγματικό. Ο γκουρού του λέει πως η πραγματικότητα δεν μπορεί να περιγραφεί, μόνο να βιωθεί. Ο αγρότης τον ρωτά πώς μπορεί να γίνει αυτό. Ο γκουρού τού λέει να πηδήσει μέσα στη λίμνη κι ο αγρότης το κάνει. Το επόμενο πράγμα που αισθάνεται είναι ότι βρίσκεται ξαπλωμένος στο χορτάρι και ένας νεαρός του κρατάει το κεφάλι στην αγκαλιά του. Ο νεαρός κλαίει με λυγμούς, το σώμα του πηγαίνει πέρα-δώθε. Τον φωνάζει με τ' όνομα Λάιλα, τον φιλάει στο πρόσωπο και το στόμα και τον ικετεύει να ξυπνήσει. Καθώς ο αγρότης ξαναβρίσκει σιγά-σιγά τις αισθήσεις του συνειδητοποιεί ότι φοράει ένα γυναικείο φουστάνι, ότι έχει γίνει γυναίκα.
Μέσα από τη συζήτηση, η Λάιλα μαθαίνει ότι ο νεαρός είναι ο αρραβωνιαστικός της. Της λέει ότι έτρεχαν ανάμεσα στα δέντρα του δάσους και αυτή γλίστρησε και χτύπησε το κεφάλι της σε μια πέτρα. Την πηγαίνει γρήγορα σ' ένα ιατρείο πρώτων βοηθειών. Εκεί, η Λάιλα λέει στο γιατρό ότι δε θυμάται τίποτα από τη ζωή της εκτός από ένα αμυδρό όνειρο στο οποίο ήταν αγρότης σ' έναν άλλο χρόνο και τόπο. Οι γιατροί αποφασίζουν ότι έχει πάθει αμνησία από το χτύπημα στο κεφάλι. Της λένε ότι μπορεί να μην ξαναβρεί τη μνήμη της κι έτσι το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να ζήσει τη ζωή της αρχίζοντας από τώρα.

Ο αρραβωνιαστικός της την πάει στο σπίτι της και τη συστήνει σε μια παρέα από αγνώστους που λένε ότι είναι φίλοι και συγγενείς της. Μετά από ένα χρόνο περίπου και αφού έχει προσαρμοστεί στον νέο τρόπο ζωής της, η Λάιλα παντρεύεται και μετά από άλλον ένα χρόνο γεννά μια κόρη, η οποία με τη σειρά της μετά από αρκετά χρόνια παντρεύεται και κάνει ένα γιό. Όταν ο εγγονός της κλείνει τα τρία του χρόνια, η χώρα τους εμπλέκεται σε πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου σκοτώνεται όλη η οικογένεια της Λάιλα εκτός από την ίδια και τον εγγονό της, τον Σεμπ. Μετά από μερικές σπαρακτικές εμπειρίες, οι δυο τους καταφεύγουν σε μια ουδέτερη χώρα όπου η Λάιλα μεγαλώνει τον Σεμπ και τον στέλνει σε μια ιατρική σχολή. Πολλά χρόνια αργότερα, στην ηλικία των 102 χρόνων, η Λάιλα παθαίνει εγκεφαλικό και καλεί τον εγγονό της στο προσκεφάλι της για να τον αποχαιρετήσει. Κρατώντας το χέρι του, κλείνει τα μάτια της και αφήνει την τελευταία της πνοή.

Έπειτα, ξανανοίγει τα μάτια της και ανακαλύπτει ότι είναι ξαπλωμένη στο χορτάρι με ένα δυνατό πονοκέφαλο και ένα καρούμπαλο στον αριστερό κρόταφο της. Ο Σεμπ συνεχίζει να τής κρατάει το χέρι, αλλά ο ίδιος δεν ξέρει ποια είναι, και ο λόγος είναι ότι αυτή είναι πάλι άνδρας, ο ίδιος αγρότης που περπατούσε με τον γκουρού. Ο Σεμπ του λέει ότι όταν πήδηξε μέσα στη λίμνη χτύπησε το κεφάλι του σ' ένα βράχο και λιποθύμησε. «Ήσουν τυχερός που περνούσα από 'δω. Ο φίλος σου κι εγώ σε τραβήξαμε έξω. Το κεφάλι σου θα πονάει για μια δυο μέρες αλλά κατά τ' άλλα νομίζω πως θα είσαι εντάξει».

Ο αγρότης λέει του Σεμπ ότι το πρόσωπο του τού είναι γνωστό και τον ρωτάει αν είχε μια γιαγιά που λεγόταν Λάιλα. «Φυσικά», τού απαντά ο Σεμπ, «αυτή με μεγάλωσε όταν οι γονείς μου σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Την ξέρεις»; Ο αγρότης γνέφει καταφατικά και ο γκουρού χαμογελάσει.
Τόσο ο αγρότης όσο κι ο Σεμπ είχαν προσωπική εμπειρία από τη Λάιλα. Την κάνει αυτό πραγματική; Ας υποθέσουμε ότι ο Σεμπ είχε σκοτωθεί στον πόλεμο. Θα συνέχιζε η Λάιλα να είναι πραγματική;
Για να απαντήσουμε σ' αυτή την ερώτηση, πρέπει να αποφασίσουμε τι - κατά τη γνώμη μας - είναι αυτό που κάνει κάτι πραγματικό. Πολλοί άνθρωποι λένε "πραγματικό είναι κάτι που αγγίζω, κάτι το χειροπιαστό". Αν εφαρμόσουμε αυτό το κριτήριο πρέπει να πούμε ότι το ρολόι και τα μάτια της κουζίνας που μας περιέγραψε ο δημοσιογράφος ήταν ψευδαισθήσεις. Αν ανοίγαμε τη βρύση αυτής της εικονικής κουζίνας, το νερό θα φαινόταν και θα ηχούσε αληθινό αλλά δε θα έβρεχε το χέρι μας. Θα μπορούσαμε να δούμε και ν' ακούσουμε δυο αβγά μάτια να τηγανίζονται, αλλά θα λέγαμε ότι αυτή η κουζίνα είναι ανύπαρκτη, ανεξαρτήτως του πόσοι άνθρωποι τη βλέπουν ταυτόχρονα.

Τι θα λέγατε για τα ουράνια τόξα; Σχεδόν όλοι μας έχουμε κάποτε δει ένα - ή τουλάχιστον μια φωτογραφία του, όμως δεν μπορούμε να τ' αγγίξουμε, να το ακούσουμε ή να το μυρίσουμε - μόνο την όρασή μας διεγείρει. Αυτό σημαίνει ότι είναι ψευδαίσθηση; Και το φως; Είναι το φως πραγματικό;

Θα μας άρεσε ίσως, να σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο ότι η πραγματικότητα καθορίζεται από τις προσωπικές μας επιλογές. Μέχρις ενός σημείου, οι άνθρωποι επιλέγουν τι θα πιστέψουν ως πραγματικό. Αν το ζήτημα είναι έτσι, τότε φαίνεται απόλυτα λογικό να επιλέξουν μια πραγματικότητα που θα κάνει τη ζωή τους καλύτερη.

Μια μέρα, η φίλη μου η Σάρα έπρεπε να πάει στο Σαν Φρανσίσκο. Αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε να διασχίσει οδηγώντας τη γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ, κάτι που είχε ορκιστεί να μην κάνει ποτέ. Η σκέψη ότι θα έχανε τον έλεγχο και θα έπεφτε από τη γέφυρα την έκανε να τρέμει από φόβο. Παρ' ότι ο φόβος της δεν είχε λογική βάση, γι' αυτήν ήταν τόσο αληθινός όσο και η γέφυρα. Δε μπορούσε να επιλέξει να αλλάξει ούτε τον φόβο ούτε τη γέφυρα. Αυτό που μπορούσε να αλλάξει ήταν η αντίληψή της. Μικρή, η Σάρα είχε πείσει τον εαυτό της ότι όταν έκανε με δύναμη πετάλι στο τρίκυκλο ποδηλατάκι της, δεν κινούνταν η ίδια αλλά το έδαφος κάτω από τις ρόδες της. Έτσι, της φάνηκε ότι θα μπορούσε και τώρα να πείσει τον εαυτό της ότι αν πατούσε τέρμα το γκάζι θα γινόταν το ίδιο και με τον δρόμο της γέφυρας. Όσο χαζό κι αν φαινόταν, αποφάσισε να το δοκιμάσει. Φυσικά κορόιδευε τον εαυτό της χρησιμοποιώντας μια παιδιάστικη φαντασίωση, για να λύσει το πρόβλημά της ως ενήλικος στον πραγματικό κόσμο. Το θέμα είναι ότι αυτή η ιδέα λειτούργησε. Μ' αυτήν την εικόνα στο μυαλό κατάφερε να οδηγήσει και να επιστρέψει χωρίς φόβο ή πανικό.

Άλλο ένα γεγονός, σύμφωνα με τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, είναι το ότι η απόλυτη κίνηση δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί, δηλαδή δεν υπάρχει τρόπος να ξέρουμε ποιο απ' όλα κινείται: το αυτοκίνητο, η γέφυρα ή και τα δύο; Αυτό είναι κάτι που έχει να κάνει με τη θεωρία της σχετικότητας.

Όταν ήμασταν παιδιά και κοιτούσαμε τον ουρανό, μπορούσαμε να δούμε διάφορα πράγματα να κινούνται: τον ήλιο, τα άστρα, το φεγγάρι, τα σύννεφα. Μετά, μας έστειλαν στο σχολείο και μας είπαν να μην πιστεύουμε τα μάτια μας. Μας δίδαξαν ότι το θέαμα του ήλιου που ανατέλλει, ταξιδεύει και δύει στον ουρανό είναι μια ψευδαίσθηση - ότι δηλαδή στην πραγματικότητα είναι ακίνητος, ενώ εμείς τον παρακολουθούμε από την επιφάνεια αυτής της γήινης σφαίρας που περιστρέφεται στο διάστημα. Από την άλλη μεριά, μας είπαν ότι τα σύννεφα και το φεγγάρι φαίνονται να κινούνται γιατί πράγματι κινούνται. Αν ο Αϊνστάιν έχει δίκιο, τότε κανένας δεν μπορεί να ξέρει τι πραγματικά γίνεται εκεί έξω.
«Το Μαγικό Θέατρο» εκδ. Έσοπτρον

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις