Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Η κυρα Δέσποινα

Όταν οι σκέψεις θέλουν να γίνουν λόγια...


Η κυρα Δέσποινα

Η άνοιξη είχε μπεί για τα καλά. Το ανοιξιάτικο πρωινό ήταν δώρο Θεϊκό . Ο ήλιος έλαμπε ανάμεσα στα κατάλευκα σύννεφα και έστελνε μήνυμα σ όλη την πλάση ότι το καλοκαίρι είναι πολύ κοντά. Το δροσερό αεράκι έπαιζε με τα τρυφερά φύλλα των φυτών και των δένδρων περνώντας ανάμεσά τους.
Η κυρά Δέσποινα βγήκε στο μπαλκόνι της πιο νωρίς σήμερα . Ήταν μια βεράντα , αλλά επειδή απο εκεί και πέρα κατηφόριζε ο τόπος γύρω, η βεράντα έμοιαζε μπαλκόνι. Ήταν μεγάλο πλεονέκτημα για το μικρό σπιτάκι καθώς έβλεπε σε μιά θέα ονειρεμένη που θα ζήλευαν πολλά απο τα πλουσιόσπιτα του νησιού.
Η κυρά Δέσποινα πότισε τα λουλούδια της , με μεγάλη αγάπη, τους κουβέντιαζε και τους τραγουδούσε. Κι αυτά σαν να καταλάβαιναν θαρρείς, γίνονταν πιο όμορφα, πιο στητά, και της ψιθύριζαν την καλημέρα τους . Υπήρχε μια μυστική επικοινωνία μεταξύ τους.
Και τί δεν είχε αυτό το μπαλκόνι;! Γεράνια, βασιλικούς, βιγκόνιες, σκουλαρίκια, δαφνάκια, γαρύφαλλα, ωραία φύλλα , αγιόκλημα, γιασεμί, νυχτολούλουδα κι ένα σωρό άλλα! Ήταν ο παράδεισός της!
Όταν τέλειωνε το πότισμα και τα κανακέματα, της άρεσε να αγναντεύει απο εκεί ψηλά τη θάλασσα. Μπορούσε να τη μετρά απ το λιμάνι ως τ ανοιχτά του πελάγου, και από τη μια άκρη του νησιού ως την άλλη. Πόσα μίλια άραγε να φτάνει το μάτι , αναρωτιόταν. Ο λογισμός της έτρεχε απο αυτά που έβλεπε σ εκείνα που δεν μπορούσε να δεί. Ήταν απέραντα θαυμαστό το μεγαλείο του Θεού στη συνείδηση της απλοϊκής γυναίκας. Θαύμαζε και δόξαζε!
Ταξίδευε σε σκέψεις ατέλειωτες, αλλόκοτες...
Το μικρό νησάκι στη μέση του πελάγου! Πόσα απέραντα βάθη το περιτριγύριζαν ;! Τόσα κι άλλα τόσα!
Και πόσο αμέτρητος είναι ο ουρανός;! Ως πού φτάνει ο ουρανός;! Ως τα σύννεφα, ως τον ήλιο , ή ως τον Θεό;!
Αλλά το μυαλό τ ανθρώπου μπορεί να τα ξεπερνά όλα και να φτάνει στο άφταστο. Μπορεί να φαντάζεται ό,τι θέλει, να πλάθει παραμύθια... Αν γινόταν λέει να δεί κανείς απο ψηλά , ν ανέβει στην άμαξα τ ουρανού και να γυρίσει τον κόσμο όλο!
Κι αν γινόταν έτσι, ποιό προορισμό θα είχαμε στο κόσμο τούτο;
Όχι, όχι! σκέφτηκε η κυρά Δέσποινα. Αυτά είναι αλλουνού χωράφια! Τα πετεινά του ουρανού έχουνε τη χάρη αυτή. Αυτό δεν αλλάζει!
Γύρισε πάλι το βλέμμα και τη σκέψη της στ ανθρώπινα , στα κοντινά και δεν έλειπε η ομορφιά.
Στο λιμάνι οι βαρκούλες σαν πολύχρωμα στολίδια παρέα με τους γλάρους που καμιά φορά έφταναν ως το μπαλκόνι της. Οι ψαράδες έφτιαχναν τα δίχτυα και όλα τα σχετικά για την επόμενη ψαριά. Ο πελεκάνος κουνιστός καμαρωτός τριγύριζε εδώ κι εκεί όπου του πετούσαν κάποιο μικρόψαρο οι ψαράδες.
Γύρω -γύρω σπιτάκια με μπλέ παραθυρόφυλλα και στο βάθος δυο ανεμόμυλοι. Το μικρό φιδίσιο μονοπάτι σουρνώταν και σκαρφάλωνε στην απέναντι πλαγιά στο ξωκκλήσι του Άι Ηλιά. Τότε απ τη ψυχή της κυρα Δέσποινας βγήκε μια κουβέντα "όλα με σοφία τάκαμες Θέ μου" , σταυροκοπήθηκε και μπήκε στο μικρό σπιτάκι της.
Το δωμάτιο ήταν φωτεινό και ζεστό. Ο πρωινός ήλιος έμπαινε απ τα παράθυρα και έπαιζε με ό,τι υπήρχε. Με το βάζο που ήταν γεμάτο λουλούδια, με τον καθρέπτη της ντουλάπας , έπιπλο μισού αιώνα , με τα κάδρα στους τοίχους ... Το διπλό κρεββάτι ήταν στρωμένο με την πλεκτή κουβέρτα που η κυρα Δέσποινα είχε φτιάξει πριν χρόνια, τότε που τα μάτια της ήταν δυνατά σαν του αετού.
Στο παράθυρο κοντά έχει μια κουνιστή πολυθρόνα. Τής την είχε φέρει δώρο απ΄ τη χώρα ο άντρας της ο κυρ Νικόλας ο συγχωρεμένος. Εκεί κάθεται σαν τελειώνει τα πήγαινε - έλα και είναι η ώρα για να ράψει κάτι. Έχει πάντα κάτι να ράψει η κυρα Δέσποινα.
Τα λίγα λεφτουδάκια της, εδώ και χρόνια, της επέβαλαν την επιδιόρθωση παρά την αγορά καινούριων. Αλλά η κυρα Δέσποινα δεν στενοχωριέται καθόλου γι αυτό. Αντίθετα χαίρεται να νιώθει ότι μπορεί να ξαναδίνει παράταση ζωής σε κάθε ρούχο, σε κάθε ύφασμα που έχει τη μυρωδιά του παρελθόντος και της θυμίζει κάτι αγαπημένο. Αυτές τις δημιουργικές και νοσταλγικές ώρες, χρειάζεται το φώς του ήλιου που βοηθά την κουρασμένη όρασή της, επικουρικά με τα ματογυάλια της,
Πιο πέρα είναι ένα μικρό τραπέζι με δυο καρέκλες. Ούτε θυμάται πόσα χρόνια τα έχει εκεί στην ίδια θέση. Με τα χρόνια έχουν αποκτήσει κι αυτά ψυχή και μεγάλη αξία στο βασίλειό της. Εκεί μαζί με τον συγχωρεμένο, την ιερή ώρα του φαγητού, ευχαριστούσαν τον Ύψιστο για τον επιούσιον. Τώρα πια μόνη τον δοξάζει για δυο και στο τραπέζι υπάρχει ένα βάζο με λουλούδια και μια φωτογραφία του συγχωρεμένου του άντρα της.
Το πάτωμα είναι πάντα στρωμμένο με δυο κουρελούδες που βγαίνουν μόνο το καλοκαίρι . Τίς είχε υφάνει με τα χεράκια της η κυρα Δέσποινα στον αργαλειό της νονάς της, όταν ήταν ακόμη κοπελούδα.
Πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο και προίκα για το γάμο της ήταν αυτός ο αργαλειός. Τον είχε κληρονομήσει από την νονά της μαζί με το μικρό σπιτάκι στο ύψωμα. Θεός σχωρέστην ! έλεγε και ξανάλεγε όποτε την θυμόταν .
Η νονά της τής είχε χαρίσει και την τρίφυλλη ντουλάπα με τον καθρέπτη στο μεσαίο φύλλο. Εκεί πρωτοκαθρεπτίστηκε νυφούλα με ένα λιτό λευκό φόρεμα με δαντέλα στο γιακά και στα μανίκια και με λεμονανθούς περασμένους στην πλεξούδα της.
Η ντουλάπα υπάρχει εκεί δίπλα στο κρεββάτι και λάμπει ακόμη απο το τελευταίο λούστρο που της πέρασε ο συγχωρεμένος .."έπιαναν τα χέρια του" στο κάθε τι.
Ο αργαλειός δεν υπάρχει πιά. Πάνε χρόνια που τον δώσανε για να αγοράσουν την "κυρα Δέσποινα". Ήταν ένα γερό σκαρί που τους έδωσε καλές ψαριές και γλυκό ψωμί κι ας ήταν ψημένο με τη θαλασσινή αρμύρα. Ο κυρ Νικόλας δεν ήθελε να της τον στερήσει τον αργαλειό, αλλά η κυρα Δέσποινα δεν ήθελε ο καλός της να μείνει για πάντα σε ξένη δούλεψη, αφού κάτεχε τη θάλασσα το ίδιο και καλύτερα απο τ αφεντικό του.
Τώρα στο μικρό τους σπίτι η κυρα Δέσποινα είναι μια ήρεμη μοναχική φιγούρα. Εκτός το μεγάλο δωμάτιο υπάρχει και μια μικρή κουζίνα. Ζεστή γωνίτσα το τζάκι με την παραστιά. Εκεί μαγειρεύει το λιγοστό φαγάκι της. Τους κρύους μήνες ανάβει συνεχώς το τζάκι με ξερόκλαδα που μαζεύει και τα έχει σε μια μικρή αποθήκη που είναι έξω στην αυλή.
Στη μικρή κουζίνα υπάρχει ένας πέτρινος νεροχύτης ένα ντουλάπι και ένα μικρό ψυγείο πάγου.Κάποτε ήρθαν να το πάρουνε να το πάνε στο μουσείο λέει και της δίνανε καλά φράγκα. Μα η κυρα Δέσποινα δεν συμφώνησε . Δεν ήθελε λεφτά ήθελε τη ζωή της όπως ήταν, χωρίς να λείπει κανένα κομμάτι, όσο ήταν στο χέρι της.
Έτσι κάθε καλοκαίρι όλο και κάποιος ψαράς της πήγαινε πάγο για το ψυγειάκι της έτσι στη μνήμη του κυρ Νικόλα που τον συμπαθούσαν όλοι.
Στην κουζίνα υπάρχει και μια εξώπορτα που βγάζει στην πίσω αυλή εκεί όπου είναι και η αποθήκη. Εκεί δίπλα σε ένα κήπο έχει η κυρα Δέσποινα τα λαχανικά της μια λεμονιά μια πορτοκαλιά και μια αμυγδαλιά. Στην άκρη του κήπου έχει ένα κομμάτι περιφραγμένο με τέσσερις κοτούλες κι ένα κόκκορα.
Τον κήπο αυτό τον έφτιαξαν μαζί με τον κυρ Νικόλα τότε μόλις παντρεύτηκαν. Μαζί έσκαψαν το σκληρό χώμα και μαζί κουβάλησαν με τη βοήθεια κάποιου γαϊδαράκου τότε χώμα απο άλλη περιοχή . 10 τσουβάλια είχε φορτωθεί το άκακο ζωντανό σε δέκα στρατιές σε δέκα μέρες. Έτσι έγινε ο κήπος τους γόνιμος και αποδοτικός. Ανάλογα με την εποχή είχαν και αυτά που έπρεπε. Η κυρα Δέσποινα φρόντιζε τον κήπο όσο έλειπε ο κυρ Νικόλας στο ψάρεμμα. Αλλά όταν δεν είχε ψάρεμμα τον φρόντιζε κι αυτός. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον.
Όταν έγινε ο κυρ Νικόλας αφεντικό με την "κυρα Δέσποινα" αρμένιζε και με μπουνάτσες και με μποφόρια. Ήταν καλος ψαράς και είχαν πάντα το καθημερινό τους και με το παραπάνω Όταν υπολόγιζε ότι θα χρειαστεί κι άλλα χέρια έπαιρνε μαζί και την καλή του την κυρα Δέσποινα.
Έτσι πορεύτηκαν μαζί όλα τα χρόνια και δούλευαν και ζούσαν αγαπημένοι ήρεμοι κι ευτυχισμένοι τόσο ώστε να μην τους απασχολεί που δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Με απλοϊκή γαλήνια σκέψη δέχονταν το θέλημά Του.
Όταν πέρασαν τα χρόνια και ο κυρ Νικόλας ένοιωθε ότι δεν μπορεί να έχει την παλιά του δύναμη αποφάσισε να γίνει στεριανός. Ήθελε να είναι σπίτι του όταν έρθει η ώρα του. Τότε πούλησε τη βάρκα και βγήκε στη σύνταξη. Φρόντιζε τον κήπο τους και συχνά βοηθούσε τους άλλους ψαράδες όταν έφτιαχναν τα δίχτυα τους. Αυτοί για πληρωμή του χάριζαν το ψάρι της εβδομάδας. Έτσι δεν τους έλειπε τίποτα. Όμως μια νύχτα του Γενάρη ο καπετάν Νικόλας έφυγε για το μεγάλο ταξίδι. Έτσι απλά κι αθόρυβα όπως είχε ζήσει.
Η κυρα Δέσποινα τώρα πια ζει με τις αναμνήσεις μιας ολάκερης ζωής. Η μικρή σύνταξη που παίρνει απ το μακαρίτη τής είναι αρκετή. Δεν έχει συγγενείς διότι και οι δυό τους ήταν μοναχοπαίδια. Όμως πιστεύει ότι ο Θεός δεν την ξεχνά και δεν ανησυχεί για το αύριο. Ακόμη πιστεύει πως ο κυρ Νικόλας επειδή ήταν πάντα καλός και αγαθός άνθρωπος έχει την άδεια του Μεγαλοδύναμου να είναι πάντα κοντά της και να την προσέχει.
Στον τοίχο κρέμεται η φωτογραφία του γάμου τους και πιο πέρα μια άλλη με τον καπετάν Νικόλα στη βάρκα τους, που κρατάει ένα μεγάλο ψάρι και χαμογελάει με ικανοποίηση. Την είχαν τραβήξει κάποιοι τουρίστες και του έδωσαν κι αυτουνού ένα αντίγραφο. Μετά πήγε στη χώρα τη μεγέθυνε και την κορνίζωσε. Αυτή η φωτογραφία αρέσει στην κυρα Δέσποινα επειδή είναι χαμογελαστός.
Κάθε απόβραδο η κυρα Δέσποινα κάθεται στην κουνιστή της πολυθρόνα και παίρνει στα χέρια τη φωτογραφία του. Πιάνει κουβεντούλα με τον καλό της και τον νοιώθει εκεί μαζί της σαν να μην έφυγε ποτέ. Του λέει πώς πέρασε τη μέρα της, του λέει τα νέα του νησιού, τις σκέψεις της και τις έγνοιες της ... κι αυτός πάντα της δίνει την απάντησή του...
Μετά η κυρα Δέσποινα ήρεμη κάνει το σταυρό της και πλαγιάζει. Στα όνειρά της πάλι συναντιούνται και όλα είναι όπως παλιά....


Maria Dimitriou

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις