Ψευδαισθήσεις
Το
ίδιο εκείνο βράδυ ο Σιμόντα μου είπε: «Είμαστε όλοι ελεύθεροι να
κάνουμε αυτό που θέλουμε. Δεν είναι απλή, σαφής και κρυστάλλινη αυτή η
αρχή; Δεν αποτελεί τον πιο υπέροχο τρόπο για να διοικείται ο κόσμος;»
«Σχεδόν. Ξέχασες κάτι σημαντικό», παρατήρησα.
«Ναι;»
«Είμαστε όλοι ελεύθεροι να κάνουμε αυτό που θέλουμε, εφόσον δεν κάνουμε
κακό στους άλλους», διόρθωσα. «Ξέρω πως το είχες στο μυαλό σου κι αυτό, ωστόσο πρέπει να ολοκληρώνεις τις σκέψεις σου».
Ακούστηκε κάτι σα σύρσιμο ποδιών μέσα στο σκοτάδι και γύρισα και τον κοίταξα. «Το άκουσες αυτό;»
«Ναι. Μου φάνηκε πως άκουσα βήματα, σα να 'ρχεται κάποιος...» Σηκώθηκε
και προχώρησε μερικά βήματα. Ξαφνικά γέλασε, λέγοντας ένα όνομα που δεν
άκουσα. . «Εντάξει», τον άκουσα να λέει μετά. «Όχι, θα χαρούμε να
καθίσετε λίγο μαζί μας... ειλικρινά είσαστε ευπρόσδεχτος».
Η προφορά
του άγνωστου νυκτερινού επισκέπτη ήταν βαριά. Δε θα πρέπει να ήταν
Ρώσος, ούτε Τσέχος, μάλλον Τρανσυλβανός. «Ευχαριστώ, δε θα 'θελα να σας
ενοχλήσω,..»
Ο Σιμόντα τον οδήγησε προς το μέρος που καθόμαστε,
κοντά στη φωτιά. Δεν ήταν από τους τύπους που συναντά κανείς συχνά τη
νύχτα στο Μίντλουεστ. Μικρόσωμος, ξερακιανός, με όψη λύκου, σου
προκαλούσε φόβο. Φορούσε βραδινά ρούχα κι από πάνω είχε ριγμένη μια
μαύρη κάπα γαρνιρισμένη με κόκκινο σατέν. Έδειξε αμηχανία όταν πλησίασε
στο φως.
«Περνούσα τυχαία», είπε. «Αυτό το χωράφι είναι ο συντομότερος δρόμος για το σπίτι μου...»
«Ναι;» Ο Σιμόντα δε φαινόταν να τον πιστεύει γιατί έκανε ότι μπορούσε
για να συγκρατήσει το γέλιο του. Εγώ προσπαθούσα ακόμα να καταλάβω.
«Καθίστε», είπα. «Μπορούμε να σας βοηθήσουμε σε τίποτα;» Στην
πραγματικότητα δεν ένιωθα ιδιαίτερη επιθυμία να τον βοηθήσω, αλλά
φαινόταν πολύ συνεσταλμένος κι ήθελα να τον κάνω να νιώσει άνετα».
Με κοίταξε μ' ένα χαμόγελο γεμάτο απελπισία που μ' έκανε να παγώσω. «Ναι
μπορείτε να με βοηθήσετε. Αυτό που θέλω το χρειάζομαι πάρα πολύ,
διαφορετικά δε θα το ζητούσα. Μπορώ να σας πιω το αίμα; Λίγο; Είναι η
τροφή μου- έχω ανάγκη από ανθρώπινο αίμα...»
Πετάχτηκα αμέσως
όρθιος. Αναρωτήθηκα για μια στιγμή μήπως δεν κατάλαβα καλά, μήπως άλλο
ήθελε να μου πει με την άσχημη προφορά και τα σπασμένα Αγγλικά του.
Εκείνος έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Είμαι φιλήσυχος κι άκακος άνθρωπος,
δεν είμαι όμως καθόλου μικρόσωμος και καθώς είχα αγριέψει θα πρέπει να
φαινόμουν απειλητικός. Γύρισε αλλού το κεφάλι του. «Κύριέ μου, με
συγχωρείτε! Με συγχωρείτε! Σας παρακαλώ, ξεχάστε όσα είπα για το αίμα.
Βλέπετε όμως...»
«Τι θέλετε κύριε;» Μιλούσα σε άγριο τόνο γιατί φοβόμουν. «Τι πράγμα είπατε Πως θέλετε; Τι είσαστε, βρικό....»
«Ρίτσαρντ», μ' έκοψε ο Σιμόντα πριν προλάβω να τελειώσω τη λέξη.
«Ρίτσαρντ ο ξένος μας κάτι έλεγε και τον διέκοψες». Γύρισε προς τον
επισκέπτη. «Παρακαλώ, συνεχίστε, κύριε, ο φίλος μου είναι λίγο
απότομος».
«Ντόναλντ», είπα, «αυτός εδώ...»
«Πάψε!»
Σώπασα
σαστισμένος και κοίταξα με φοβισμένο, και συγχρόνως γεμάτο απορία ύφος,
τον άνθρωπο που ξεπήδησε από το σκοτάδι θέλοντας να μου πιει το αίμα.
«Σας παρακαλώ», συνέχισε, «προσπαθήστε να με καταλάβετε. Δεν το θέλω
να είμαι βρικόλακας. Είμαι κακότυχος. Δεν έχω πολλούς φίλους. Πρέπει
ωστόσο να πιω κάθε βράδυ μια μικρή ποσότητα φρέσκου αίματος, διαφορετικά
σφαδάζω από φοβερούς πόνους. Κι αν τελικά δε βρω αίμα να πιω, πεθαίνω.
Σας παρακαλώ, θα πάθω μεγάλο κακό —θα πεθάνω— αν δε με αφήσετε ν'
απομυζήσω λίγο από το αίμα σας... να λίγο, δε χρειάζομαι παραπάνω από
μισό λίτρο». Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου γλείφοντας τα χείλη του,
πιστεύοντας ίσως πως ο Σιμόντα τελικά θα μ' έκανε να υποχωρήσω.
«Ένα
βήμα ακόμα και θα χυθεί το δικό σου αίμα», του φώναξα. «Μη μ' αγγίξεις
γιατί πεθαίνεις...» Δε σκόπευα να τον σκοτώσω, ήμουν έτοιμος όμως να τον
εξουδετερώσω, αν συνέχιζε.
Φαίνεται ωστόσο πως με πίστεψε γιατί
σταμάτησε αναστενάζοντας και γύρισε προς το Σιμόντα. «Απόδειξες αυτό που
ήθελες;» τον ρώτησε.
«Νομίζω ναι. Ευχαριστώ».
Ο βρικόλακας με
κοίταξε και χαμογέλασε, ήρεμος τώρα, δείχνοντας ικανοποιημένος με τον
εαυτό του, σαν ηθοποιός στη σκηνή μετά το τέλος της παράστασης. «Δεν
πρόκειται να σου πιω το αίμα Ρίτσαρντ», είπε σε τέλεια αγγλικά και σε
πολύ φυσικό τόνο. Καθώς τον κοιτούσα τον είδα να χάνεται, λες κι ήταν
φως που χαμήλωνε σιγά- σιγά, και σε πέντε δευτερόλεπτα είχε εξαφανιστεί
ολότελα.
Ο Σιμόντα κάθισε πάλι κοντά στη φωτιά. «Είναι ευχάριστο που δεν τα εννοείς όσα λες».
Έτρεμα ακόμα από την ταραχή που μου προκάλεσε η προοπτική μιας πάλης με
το τέρας. «Ντόναλντ, καλά κάνεις να μου εξηγήσεις τι συμβαίνει. Τι στο
καλό ήταν αυτό το πράγμα;»
«Ο Ντοτ ήταν ένας βρικόλακας από την
Τρανσυλβανία», είπε με προφορά ακόμα πιο βαριά από εκείνη του τέρατος.
«Ή για να είμαι πιο ακριβής, ο Ντοτ ήταν μια σκέψη με τη μορφή ενός
βρικόλακα από την Τρανσυλβανία. Καμιά φορά, όταν θέλεις ν' αποδείξεις
κάτι κι ο άλλος δεν μπορεί να το καταλάβει, χρησιμοποιείς μια σκέψη με
μορφή για να του το κάνεις χειροπιαστό. Σου φαίνεται πως το παρατράβηξα
κάνοντάς τον με κάπα, μυτερά δόντια και μ' εκείνη την ξενική προφορά;
Τρόμαξες πολύ;»
«Η κάπα ήταν πρώτης τάξεως Ντόναλντ. Ήταν όμως πολύ
χαρακτηριστικός τύπος ξωτικού, όπως τα περιγράφουν οι θρύλοι και τα
παραμύθια... δε φοβήθηκα καθόλου».
Αναστέναξε. «Μάλιστα. Ωστόσο μπήκες στο νόημα τουλάχιστον, κι αυτό είναι το σημαντικότερο».
«Ποιο νόημα;»
«Ρίτσαρντ, δείχνοντας τόση σκληρότητα στο βρικόλακά μου, έκανες εκείνο
που ήθελες, παρ' όλο που πίστευες πως αυτό επρόκειτο να κάνει κακό σε
κάποιον άλλο. Σου το είπε κιόλας πως θα πάθαινε κακό αν...»
«Μα ήθελε να μου πιει το αίμα».
«Αυτό ακριβώς κάνουμε κι εμείς όταν λέμε σε κάποιον ότι θα πάθουμε
κακό αν δε ζήσει με τοντρόπο που θέλουμε ή αν δεν κάνει εκείνο που
θέλουμε».
Έμεινα για λίγο σιωπηλός και συλλογισμένος. Πίστευα πάντα
πως είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ότι μας αρέσει, αρκεί να μην κάνουμε
κακό στον άλλο, και τώρα έβλεπα πως το τελευταίο δεν ήταν απόλυτο.
«Εκείνο που σε μπερδεύει», είπε, «είναι αυτό που λένε και παραδέχονται
όλοι, μα που, ωστόσο, δεν είναι σωστό. Δηλαδή, η φράση φτάνει να μην
κάνουμε κακό στον άλλο! Εμείς αποφασίζουμε αν θα πάθουμε ή όχι κακό από
κάτι. Κανένας άλλος. Ο βρικόλακάς μου σου είπε ότι θα πάθει κακό αν δεν
τον άφηνες να σου πιει το αίμα. Το αν θα πάθει κακό ή όχι είναι δική του
εκλογή, δική του απόφαση. Το τι θα κάνεις εσύ είναι δικό σου ζήτημα, κι
είσαι ελεύθερος να κάνεις ότι θέλεις: Να του δώσεις αίμα, να τον
αγνοήσεις, να τον δέσεις χειροπόδαρα, να του χώσεις ένα πάσσαλο στο
στήθος. Κι αν εκείνου δεν του αρέσει ο πάσσαλος, μπορεί ν' αντισταθεί μ'
όποιο τρόπο θέλει».
«Όταν το δει κανείς έτσι...»
«Άκουσε», με διέκοψε, «είναι πολύ σημαντικό.
«Είμαστε όλοι Ελεύθεροι να κάνουμε οτιδήποτε Θέλουμε».
Richard Bach «Ψευδαισθήσεις»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου