Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

“Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο απ’ τη ζωή!”

http://www.candianews.gr/2013/09/10/%CF%89-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CF%85%CF%80%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%B9-%CF%80%CE%B9%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%8D%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%BF-%CE%B1%CF%80-%CF%84%CE%B7-%CE%B6%CF%89%CE%AE/

“Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο απ’ τη ζωή!”

“Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο απ’ τη ζωή!”

Ενα κείμενο-ύμνος της Γαλάτειας Καζαντζάκη για τη ζωή, γραμμένο στο Ηράκλειο το 1909, με αφορμή τη στενάχωρη ποίηση του Καβάφη

Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη andrikakisalekos@gmail.com
Μ’ ένα κείμενο ύμνο προς τη ζωή, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, Αλεξίου ακόμη, διατυπώνει κριτικά την πρώτη γνωριμία της με τον μεγάλο Αλεξανδρινό, τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, και την ποίησή του. Πρόκειται για ένα σπάνιο κείμενο, που γράφτηκε στο Ηράκλειο στις 4 Δεκεμβρίου 1909 και δημοσιεύτηκε στον περίφημο «Νουμά», την εφημερίδα των δημοτικιστών, στις 14 Φεβρουαρίου 1910.
Είναι η εποχή που ο Καβάφης είναι περίπου αποδιοπομπαίος για την ποιητική και λογοτεχνική ελίτ της Αθήνας. Κάτι σαν περιθωριακός (πολλοί λένε και εξαιτίας των σεξουαλικών προτιμήσεών του), για το κατεστημένο της ελληνικής διανόησης. Ακόμη κι ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς τον αντιμετώπισε μάλλον τυπικά, δεν τον υποδέχτηκε όπως του άξιζε, επηρεασμένος από το γενικότερο περιβάλλον.
Είναι όμως ταυτόχρονα η περίοδος που η Ελλάδα κοινωνικά και πολιτικά συγκλονιζόταν συθέμελα. Κάθε τι το δεδομένο, το κατεστημένο, έβλεπε καχύποπτα το νέο. Ο Καβάφης, φυσικά, δεν ήταν ούτε νέος, αφού έφτανε πια τα 47 χρόνια του όταν δημοσιευόταν το κείμενο της Γαλάτειας, ούτε βέβαια καινούργιος και άγνωστος στον ποιητικό λόγο. Αλλά ήταν άκρως σνομπαρισμένος.
Η «αιρετική» Γαλάτεια, η γυναίκα για την οποία έναν χρόνο νωρίτερα ο Νίκος Καζαντζάκης είχε εκφράσει δημόσια, μέσα από τις στήλες επίσης του «Νουμά», το θαυμασμό του για τη λογοτεχνική της αξία και τη φυσική της ομορφιά, ανέλαβε την ευθύνη να «περάσει» τον Καβάφη στο ελληνικό κοινό και στην κατεστημένη (όχι πάντα συντηρητική, αφού και η θεωρούμενη προοδευτική τον αντιμετώπισε, αρχικά, με τον ίδιο περιφρονητικό τρόπο) διανόηση.
Είναι η περίοδος που η μεγάλη Καστρινή συγγραφέας (αδικημένη ακόμη και σήμερα από τη «λογοτεχνική επετηρίδα», πιθανώς εξαιτίας της «σκιάς» του Καζαντζάκη, με τον οποίο αργότερα, μετά το χωρισμό τους, τα έβαλε με τρόπο που αυτό-αδικήθηκε), αρχίζει τη σχέση με τον μετέπειτα σύζυγό της. Ο Καζαντζάκης ήδη υπογράφει ως «Πέτρος Ψηλορείτης», εκείνη, κατ’ αντιστοιχία, ως «Πετρούλα Ψηλορείτη», υπογραφή που χρησιμοποιεί και στο συγκεκριμένο κείμενο.
Με την κριτική μελέτη που δημοσιεύει στις «Φιλολογικές Επιφυλλίδες» του «Νουμά», η συγγραφέας έρχεται να επικυρώσει την ποίηση του Καβάφη ως μεγάλη, αλλά να κατηγορήσει, με προσεγμένο αλλά εμφανή τρόπο, τον ίδιο επειδή δεν επιτρέπει στον ποιητικό λόγο του να ανοίξει όσο του αξίζει τα φτερά του, εξαιτίας των τειχών που απλώθηκαν γύρω από τον ίδιο, χωρίς να αντιδράσει, αλλά και της κουρασμένης, της «μαραζάρικης κι αρρωστημένης ψυχής του».
«Κυτάζει τη ζωή μέσα από τ’ αψηλά τείχη, που όπως ο ίδιος μάς λέει, κάποιοι έχτισαν γύρω του», γράφει. «Κ’ είναι φριχτά αψηλά τα τείχη της σκλαβιάς και μαραζάρικη κι αρρωστημένη η ψυχή που αναστενάζει εκεί μέσα – δυστυχώς, για την ωραία ποίηση του κ. Καβάφη, που τόσα πράματα θα μας έλεγε αν έβγαινε στον ήλιο και στα λουλούδια, στις χιονιές και τις μπόρες».

Ύμνος στη Ζωή!
Η Γαλάτεια, όμως, βρίσκει την αφορμή να υμνήσει το δώρο της ζωής, κάνοντας τη δική της αντιπαράθεση με τη «μαραζάρικη» αντιμετώπιση του Καβάφη. Χαρακτηριστική η αναφορά της που ακολουθεί:
«Όταν επιπόλαια κυτάζεις τη ζωή, σκλάβος της γίνεσαι και παιγνίδι, πετώντας απ’ τη χαρά στον πόνο κι απ’ τον πόνο στη χαρά. Όταν βαθύτερα την κυτάζεις, νοιώθεις τη φριχτή ματαιότητα κάθε χειρονομίας και κάθε κραυγής. Ανέγγιχτος είσαι από τη χαρά κι από τον πόνο. Κι όταν ακόμα πιο βαθειά κυτάξεις την ύπαρξη, τόσο πιο αρμονική και τόσο πιο ωραία θα τηνε βρεις. Θα δεις, ένας ρυθμός συνταράζει σ’ ένα μουσικό ξέσπασμα ανεκλάλητης χαράς, όλα τα πράματα που ζούνε και βιάζουνται, γιατί ξέρουν πως γρήγορα θα πεθάνουν. Οι διάκρισες χαράς και πόνου, ομορφιάς κι ασκήμιας δεν υπάρχουν πιά. Όλα αδερφώνουνται και μεθούνε κυτάζοντας τον ήλιο. Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο από τη ζωή!»
Το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι
Παρά τις επιφυλάξεις και αντιρρήσεις που διατυπώνει για την κουρασμένη καβαφική ψυχή, που αποτυπώνεται στην ποίησή του, η Γαλάτεια υποδέχεται τον Αλεξανδρινό όπως του αξίζει: αναγνωρίζει και τη φιλοσοφική του αντίληψη και την ευαισθησία τους.
«Την ποίηση του κ. Καβάφη –σημειώνει- δυό μου φάνηκαν πως την ξεχωρίζουν χαραχτηριστικά: Η βαθειά φιλοσοφική αντίληψη του Ανθρώπου που πολλά ξέρει, κ’ η αισταντικότητα του Ποιητή. Από το ένα μέρος η κουρασμένη σκέψη που όλα τα ξέρει μάταια κι ανώφελα, κι από τ’ άλλο η ευαίσθητη ψυχή που είδε το φριχτό θέαμα της ζωής και δεν μπόρεσε να βαστάξει κ’ έσπασε. Δεν έσπασε ολότελα, λύγισε. Κι ανάμεσα στα γόνατά της τώρα, με κλειστά τα μάτια, κρύβει το κεφάλι της, θυμάται τα όσα είδε και θρηνεί. Πολλά μελέτησε φαίνεται ο κ. Καβάφης. Τα αιστήματα μήνες πολλούς και χρόνια μένουν μέσα του και σιγοσταλάζουν και πετρώνουνται στο νου του κι αποκρυσταλλώνουνται σε μια σκέψη».
« Έτσι-ξεκαθαρίζει, αναγνωρίζοντας και τη μεστή ποιητική του- τα ποιήματα του κ. Καβάφη, αργά και σταλαχτά μάς έρχουνται και σα σταλαχτίτες του υπομονετικού καιρού φαντάζουνε. Ιδίως, συναιστήματα του λογισμού και του κορμιού τρανταχτά, που σε πολυσέλιδους λυρισμούς θα μας ξέχυνε κάποιος άλλος ποιητής, θορυβώδης και πληβείος, σεμνά κι αριστοκρατικά μάς δείχνει ο κ. Καβάφης».
Και ως παράδειγμα παραθέτει το περίφημο ποίημά του «Che fece …. il gran rifiuto» του 1901, για το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι, που κάποτε είμαστε μπροστά στην ευθύνη να επιλέξουμε. Σημειώνουμε ότι ο τίτλος του συγκεκριμένου ποιήματος είναι στίχος του Ντάντε (Inferno, III, 60), και σημαίνει «Εκείνος που έκανε… τη μεγάλη άρνηση».
Στην παρουσίασή της κάνει και πολλές αυθαιρεσίες η Γαλάτεια. Συχνά αλλάζει τη γραφή των λέξεων από τα ποιήματα του Καβάφη, ώστε να τις φέρει πιο κοντά στη δημοτική! Π.χ., στο ποίημα «Τα Τείχη», διορθώνει το «ανεπαισθήτως», αναφορά που χαρακτήρισε τον Καβάφη, με το «αναισθήτως»! Ή στο ποίημα «Τα παράθυρα», το «βαρυές» του ποιητή το αλλοιώνει σε «βαρειές», το «να ’βρω» το μετατρέπει σε «ναύρω» κ.ο.κ. Ακόμη και παραλείψεις στίχων εντοπίζουμε (τους συμπληρώνουμε), αλλά πιθανώς αυτό να οφείλεται απλώς σε λάθος στην αντιγραφή.
Παρουσιάζουμε στη συνέχεια ολόκληρη την κριτική μελέτη της «Πετρούλας Ψηλορείτη», σε γραφή ακραία δημοτική, χωρίς φυσικά να κάνουμε παρεμβάσεις ακόμη και σε οφθαλμοφανείς αλλοιώσεις λέξεων (διπλά σύμφωνα κλπ).
Το φύλλο του «Νουμά» εντοπίσαμε στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Πατρών.
Ακολουθεί το κείμενο της Γαλάτειας Αλεξίου:

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Το δειλινό μιας μέρας χλωμής, μέσα στη μυστηριακή μελαγχολία της μισοφωτισμένης σάλας, άκουσα για πρώτη φορά τους στίχους του κ. Καβάφη – με τη θλίψη τη συγκρατημένη και τη σιωπηλή που απλώνει η χειμωνιάτικη δύση, όμορφης μέρας, στα κουρασμένα δέντρα, απλωθήκανε κ’ οι στίχοι του στην ψυχή μου και σκέπασαν μ’ ένα ανατριχιαστικό πέπλο μυστηρίου την Πραγματικότητα.
Ποτέ μου ως τότε δεν είχα ακούσει τ’ όνομα του κ. Καβάφη. Κ’ είτανε φυσικό, σε μια τόσο ταιριασμένη ώρα δειλινή, βαθύτατα κ’ εξαιρετικά να με συγκινήσουν, τα ωραία σιγοπρόφερτα λόγια.
Την ποίηση του κ. Καβάφη δυό μου φάνηκαν από τότε πως την ξεχωρίζουν χαραχτηριστικά: Η βαθειά φιλοσοφική αντίληψη του Ανθρώπου που πολλά ξέρει, κ’ η αισταντικότητα του Ποιητή. Από το ένα μέρος η κουρασμένη σκέψη που όλα τα ξέρει μάταια κι ανώφελα, κι από τ’ άλλο η ευαίσθητη ψυχή που είδε το φριχτό θέαμα της ζωής και δεν μπόρεσε να βαστάξει κ’ έσπασε. Δεν έσπασε ολότελα, λύγισε. Κι ανάμεσα στα γόνατά της τώρα, με κλειστά τα μάτια, κρύβει το κεφάλι της, θυμάται τα όσα είδε και θρηνεί. Πολλά μελέτησε φαίνεται ο κ. Καβάφης. Τα αιστήματα μήνες πολλούς και χρόνια μένουν μέσα του και σιγοσταλάζουν και πετρώνουνται στο νου του κι αποκρυσταλλώνουνται σε μια σκέψη. Έτσι τα ποιήματα του κ. Καβάφη, αργά και σταλαχτά μάς έρχουνται και σα σταλαχτίτες του υπομονετικού καιρού φαντάζουνε. Ιδίως, συναιστήματα του λογισμού και του κορμιού τρανταχτά, που σε πολυσέλιδους λυρισμούς θα μας ξέχυνε κάποιος άλλος ποιητής, θορυβώδης και πληβείος, σεμνά κι αριστοκρατικά μάς δείχνει ο κ. Καβάφης.
«Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησή του. Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι Οχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει εκείνο τ’ όχι – το σωστό – εις όλην την ζωήν του».
Βαθύτερη, δραματικότερη σκέψη, αδύνατο πιο λιγόλογα και πιο αριστοκρατικά να μας δοθεί.
Τι είναι λοιπόν εκείνο που το φιλοσοφικό αυτό κομμάτι το αλλάζει σε ποίημα αισθαντικό και βαθύ; Είναι ο βουβός σπαραγμός της καρδιάς που θέλει να ξεσπάσει και δεν την αφήνει ο νους, γιατί τη φοβάται. Ρυτιδώνεται λες η ηρεμία η φαινομενική της επιφάνειας από το σιγαληνό, το αιώνιο θαρρείς πέρασμα του πόνου του φριχτού, του διπλά φριχτού γιατ’ είναι αθώρητος. Έτσι λένε πως ρυτιδώνεται κ’ η επιφάνεια της ήρεμης θάλασσας, σαν κάτω από τα νερά περνά καρχαρίας. Πάντα τέτοιο αθώρητο θεριό περνά κάτω απ’ όλους τους στίχους του κ. Καβάφη. Ένας ρυθμός περιώδυνος. Μιλεί σα να παραμιλεί. Δεν προσπαθεί, φαίνεται πως δεν προσπαθεί, αρμονικά να πλέξει τις λέξεις κι ομοιόμορφα τη γλώσσα. Κ’ έχει τι το βαθειά αισταντικό αυτή του η τεχνοτροπία. Θαρρείς κι ο πόνος ο κρυφός τον έχει τόσο κουράσει που δεν του είναι δυνατό να στολίζεται με φράσεις. Κάποτε οι ρίμες του τελειώνουν με την ίδια λέξη. Και δείχνει αυτό κάτι σαν idée fixe, που έρχεται και ξανάρχεται το ίδιο το απαράλλαχτο επίμονα και δεν έχει διωγμό.
Ο ρυθμός του κ. Καβάφη μάς δείχνει τέλεια την ψυχή του την τόσο υποταγμένη, μα και τόσο περίλυπη.
Καμιά θερμή έκφραση επαναστατημένου λυρισμού, καμιά απότομη αποφασιστική χερονομία. Η Αγάπη, ο Πόνος, τα Πάθη, η Φύση, συναιστήματα πολύ βαριά, θα σπούσαν το στίχο του ποιητή. Συναιστήματα τόσο υποκειμενικά, θα τον οδηγούσαν άθελα σε καμιά διαμαρτυρία, σε κανένα ανατίναγμα, σε καμιά πρόκληση στη Μοίρα. Τα πάθη αυτά τα φοβάται ο κ. Καβάφης. Τα κυτάζει να περνούν και να τονε σκανιάζουν και συμαζώνεται σε μια γωνιά και ανησυχεί μήπως τόνε δουν και τον προκαλέσουν και τον αναγκάσουν να πει μες σ’ αυτά τη σκέψη του. Αν έπαιρνε την αγάπη – την αγάπη που ή μας σπα ή μας κάνει θεούς, το ξέρει, θάπεφτε από τη συγκρατημένη αριστοκρατοσύνη και θα μιλούσε με το θόρυβο λυρικής χαράς ή αγωνίας.
Ακούσετε:
«Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ μέρες βαρειές, επάνω κάτω τριγυρνώ για ναύρω τα παράθυρα. Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.— Μα τα παράθυρα δεν βρίσκουνται, ή δεν μπορώ να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω. Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει».
Είναι το πιο χαραχτηριστικό απ’ όλα του τα τραγούδια. Βλέπετε; Ένας εφιάλτης βαρύς κάθεται απάνω στην ψυχή του κ. Καβάφη και δεν το αφίνει να σηκωθεί να πεταχτεί επάνω ν’ ανοίξει τα παράθυρα, ν’ ανοίξει και τις πόρτες, να μπει μέσα ο ήλιος, να μπούνε κ’ οι βροχές κ’ οι φωνές του πλήθους κ’ η αγνότατη αμιλησιά των άστρων. Κλει τα μάτια στα καινούρια και στα ζωντανά, γιατί καλά ξέρει πως μια τυραννία νέα θα γεννηθεί πάλι από αυτή. Τι; Πόθοι πάλι; Απογοήτεψες, λαχτάρες άγονες; Όχι! Όχι! Καλύτερα να κλείσει τα παράθυρα, τίποτα να μη δει πια. Κουράστηκε, νικήθηκε. Κάπου – κάπου μόνο κάτι μας ψιθυρίζει. Τόσο σιγά, που χρειάζεται μια ήρεμη χειμωνιάτικη δύση για να τον ακούσεις. Κι όμως άλλοτε, τα παράθυρά του θάταν ανοιχτά και θα μπαινόβγαιναν ίσως τα χελιδόνια την άνοιξη και θάχτιζαν τις φωλιές τους στη στέγη του σπιτιού. Τα χελιδόνια που κι αν έρχουνται μένουν τόσο λίγο και φεύγουν! Τότε θα τραγουδούσε κι ο κ. Καβάφης, χωρίς άλλο, τη χαρά και την αγάπη, και πολλές φορές θάμεινε ακουμπισμένος στα παράθυρά του κοιτάζοντας όλα αυτά. Πόσο βάσταξε όμως αυτό; Πόσες άραγε φορές είδε νάρθουν και να φύγουν τα χελιδόνια; Ποιος ξέρει! Και μια μέρα βρέθηκε φριχτά κουρασμένος. Τα χελιδόνια; Θάρθουν και θα φύγουν χιλιάδες φορές, δε γίνηκε έτσι; Και μας το λέει:
«Την μια μονότονην ημέραν άλλη μονότονη, απαράλλαχτη ακολουθεί. Θα γίνουν τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι- οι όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφήνουν. Μήνας περνά και φέρει άλλον μήνα. Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα. Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει».
Κ’ έτσι οι στίχοι του κ. Καβάφη έρχονται τόσο τρομαχτικά ήρεμοι που νοιώθεις πριν νάρθουν να μας βρούνε – μέσα σε μια μεγάλη κάμερα έρημη, αγρύπνησαν και κλάψανε πολύ: και μας ήρθαν μόνο, σαν είδαν πως μπορούν να μας πουν τον πόνο τους, δίχως με κανένα μελοδραματικό κίνημα, να τον θεαματοποιήσουν ή με καμιά πομπωδική έκφραση να εγγίσουν την ιερότατη θλίψη του. Προσπαθεί να μας παρηγορήσει για τη ζωή, να μας χαμογελάσει, είναι ήρεμος και κρύβει όσο μπορεί και πιο σπαρτιάτικα, το μυστικό πόνο που του ξεσκίζει τα στήθια ο κ. Καβάφης.
Ένα από τα ωραιότερα έργα του Μιχαήλ Αγγέλου είναι μέσα στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης το άγαλμα της Παρθένας Μαρίας όταν σηκώνει τον πεθαμένο γιό της απάνω από τον τάφο. Είχε τόσο κλάψει τις φριχτές μέρες των Παθών, που τώρα πια την ημέρα τη στερνή του Ενταφιασμού κουράστηκε, καταβλήθηκε, έλιωσε. Κρατεί πεθαμένο τη Ζωή της απάνω στα χέρια της κ’ είναι τόσο ήρεμη από την πολλή κούραση που θαρρείς και χαμογελά. Αριστοκρατικότερη έκφραση πόνου δεν υπάρχει, φαίνεταί μου. Και τραγικώτερη. Και φαίνεταί μου ακόμα τίποτα άλλο στον κόσμο δεν ξέρω να μοιάζει τόσο πολύ με την ψυχή του κ. Καβάφη. Έτσι θλιμένη, έτσι σεμνά απελπισμένη παρουσιάζεταί μας ύστερα από ανάκουστο μοιρολόι η ψυχή του κ. Καβάφη, κρατώντας στα χέρια της σεμνά και υπομονετικά τη χαρά της ζωής του. Όλη η ποίηση του κ. Καβάφη μάς δηγάται για κάποια μερόνυχτα, πολύ μακρυνά, πολύ μακρυνά, που ο ποιητής πολλή χαρά και πολλή θλίψη αιστάνθηκε.
Ως ότου που μια μέρα:
«Χωρίς περίσκεψι, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ” υψηλά τριγύρω μου έχτισαν τείχη. Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Με τρώγει την καρδιά και τον νουν αυτή η τύχη, διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. Α, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω. Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Αναισθήτως (σ.σ: Ανεπαισθήτως) μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω».
Και δε διαμαρτυρήθηκε, δεν εκίνησε το χέρι του για κάποια αντίσταση. Έσκυψε το κεφάλι στη Μοίρα κ’ υποτάχτηκε, μα δεν παρηγορήθηκε. Έτσι άφησε τα χρόνια και πήγαν και χάθηκαν οι ωραίοι καιροί της νιότης και τώρα, και τώρα, σα να το μετανοιώνει, σα να λυπάται:
…Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
(σ. σ.: ο επόμενος στίχος έχει παραληφθεί και τον συμπληρώνουμε:)
[σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος] με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά. Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνια σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια που είχε και δύναμη, και λόγο, κ’ εμορφιά. Ξέρει που γέρασε πολύ• το νοιώθει, το κυτάζει. Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό. Και συλλογιέται η φρόνησις πώς τον εγέλα• και πώς την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλλα! την ψεύτρα που έλεγε• «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό». Θυμάται ορμές που βάσταγε• και πόση χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι καθ” ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει. ….Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι».
Μα πόσο αργά! Πόσο αργά το αντιλαμβάνεται αυτό ο Ποιητής και πόσο είναι περιώδυνο το παράπονο αυτό από τα χείλη του! Ο Ποιητής που πρέπει νάχει διάπλατα ανοιχτά τα παραθύρια του στη ζωή, άπληστα θέλοντας να δοκιμάζει όλο και καινούργιες ηδονές και καινούργιους καημούς. Ο Ποιητής ακούραστος αγαπητικός της τραγικής ωραιοσύνης της ύπαρξης. Που τραγουδεί με την ίδια αγάπη τον ουρανό και τη θάλασσα, τις χαρές και τα δάκρυα. Που φέρνει στα χείλη του διονυσιακά μεθώντας, όλα τα ωραία ποτήρια της Ζήσης.
Τέτοιος, δυστυχώς, δεν είναι ο κ. Καβάφης. Κυτάζει τη ζωή μέσα από τ’ αψηλά τείχη, που όπως ο ίδιος μας λέει, κάποιοι έχτισαν γύρω του. Κ’ είναι φριχτά αψηλά τα τείχη της σκλαβιάς και μαραζάρικη κι αρρωστημένη η ψυχή που αναστενάζει εκεί μέσα – δυστυχώς, για την ωραία ποίηση του κ. Καβάφη, που τόσα πράματα θα μας έλεγε αν έβγαινε στον ήλιο και στα λουλούδια, στις χιονιές και τις μπόρες.
Όταν επιπόλαια κυτάζεις τη ζωή, σκλάβος της γίνεσαι και παιγνίδι, πετώντας απ’ τη χαρά στον πόνο κι απ’ τον πόνο στη χαρά. Όταν βαθύτερα την κυτάζεις, νοιώθεις τη φριχτή ματαιότητα κάθε χειρονομίας και κάθε κραυγής. Ανέγγιχτος είσαι από τη χαρά κι από τον πόνο. Κι όταν ακόμα πιο βαθειά κυτάξεις την ύπαρξη, τόσο πιο αρμονική και τόσο πιο ωραία θα τηνε βρεις. Θα δεις, ένας ρυθμός συνταράζει σ’ ένα μουσικό ξέσπασμα ανεκλάλητης χαράς, όλα τα πράματα που ζούνε και βιάζουνται, γιατί ξέρουν πως γρήγορα θα πεθάνουν. Οι διάκρισες χαράς και πόνου, ομορφιάς κι ασκήμιας δεν υπάρχουν πιά. Όλα αδερφώνουνται και μεθούνε κυτάζοντας τον ήλιο. Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο από τη ζωή!
Κ’ ένας που θέλει με το μέταλλο ή με τους ήχους ή με τα λόγια να διαιωνίσει τις στιγμές της ζωής του, πρέπει βαθειά πρώτα να σκύψει και νακούσει τη μουσική που κλειούν τα πράματα και οι άνθρωποι. Αλλοιώς με όλη τη φαινομενική στοχαστικότητά του πολύ επιπόλαια αναλαβαίνει τη βαρύτατη ευθύνη να οδηγήσει και να διαπλάσει τις ψυχές.
Μήτε επιπόλαια αισιόδοξος, μήτε στενοσύνορα πεσιμιστής πρέπει να είναι κανείς. Η νύχτα της ζωής είναι γεμάτη άστρα. Κι όσο πιο σκοτεινή η νύχτα, τόσο πιο λαμπερά τ’ άστρα. Έτσι σ’ ένα σκαλοπάτι πιο αψηλό, αποκορυφώνουνται και σμίγουν και πλέριες γίνουνται οι δυό στενές αντίληψες.
Να ξέρεις τη φρίκη της ζωής, τη ματαιότατη και τραγικότατη και να μη σπας, παρά ν’ αντέχεις και να χαίρεσαι το θέαμα της ζήσης. Όσο πιο άρμυρα τα δάκρυα τόσο πιο ηδονικά σού δίνουν τη συναίστηση πως ζεις. Να ζεις, ν’ απλώνεις τα χέρια σου, τους λογισμούς, να χαίρεσαι τον ήλιο και τις βροχές, να νοιώθεις το χυμό της ζωής ν’ ανεβαίνει και να φουντώνει και να ξεφουντώνει μέσα στο αίμα σου, να ξέρεις πως θα πεθάνεις και να φωτοστεφανώσεις όλα με τον ηδονικότατο γαλάζιο κύκλο των εφήμερων και των ετοιμοθάνατων. Η νύχτα κ’ η θλίψη ορμή να σου γενεί για το φως και τη χαρά. Να το ευρυμέτωπο, το ολοκληρωτικό, το θεϊκό κήρυγμα της Ποίησης.
Τέτοιος δεν είναι ο κ. Καβάφης. Στάθηκε στη μέση. Δεν μπόρεσε να δει ταυτόχρονα τη διπλοπρόσωπη δακρυόγελη ζωή. Τέτοιος κανένας από όσους δικούς μας γράφουν σήμερα δεν είναι. Θαρρείς κ’ η σκέψη δε μέστωσε ακόμα ή πως ευτύς ως μεστώσει στέκει στη μέση περίφοβη και την παίρνει ο δισταγμός κι ο φόβος. Έχουμε θαρρείς και στη φιλολογική ζωή μας όλους τους πόθους της νιότης κι όλες τις ανικανότητες των γερατειών.

Κάστρο (της Κρήτης), 4/12/909
ΠΕΤΡΟΥΛΑ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗ»

Για να μη καίγεστε!

Ο Πυθαγόρας είχε υπολογίσει τις αποστάσεις των πλανητών

http://arxaia-ellinika.blogspot.gr/2013/09/o-pythagoras-eixe-ypologisei-tis-apostaseis-twn-planhtwn.html

Ο Πυθαγόρας είχε υπολογίσει τις αποστάσεις των πλανητών

Οι Πυθαγόρειοι είχαν όλα τα «κλειδιά». Στο ρυθμό της κοσμικής μουσικής που πρώτοι «άκουσαν» οι μαθηματικοί του 6ου π.Χ. αιώνα εξακολουθεί να χορεύει η σύγχρονη Κοσμολογία.
Ένας Έλληνας καθηγητής Μουσικής και Πληροφορικής, με πανεπιστημιακές σπουδές στη Φυσική και ερευνητικό έργο στα Πυθαγόρεια Μαθηματικά απέδειξε ότι η «αρμονία σφαιρών», η περίφημη πυθαγόρεια θεωρία, έχει ακριβή εφαρμογή σε όλους τους γνωστούς μας σήμερα πλανήτες.
Ο πρώην πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών, διευθυντής του Τομέα Τεχνολογίας Ήχου, Μουσικοπαιδαγωγικής και Βυζαντινής Μουσικολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χαράλαμπος Σπυρίδης ανακοινώνει στο επιστημονικό συμπόσιο «Φιλοσοφία και Κοσμολογία» τους αριθμούς που εκφράζουν σε αστρονομικές μονάδες τις αποστάσεις των πλανητών από τον Ήλιο πιάνοντας το νήμα από τους Πυθαγορείους.
Αριθμοί
Ο κ.Σπυρίδης διατυπώνει «μια καθολική, εξαιρετικά απλή και κομψή σχέση» που εμπεριέχει μόνον τους αριθμούς 1, 2, 3, 4 της «ιερής τετρακτύος» των Πυθαγορείων και το άθροισμά τους, τον «τέλειο» αριθμό 10.
Η «τετρακτύς» ήταν η βάση της πυθαγόρειας διδασκαλίας που πρέσβευε ότι οι ήχοι των ουράνιων σωμάτων συνθέτουν μία κοσμική μουσική, γιατί οι αποστάσεις και οι ταχύτητες των πλανητών και των απλανών αστέρων διέπονται από τους ίδιους αριθμητικούς λόγους που παράγουν και τη συμφωνία των ήχων.
Οι συμφωνίες των ήχων που παράγουν αρμονικό αποτέλεσμα έχουν μορφή απλών αριθμητικών σχέσεων. Επομένως κατά τους Πυθαγόρειους το μυστικό της μουσικής και της κοσμικής αρμονίας κρύβεται στις σχέσεις των τεσσάρων πρώτων φυσικών αριθμών (1, 2, 3, 4).
Ο Πυθαγόρας είναι ο πρώτος φιλόσοφος που συνδέει την Αστρονομία με τη Μουσική, υποστηρίζοντας ότι στο αρμονικό και σφαιρικό σύμπαν τα πάντα διέπονται από απλούς νόμους, που μπορούν να εκφρασθούν με τους αριθμούς της «ιερής τετρακτύος».
Με τη θεωρία της αρμονίας των σφαιρών που συνδυάζει την κοσμική αρμονία με τη μουσική αρμονία, ο μεγάλος φιλόσοφος επιχείρησε να εξηγήσει τη θέση και την κίνηση των πλανητών στον ουράνιο θόλο. Χρησιμοποιώντας μουσικούς όρους, δηλαδή εύφωνα μουσικά διαστήματα, καθόρισε υπό μορφήν κλίμακας τις μεσοπλανητικές αποστάσεις.
Ακολούθως, αντιστοιχίζοντας τα μουσικά διαστήματα σε μετρικές αποστάσεις, κατόρθωσε πρώτος να υπολογίσει σε Δελφικά στάδια τις μεσοπλανητικές αποστάσεις των «ουρανίων γεννητών», όπως ονόμασε τα ουράνια σώματα ο Πλάτωνας παίρνοντας το νήμα από τον Πυθαγόρα.
Ο Πυθαγόρας τον 6ο π.Χ. αιώνα δέχθηκε ότι η μουσική απόσταση μεταξύ Γης και Σελήνης είναι ένας τόνος και η μετρική απόσταση μεταξύ τους είναι 126.000 Δελφικά στάδια, δηλαδή 22.371.300 μέτρα.
Σχεδόν 24 αιώνες μετά δύο Γερμανοί αστρονόμοι, ο Γιόχαν Μπόντε και ο Τίτιους, προσδιορίζουν τις θέσεις των γνωστών τότε πλανητών του ηλιακού μας συστήματος με ικανοποιητική ακρίβεια. Η εμπειρική ανακάλυψή τους, ανερμήνευτη μέχρι σήμερα, έμεινε γνωστή ως ο κανόνας Μπόντε-Τίτιους.
Ο κανόνας των Γερμανών αστρονόμων έπαψε να δίνει αξιόπιστα αποτελέσματα όταν επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί στους «νεότερους» πλανήτες και στη ζώνη πέρα από τον Πλούτωνα, μία από τις συναρπαστικότερες περιοχές του ηλιακού συστήματος, γεμάτη αντικείμενα από βράχο και πάγο που περιστρέφονται γύρω από τον Ήλιο σε τεράστιες αποστάσεις.
Ο καθηγητής Σπυρίδης, μελετώντας επί σειρά ετών τις πλατωνικές απόψεις «περί των θείων γεννητών», τις οποίες συγκέρασε με την «αρμονία των σφαιρών» του Πυθαγόρα, ανακάλυψε ότι ο κανόνας των δύο Γερμανών αστρονόμων του 18ουαιώνα αποτελεί μία μαθηματική έκφραση της πυθαγόρειας μουσικής των σφαιρών.
Στο συμπόσιο του Πανεπιστημίου Αθηνών θα αποδείξει ότι κατάφερε να επεκτείνει την ακριβή εφαρμογή της πυθαγόρειας θεωρίας σε όλους τους γνωστούς πλανήτες, ενώ θα υποδείξει συγκεκριμένες θέσεις «πλανητικών» αντικειμένων μετά τον Πλούτωνα.
Όπως δήλωσε στον «Ε.Τ.»
«Η γέφυρα που κατασκευάσθηκε και συνδέει τον κόσμο των αστρονόμων με τον κόσμο των μουσικών διασφαλίζει την αιωνιότητα μιας συμπαντικής αρμονίας σε πλήρη εξέλιξη, η οποία θα προσδιορίσει το χωροχρόνο μέσω των γνώσεων της Αστρονομίας και της Μουσικής στην εκάστοτε εποχή».
ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ

Η Google «τιμά» τον Κάρολο Κουν

Bigbook.gr.

Η Google «τιμά» τον Κάρολο Κουν και αφιερώνει το σημερινό της doodle τα 105α γενέθλιά του, καθώς γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1908 γεννήθηκε στην Προύσα, ο κορυφαίος ίσως Έλληνας θεατρικός σκηνοθέτης.
Η ζωή του

Ο Κάρολος Κουν ενηλικιώθηκε στην Πόλη, ενώ η φοίτησή του στη Ροβέρτειο Σχολή με μαθητές από όλα τα Βαλκάνια υπήρξε η φυσική ακολουθία ενός πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος. Επειτα από μόλις ένα έτος σπουδών στη Σορβόνη, εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα (1929) και αναλαμβάνει χρέη καθηγητή Αγγλικών στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου και υπογράφει τις πρώτες σκηνοθεσίες του ομώνυμου ερασιτεχνικού θιάσου. Το 1934 θα ιδρύσει με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον δημοσιογράφο Διονύσιο Δεβάρη τη «Λαϊκή Σκηνή» (1934-1936), το σημαντικότερο πειραματικό θέατρο της εποχής και επίκεντρο καλλιτεχνικής πρωτοπορίας.

Οι νεωτερισμοί του, δεν στόχευαν σε άμουσες προκλήσεις ή προσωπική αυτοπροβολή, αλλά στη διεύρυνση του φιλοθεάμονος κοινού και στην ανάδειξη της ρωμέικης ψυχής, σκοποί που επιτελούνταν, εκτός των άλλων, και από την επιλογή ηθοποιών από την «καρδιά» των λαϊκών στρωμάτων. Χαρακτηριστική είναι η αγγελία για το σχηματισμό του θιάσου της «Λαϊκής Σκηνής», όπου αναζητούνταν «200 νέοι και νέαι, κατά το πλείστον παιδιά του λαού που βιοπαλαίουν».

Η λαϊκή-νησιώτικη ζωή, οι βυζαντινές αγιογραφίες, οι αναπαραστάσεις των αρχαίων αγγείων και κυρίως η μακραίωνη παράδοση της δημοτικής ποίησης υπήρξαν για τον Κουν ο ομφάλιος λώρος που συνέδεε τα αρχαία δράματα με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ενας ενδιάμεσος κρίκος που μετρίαζε τη χρονική απόσταση και με ό,τι αυτή συνεπάγεται στην απόκλιση με τα σύγχρονα ήθη και έθιμα. Το ιδιαίτερο θεατρικό του ύφος προσδιορίστηκε από τον ίδιο τον δημιουργό ως «λαϊκός εξπρεσιονισμός», που αποδίδεται συνοπτικά σαν στυλιζάρισμα ορισμένων εκφραστικών μέσων προκειμένου να αποδοθεί το πριτιμίβ λαϊκό στοιχείο.

Γνωστός λάτρης του βωβού κινηματογράφου, προσέδιδε ιδιαίτερη σημασία στην έκφραση και κυρίως την κινησιολογία, την «ευγλωττία του σώματος», η οποία αποδόθηκε πρωτοφανώς στα χορικά μέρη της αρχαίας τραγωδίας. Ο Κουν επιχειρούσε να απομακρύνει από το αρχαίο δράμα τον σχολαστικισμό και τα ακαδημαϊκά πρότυπα, θεωρώντας τον ακαδημαϊσμό «θάνατο του θεάτρου» και «πηγή στερεότυπων». Η εκλαΐκευση των αρχαίων δραμάτων, χωρίς ωστόσο να αναιρείται η βαθύτερη ουσία τους, υπήρξε ενδεικτική της αγάπης του για το κοινό και της επιθυμίας του να το διευρύνει, καθώς δεν θεωρούσε το θέατρο υπόθεση μιας περιχαρακωμένης κάστας μυημένων.

Αντίθετα με την ιδιώνυμη αισθητική «λαϊκού εξπρεσιονισμού», που επέλεξε την τριετία που διηύθυνε τη «Λαϊκή Σκηνή», στο Θέατρο Τέχνης επικράτησαν το ψυχολογικό δράμα και η ανάλογη πλαστικότητα με την οποία είθισται να αποδίδεται στη θεατρική σκηνή. Το χρονικό διάστημα μεταξύ της βραχύβιας «Λαϊκής Σκηνής» και της ίδρυσης του Θεάτρου Τέχνης (1942) ξεχωρίζει η συνεργασία με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη (1939-1941), ενώ δεν πρέπει να λησμονείται και η μετέπειτα θητεία του Κουν στην Εθνική σκηνή (1950-1953), την περίοδο δηλαδή εκείνη κατά την οποία το Θέατρο Τέχνης ανέστειλε τη λειτουργία του λόγω οικονομικών προβλημάτων (1949-1954).

«Ας μη μας καταλογισθεί ούτε αυθάδεια μήτε αναίδεια», προλάμβανε ο Κουν τους θεατρόφιλους, καθώς γνωστοποιούσε ότι το Θέατρο Τέχνης όφειλε να ξεχωρίζει από οτιδήποτε άλλο είχε μέχρι τότε επιχειρηθεί στο ελληνικό θεατρικό στερέωμα. Από τις βασικές αρχές του Θεάτρου Τέχνης ξεχώριζαν η καταπολέμηση του βεντετισμού και η ταυτόχρονη έμφαση σε ένα θέατρο συνόλου. Ο Κάρολος Κουν προσδοκούσε να αλλάξει ριζικά την ελληνική θεατρική πραγματικότητα, που υπήρξε εν πολλοίς μια συνισταμένη παρεμβατικότητας από πολιτικές δυνάμεις και μαικήνες του θεάτρου. Το θέατρο συνόλου προϋποθέτει στον σκηνοθετικό θώκο σπουδαίους δημιουργούς, καθώς ο σκηνοθέτης οφείλει να συνδυάζει καλλιτεχνική παιδεία, αντιληπτική και διαισθητική ικανότητα, προκειμένου να επιφέρει αρμονία και ώσμωση, την πολυπόθητη «χημεία». Από τη συγκεκριμένη ανάγκη ομοψυχίας και σταθερότητας προήλθε και η ίδρυση της ομώνυμης σχολής, ενώ η σχετική μονιμότητα στα μέλη του θιάσου οδήγησε ορισμένους σε άδικες επικρίσεις περί άβατου.

Η ασκητική αισθητική του Θεάτρου Τέχνης υπήρξε απότοκη της εσωτερικότητας των κειμένων και ερχόταν σε συστοιχία με τα πενιχρά μέσα και τον περιορισμένο σκηνικό χώρο. Τα αντικείμενα στη σκηνή δεν περιορίζονταν στην αναπαράσταση της εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά αποκρυστάλλωναν τα αδιόρατα χαρακτηριστικά εκείνων που τα μετέρχονταν. Η οξυμμένη διαίσθηση του Κουν και η επιλογή συγκεκριμένου δραματολογίου τον ώθησαν σε μια ιδιότυπη επιλογή ηθοποιών, όπου, υποσκελίζοντας τα εξωτερικά γνωρίσματά τους, αναζητούσε «έναν υπόγειο ήχο, ένα αόρατο σημάδι». Ο Κάρολος Κουν υπήρξε από τους πρώτους στο ελληνικό θέατρο που ακολούθησε την -καθιερωμένη πλέον- μέθοδο Στανισλάφσκι, κατά την οποία «ο ηθοποιός οφείλει να φέρει εντός του και στην προσωπική του ζωή τον ρόλο που αναλαμβάνει».

Το Θέατρο Τέχνης παρουσίασε στο ελληνικό κοινό εκείνους τους συγγραφείς που τα επόμενα χρόνια θα ανακηρυχθούν ιερά τέρατα του παγκόσμιου θεάτρου. Μπέκετ, Μπρεχτ, Αραμπάλ, Φο και Λόρκα είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που πέρασαν τα ελληνικά σύνορα, υπό τη σκηνοθετική επιμέλεια του Καρόλου Κουν, ενώ ως προς το εγχώριο δραματολόγιο έδωσε το βάπτισμα του πυρός ή πρόβαλε εκ νέου σπουδαίους έλληνες συγγραφείς, όπως τον προσφάτως εκλιπόντα Ιάκωβο Καμπανέλλη, τη Λούλα Αναγνωστάκη και τον Δημήτρη Κεχαΐδη.

Δάσκαλος, σκηνοθέτης, δραματουργός, ηθοποιός, σκηνογράφος και ενίοτε μεταφραστής, ο Κάρολος Κουν δεν δίστασε να αναδείξει στη θεατρική σκηνή τα ιδιαίτερα συνεκτικά στοιχεία του αρχαίου και του νεότερου δράματος, δημιουργώντας μια αμφίδρομη σχέση ως προς την ερμηνεία και την αναπαράστασή τους. Με την ίδρυση του Θεάτρου Τέχνης ο Κάρολος Κουν πρόσφερε σκέπη και ελευθερία σε εν δυνάμει τεράστιες πνευματικές μορφές, ώστε να ξεδιπλώσουν κάθε πτυχή από το ιδιαίτερο ταλέντο τους. Γι' αυτό θα ήταν ολίσθημα αν υποστηρίζαμε ότι άλλαξε αποκλειστικά και μόνο τη θεατρική πραγματικότητα της χώρας.

ΠΗΓΗ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Μόδα ή … ουσία;

http://www.agrotikabook.gr

Επιστροφή στο χωράφι: Μόδα ή … ουσία;

Τρί, 2013-09-10 14:00
Είδαμε έρευνες που οι περισσότεροι γονείς θέλουν τα παιδιά τους να γίνουν αγρότες. Βλέπουμε sites που αναφέρονται στην αγροτική παραγωγή και ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια. 
 
Επειδή μας αρέσει η υπερβολή και από το όνειρο για το παιδί μας –μόνο γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός, πήγαμε στο άλλο άκρο που λέει αγρότης, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
 
1. Η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει μια χώρα με μικρό κλήρο (γωμορφολογικοί λόγοι, ιστορικοί λόγοι, παράδοση)
2. Τα εργατικά κόστη είναι και θα παραμείνουν υψηλά.
3. Οι γόνιμες και αρδευόμενες εκτάσεις είναι μικρές και λίγες.
4. Τα χρήματα για έργα υποδομής και εκσυγχρονισμού έγιναν κατανάλωση.
5. Η εμπειρία από το χωράφι δεν μεταφέρθηκε στην επόμενη γενιά (αφού το παιδί αν έπαιρνε τα γράμματα έπρεπε να γίνει επιστήμον), αλλά διεσπάρη σε εποχικούς εργάτες.
6. Η εξουσία είδε τον αγρότη σαν ψηφοφόρο και αυτός βολεύτηκε στο νέο του κοστούμι.
7. Τσιμπήσαμε το δόλωμα των επιδοτήσεων και αν μάθεις να σε δωρεάν γεύματα, αλίμονο σου αν έρθει η ώρα να κάνεις τον κυνηγό. 
 
Για όλους τους παραπάνω λόγους η αγροτική παραγωγή μειώθηκε πολύ και η παραγωγική διαδικασία έχει μείνει στη δεκαετία του 80’. Οι νέοι βλέποντας το νέο agro-lifestyle δεν ξέρουν ότι η αγροτική δουλεία είναι σκληρή, επισφαλής και όχι πολύ κερδοφόρα. Άρα, πριν οραματιστούμε τον εαυτό μας με κοστούμι και Bluetooth επάνω στο αλέτρι πρέπει να σκεφτούμε:
 
1. Έχουμε βρει την αγορά για το προϊόν που θέλουμε να παράγουμε;
2. Πόση είναι η κρίσιμη έκταση για να είναι συμφέρουσα η παραγωγή;
3. Είναι το τοπικό κλίμα και έδαφος κατάλληλο για την καλλιέργεια;
4. Πόσο κοστίζει ο εξοπλισμός και πόσα είναι τα εργατικά κόστη;
5. Τι γνωρίζουμε για την συγκεκριμένη καλλιέργεια;
 
Συνοπτικά, όποιος επιθυμεί να εμπλακεί με τη γεωργία πρέπει να είναι σίγουρος ότι θα έχει μια σκληρή και επισφαλή δουλεία. Το μοντέλο του αγρότη που πουλάει στο μεσάζοντα δεν είναι βιώσιμο στην Ελλάδα γιατί είναι μικρές οι παραγωγές. Άρα πρέπει το προϊόν να είναι άριστο ποιοτικά και αν είναι δυνατόν να είναι πιστοποιημένο. Επίσης έχει πολύ μεγάλη σημασία η συσκευασία και όπως λένε στο χωρίο μου το «branding».
 
Πρέπει ο παραγωγός να επενδύει στο καλό του όνομα και την αναγνωσιμότητα του. Οι παραγωγές είναι καλύτερο να διαχέονται από τον παραγωγό και όχι από πολυδαίδαλα δίκτυα που ανεβάζουν το τελικό τους κόστος (εκτός και αφορούν σε εξαγωγές). Τελικά ο νέος αγρότης πρέπει να είναι αγρότης, επιχειρηματίας και κυρίως επαγγελματίας. Πρέπει να ακολουθεί τις εξελίξεις και να μην περιμένει τίποτα από επιδοτήσεις (αν έρθουν, καλώς να έρθουν).
 
Η νέα γενιά είναι πολύγλωσση και μορφωμένη. Ξέρει να χειρίζεται την τεχνολογία και έχει ταξιδέψει πολύ περισσότερο από όλες τις προηγούμενες.
 
Όλες οι πιθανότητες είναι με το μέρος της. Η νέα γενιά αγροτών μπορεί να τα καταφέρει.
 
ΥΓ. Η γεωργία δεν είναι τα πετρέλαια που θα σώσουν τη χώρα. Είναι μια δημιουργική και παραγωγική διαδικασία που μπορεί να σώσει όποιον θα ασχοληθεί σοβαρά μαζί της.
 
 
Γράφει ο Δρ. Ιωάννης Ν. Χαραλαμπόπουλος, Γεωπόνος-Βιοκλιματολόγος.

Η επανάσταση των Σκορδύληδων και Μελισσηνών


Η επανάσταση των Σκορδύληδων και Μελισσηνών και η συνθήκη της 13ης Σεπτεμβρίου 1219 !

Σε σύντομο διάστημα, έντρομος ο νέος δούκας της, Ντομένικο Ντελφίνο, είδε ολόκληρη τη Δυτική Κρήτη να ελέγχεται από τους επαναστάτες
Στους 150.000 κατοίκους της Κρήτης, τον πρώτο αιώνα της βενετσιάνικης κατοχής ήρθαν να προστεθούν 10.000 άποικοι από τη Βενετία. Δημιούργησαν χωροφυλακή που επάνδρωσαν 12.000 τυχοδιώκτες μισθοφόροι κι οργάνωσαν ιππικό αποκλειστικά από Βενετσιάνους. Κι ακόμα ξεκίνησαν να κτίζουν φρούρια σε επίκαιρα σημεία και να ενισχύουν όσα υπήρχαν. Ένα από αυτά, ήταν το Μονιπάρι, στο Ρέθυμνο. Στα 1217, ο καστελάνος του φρουρίου, Πέτρος Φιλικάνεβο, έκλεψε άλογα και αιγοπρόβατα που ανήκαν στην οικογένεια Σκορδύλη. Ο Ιωάννης Σκορδύλης προσέφυγε στον δούκα, Παύλο Κουρίνο, απαιτώντας  δικαιοσύνη. Ο δούκας αδιαφόρησε. Ο Σκορδύλης αργότερα πήρε πίσω, όχι μόνο τα ζώα του, αλλά και όσα ακόμα βρέθηκαν μπροστά του.
Ξέσπασε επανάσταση εναντίον των Βενετσιάνων με αρχηγούς τον Κωνσταντίνο Σεβαστό Σκορδύλη και τον άρχοντα στο Ρέθυμνο Μιχαήλ Μελισσηνό. Την είπαν «επανάσταση των Δύο Συβρίτων» (από τη μινωική πόλη, Σύβριτο), καθώς τα στρατόπεδα των επαναστατών βρίσκονταν το ένα στην Απάνω Σύβριτο (Αμάρι) και το άλλο στην Κάτω (Άγιος Βασίλειος). Σε σύντομο διάστημα, έντρομος ο νέος δούκας της, Ντομένικο Ντελφίνο, είδε ολόκληρη τη Δυτική Κρήτη να ελέγχεται από τους επαναστάτες. Έσπευσε να συνθηκολογήσει μαζί τους. Με τη συνθήκη που υπογράφηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1219, προβλεπόταν επιστροφή εδαφών συνολικής έκτασης μιας σεξτέριας (έξι ήταν τότε όλες κι όλες στο νησί) που είχαν καταληφθεί από τους Βενετσιάνους, απελευθέρωση 75 υποτελών των Βυζαντινών που είχαν συλληφθεί, επιβολή ποινών σε όποιους φεουδάρχες Βενετσιάνους αδικούσαν ντόπιους υποτελείς (βιλλάνους) και άλλα λιγότερο σημαντικά. Με τη σειρά τους, οι οικογένειες Σκορδύλη και Μελισσηνού ορκίστηκαν πίστη στη Γαληνότατη. Οι αρχηγοί των επαναστατών έγιναν ισότιμοι με Βενετσιάνους φεουδάρχες.
Οι Μελισσηνοί επαναστάτησαν και στα 1222 (κέρδισαν δυο φέουδα) αλλά και στα 1228, αυτή τη φορά, με τη σύμπραξη των Σκορδύληδων και άλλων βυζαντινών οικογενειών. Με συνθήκες του 1232 και του 1233, οι επαναστάτες πέτυχαν νέα προνόμια, εξισώθηκαν με τη βενετσιάνικη αριστοκρατία και εξασφάλισαν την προστασία των υποτελών τους από την βενετσιάνικη αυθαιρεσία.
Ακολούθησε η πρώτη ειρηνική δεκαπενταετία, χωρίς επαναστάσεις και ξεσηκωμούς. Όμως, στα 1251, νέα επανάσταση ξέσπασε στη Δυτική Κρήτη. Δεν είχε διάρκεια αλλά έγινε αιτία νέοι Βενετσιάνοι άποικοι να φτάσουν στην Κρήτη. Στα 1252, ίδρυσαν την πόλη Canea (τα Χανιά).
Οι νεοαφιχθέντες μοιράστηκαν ενενήντα φέουδα κι έγιναν ο πυρήνας της νέας πόλης, καθώς υπήρχε υποχρέωση κάθε φεουδάρχης να διατηρεί εκεί μέγαρο. Γύρω τους, εγκαταστάθηκαν έμποροι, ναυτικοί και διαφόρων τομέων επαγγελματίες. Η πόλη πήρε πάνω της γρήγορα και εξελίχθηκε στην κυριότερη της Δυτικής Κρήτης, έδρα του ρέκτορα (νομάρχη) και του συμβουλίου του.
Η επανάσταση του Αλέξιου Καλλέργη που ξέσπασε στα 1282, ξεκίνησε από το οροπέδιο Λασιθίου αλλά κατέληξε στην Ανώπολη Σφακίων, τόπο ορεινό, δυσπρόσιτο και φυσικά οχυρό. Εκεί οι επαναστάτες κράτησαν καιρό, αποκρούοντας τις επιθέσεις. Ο Καλλέργης υπέγραψε νικηφόρα γι’ αυτόν συνθήκη αλλά οι επαναστάτες αφανίστηκαν. Οι Βενετσιάνοι, με ποινή τον θάνατο, απαγόρευσαν την κατοίκηση ανθρώπων σε ολόκληρη την περιοχή της Ανώπολης κι απαγόρευσαν τη βοσκή κοπαδιών και την καλλιέργεια της γης για τα επόμενα δώδεκα χρόνια. Λίγο καιρό αργότερα, η Ανώπολη κατοικήθηκε πάλι. Οι Βενετσιάνοι καμιά όρεξη δεν είχαν να απαιτήσουν εφαρμογή της απαγόρευσης, καθώς καλά γνώριζαν ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αιτία νέας επανάστασης.
Πηγές
Ιστορία της Κρήτης, Θεοχ. Δετοράκη, Ηράκλειο 1990
Η Ενετοκρατία εν Κρήτη και οι κατά των  Ενετών αγώνες  των Κρητών,Ξανθουδίδου Στ.,  1939

Εκλέρ σοκολάτας

http://www.agrotikabook.gr/%CE%B5%CE%BA%CE%BB%CE%AD%CF%81-%CF%83%CE%BF%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%AC%CF%84%CE%B1%CF%82

Εκλέρ σοκολάτας

Σάβ, 2013-05-25 14:00
Υλικά για 12-15 εκλέρ
Για τα εκλέρ
125 ml γάλα
125 ml νερό
110 γρ. βούτυρο αγελάδος, κομμένο σε κυβάκια, σε θερμοκρασία δωματίου
1 πρέζα αλάτι
1 πρέζα ζάχαρη
150 γρ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις
250 γρ. αβγά
κρόκος από 1 αβγό για το άλειμμα
Για την κρέμα
350 ml γάλα φρέσκο
150 ml κρέμα γάλακτος, 35 % λιπαρά
80 γρ. ζάχαρη
1 αβγό
3 κρόκοι αβγών
40 γρ. κορν φλάουρ
100 γρ. σοκολάτα 70% κακάο, τεμαχισμένη
Για το γλάσο
150 γρ. σοκολάτα 70% κακάο
150 ml κρέμα γάλακτος, 35 % λιπαρά
Εκτέλεση
Εκλέρ: Σε μια κατσαρόλα ζεσταίνουμε το γάλα με το νερό, το βούτυρο, το αλάτι και τη ζάχαρη και ανακατεύουμε. Μόλις αρχίσουν να βράζουν ρίχνουμε το αλεύρι ανακατεύοντας συνεχώς με μια κουτάλα για περίπου 3 λεπτά. Αποσύρουμε από τη φωτιά, αδειάζουμε το μείγμα σε ένα μπολ και χτυπάμε με το σύρμα ώστε να κρυώσει το μείγμα. Στη συνεχεία ρίχνουμε ένα-ένα τα αβγά, ανακατεύοντας συνεχώς, μέχρι να έχουμε μια λεία και μαλακιά ζύμη. Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 200°C. Στη λαμαρίνα του φούρνου στρώνουμε μια λαδόκολλα και με τη βοήθεια ενός κορνέ απλώνουμε τα εκλέρ. Τα αλείφουμε με τον κρόκο αβγού και ψήνουμε για 20-30 λεπτά.
 
Κρέμα: Σε μια κατσαρόλα ζεσταίνουμε το γάλα, την κρέμα γάλακτος και το κλωναράκι βανίλιας. Σε ένα μπολ ανακατεύουμε τη ζάχαρη με το κορν φλάουρ και τα αβγά και μόλις πάρει βράση το γάλα με την κρέμα, αποσύρουμε από την φωτιά και ρίχνουμε λίγο στα αβγά, ανακατεύοντας συνεχώς. Μόλις πάρουν την θερμοκρασία του γάλακτος τα αδειάζουμε στο υπόλοιπο γάλα, ξαναβάζουμε την κατσαρόλα στη φωτιά και συνεχίζουμε το ανακάτεμα έως ότου η κρέμα κοχλάζει. Μόλις η κρέμα είναι έτοιμη, αποσύρουμε από την φωτιά και ρίχνουμε την τεμαχισμένη σοκολάτα ανακατεύοντας μέχρι να ομογενοποιηθεί. Την αφήνουμε να κρυώσει και την χτυπάμε στο μίξερ για λίγα λεπτά ώστε να γίνει λεία.
Γλάσο: Σε μια κατσαρόλα ζεσταίνουμε την κρέμα γάλακτος. Μόλις πάρει βράση, τη ρίχνουμε πάνω από την σοκολάτα, ομογενοποιούμε και το αφήνουμε να κρυώσει.
Σύνθεση: Μόλις κρυώσουν τα εκλέρ, με την βοήθεια ενός κοφτερού μαχαιριού, ανοίγουμε μια μικρή τρύπα από την μία πλευρά, με ένα μικρό κορνέ τα γεμίζουμε με την κρέμα. Κατόπιν βουτάμε την πάνω πλευρά του εκλέρ στο γλάσο και τα βάζουμε στο ψυγείο να παγώσουν.
tip
Οι ποσότητες πρέπει να είναι απόλυτα ακριβείς για να βγει ένα σωστό αποτέλεσμα.
tovima.gr

Σήμερα...



Τα Πελαργόνια

http://www.agrotikabook.gr/%CF%84%CE%B1-%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%B1%CF%81%CE%B3%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%B1

Τα Πελαργόνια

Τρί, 2013-09-10 14:00
Το γένος Πελαργόνιο (Pelargonium) (κοινώς "πελαργόνι") είναι μέλος της οικογένειας των Γερανιοειδών (Geraniaceae) και σε αυτό ανήκουν πάνω από 200 είδη πολυετών, παχύφυλλων ποωδών.Τα φυτά του γένους Pelargonium τα συναντάμε ευρέως στην κηποτεχνία λόγω της πλούσιας και συνεχούς ανθοφορίας που τα χαρακτηρίζει.
Πολλά είδη μάλιστα του γένους αυτού είναι συνυφασμένα με την Ελληνική παράδοση αφού τα συναντάμε στους Ελληνικούς κήπους κυρίως σε γλάστρες (γεράνι, βαμβακούλα), αλλά και στην μαγειρική (αρμπαρόριζα).
Πολύ συχνά συγχέεται με το γένος Geranium. Έτσι τα είδη του γένους Pelargonium πολύ συχνά τοποθετούνται στο γένος Γεράνιον (Geranium) και αποκαλούνται από πολυ κόσμο ως γεράνια. Στην πραγματικότητα όμως τα δύο γένη είναι ξεχωριστά.
Τα πελαργόνια κατάγονται  από τη Νότιο Αφρική. Συνήθως έχουν πτεροσχιδή φύλλα που αναδίδουν ένα έντονο άρωμα, ενώ τα άνθη τους, σε αντίθεση με τα γεράνια, είναι εμφανισιακά ασήμαντα. Τα γνωστά μας γεράνια που στολίζουν κάθε μπαλκόνι αποτελούν μια παραλλαγή. Τα λουλούδια τους λάμπουν σε όλα τα χρώματα, τα φύλλα τους είναι οδοντωτά στις άκρες. Υπάρχουν κρεμοκλαδή και ορθόκλαδα είδη.
Τα πελαργόνια θέλουν φως και καθαρό αέρα, ζέστη το καλοκαίρι και πιο δροσερό χειμώνα.
Ρίξτε τους λίπασμα κάθε 2 βδομάδες και κόψτε τα μαραμένα άνθη. Την άνοιξη ή το φθινόπωρο κλαδέψτε τα και αλλάξτε τους γλάστρα. Μπορείτε να τα πολλαπλασιάσετε με τα μοσχεύματα που κόψατε κατά το κλάδεμα.
Είδη και ποικιλίες
Υπάρχουν περίπου 200 είδη. Τα πιο γνωστά είδη του γένους Pelargonium είναι:

Πελαργόνιον το βαρύοσμον (Pelargonium graveolens).
Είναι είναι ποώδες παχύφυλλο που ανήκει στο γένος Πελαργόνιο της οικογένειας των Γερανιοειδών (Geraniaceae). Το κοινό του όνομα είναι αλμπαρόριζα ή αρμπαρόριζα, ενώ πολλές φορές αναφέρεται και ως γεράνιο, γεράνι, πελαργόνι, στη Λέσβο χρυσαχί, στην Κύπρο κιούλι, στη Δυτική Μακεδονία μοσχόφυλλο. Eυωδιαστό άγριο είδος με μικρά ροζ ή και πορφυροκόκκινα ανθάκια και φύλλα με λοβούς σε σχήμα παλάμης.
Πρόκειται για πολυετές ποώδες φυτό με τρυφερούς βλαστούς οι οποίοι δεν ξυλοποιούνται. Αναπτύσσεται πολύ γρήγορα. Τα φύλλα έχουν γκριζοπράσινο χρώμα με οδωντωτές απολήξεις, είναι χνουδωτά και με πολύ μεγάλες εγκολπώσεις και έντονη αρωματική ευωδιά όταν τριβούν. Τα άνθη του φέρονται σε ταξιανθία τύπου σκιαδίου και φέρουν 5 πέταλα. Τα χρώματα που συναντάμε στα άνθη του είναι στις αποχρώσεις του ροζ και του μωβ.
Καλλιέργεια
Το P. graveolens είναι φυτό με ταχύτατη ανάπτυξη, το οποίο προτιμάει τις ηλιόλουστες ή και ημισκιαζόμενες θέσεις. Το έδαφος θα πρέπει να είναι ελαφρύ (πλούσιο σε άμμο) ώστε να αποστραγγίζει πολύ καλά. Οι ρίζες του δεν ανέχονται την υπερβολική υγρασία. Όταν αναπτύσσεται στο έδαφος ενός κήπου κατάλληλα είναι τα αραιά και πολύ πλούσια ποτίσματα (πότισμα ανά 5-20 ημέρες ανάλογα με την εποχή και τις τοπικές συνθήκες θερμοκρασίας, σκίασης κ.α.). Όταν αναπτύσσεται σε φυτοδοχεία τότε τα ποτίσματά του θα πρέπει να είναι πιο συχνά (ανά 1-7 ημέρες).

Δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικό σε θρεπτικά στοιχεία και μπορεί να αναπτυχθεί ικανοποιητικά ακόμα και σε πολύ άγονα εδάφη. Σε εντατικές καλλιέργειες του για την παραγωγή αιθέριων ελαίων απαιτεί 3-4 μονάδες φωσφόρου και καλίου ανά στρέμμα και 7-8 μονάδες αζώτου ανά στρέμμα. Είναι ευαίσθητο στο ψύχος. Έτσι στην Ελλάδα το συναντάμε κυρίως στις παράκτιες περιοχές όπου οι χειμώνες είναι ήπιοι. Σε πιο ορεινές περιοχές καλλιεργείται ως ετήσιο και το χειμώνα προστατεύεται.
Είναι επιδεκτικό στα κλαδέματα, ακόμα και σε πολύ αυστηρά κλαδέματα τα οποία είναι απαραίτητα εάν θέλουμε να διατηρήσουμε μία μαζεμένη και συμπαγή όψη του φυτού. Καταλληλότερη εποχή είναι νωρίς την άνοιξη.
Σε ορισμένες περιοχές χρησιμοποιείται ως τροποποιητικό γεύσης σε μαρμελάδες και γλυκά κουταλιού και έχει και θεραπευτικές ιδιότητες ως βότανο. Ξεχωρίζει για το πολύ δυνατό άρωμα που απελευθερώνεται από τα φύλλα του. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται πολύ στην βιομηχανία αρωμάτων αλλά και στη ζαχαροπλαστική και μαγειρική

Pelargonium peltatum.
Φυτό αειθαλές με κρεμοκλαδή ανάπτυξη. Έχει βλαστούς λεπτούς, γωνιώδεις, λείους. Τα φύλλα του είναι λεία, γυαλιστερά και έλλοβα (φύλλα κισσού). Τα άνθη είναι μονά ή διπλά, 5-8 μαζί, σε ταξιανθίες "σκιάδια", σε διάφορα χρώματα, όπως κόκκινα, λευκά, ρόδινα κλπ. Ανθίζει συνέχεια από την άνοιξη ως το φθινόπωρο. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες με μονά ή διπλά άνθη και διάφορους χρωματισμούς. Πιο παραγωγική και ανθεκτική είναι η ρόδινη. Καλλωπιστική αξία: Οφείλεται στην κρεμοκλαδή του βλάστηση και την πλούσια, ζωηρών χρωμάτων και με¬γάλης διάρκειας ανθοφορία του. Πoλλ/ζεται με επάκρια φυλλοφόρα μοσχεύματα την άνοιξη. Φυτό ευαίσθητο στο κρύο που ευδοκιμεί σε πλούσια ή μέτριας γονιμότητας εδάφη, με καλή αποστράγγιση. "Προτιμάει" ηλιαζόμενες θέσεις. Τα φυτά κάθε άνοιξη χρειάζονται κλάδεμα και αραίωμα για να πετάξουν καινούργια βλάστηση. Είναι πιο ανθεκτικό στις προσβολές από εχθρούς και ασθένειες από ότι το γεράνι.
Pelargonium hortorum.
Το Pelargonium hortorum (συν. P. zonale – κοιν. γεράνι, σαρδέλα, τσαρτελλούδιν). Είναι το πλέον χρησιμοποιούμενο είδος του γένους Pelargonium στους κήπους και στις βεράντες. Υπάρχουν περισσότερες από 200 ποικιλίες σε πληθώρα χρωμάτων. Το είδος Pelargonium x hortorum έχει προέλθει από διασταύρωση των P. zonale και P. inquinans. Έχει στρογγυλά φύλλα τα οποία σε πολλές ποικιλίες διαθέτουν μία σκούρα ζώνη, ως εκ τούτου και ζωνωτό. Υπάρχουν ποικιλίες με συμπαγή και χαμηλή βλάστηση αλλά και ποικιλίες που φθάνουν το 1,0 με 1,5 m σε ύψος. Τα χρώματα των ανθέων μπορεί να είναι κόκκινο, λευκό, ροζ, σωμόν, πορτοκαλί, μωβ κ.α. Οι απαιτήσεις του σε νερό είναι μικρές. Εδώ να αναφέρουμε ακόμα μία φορά ότι φυτά τα οποία είναι φυτεμένα σε φυτοδοχεία μικρού όγκου, θα πρέπει να ποτίζονται αρκετά συχνά. Πάντως τα γεράνια ζημιώνονται πολύ πιο συχνά από υπερβολική υγρασία παρά από έλλειψη νερού. Προτιμούν τις ηλιαζόμενες θέσεις και τα καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη

Pelargonium domesticum.
Το είδος Pelargonium domesticum (συν. P. grandiflorum – κοιν. πελαργόνι, γεράνι) προέρχεται από την διασταύρωση των P. cucullatum και P. grandiflorum. Σχηματίζει ξυλώδη στελέχη και μπορεί να φθάσει και τα 2 m σε ύψος. Τα άνθη του έχουν δίχρωμα πέταλα και συνηθέστερα αποχρώσεις του ροζ και του μωβ. Τα φύλλα είναι πράσινα με εγκολπώσεις και συχνά οδοντωτά. Οι απαιτήσεις του σε νερό είναι μικρές και προτιμάει τις φωτεινές και καλά αποστραγγιζόμενες θέσεις στον κήπο. Επίσης θα πρέπει να κλαδεύονται προκειμένω να κρατήσουν μία συμπαγή μορφή. Κατάλληλα για φύτευση στο έδαφος και σε γλάστρα.

Άλλα είδη
 

  • Πελαργόνιον το αλπικόν (P. alpinum)
  • Πελαργόνιον το αλθαιοειδές (P. althaeoides)
  • Πελαργόνιον το αντιδυσεντερικόν (P. antidysentericum)
  • Πελαργόνιον το δρυόφυλλον (Pelargonium quercifolium)
  • Πελαργόνιον το καρδιόφυλλον (P. cordifolium)
  • Πελαργόνιον το κουκουλωτόν (Pelargonium cucullatum)
  • Πελαργόνιον του Ντράμοντ (Pelargonium drummondii)
  • Πελαργόνιον το ολυνθοειδές (Pelargonium grossularioides)
  • Πελαργόνιον το παράκτιον (Pelargonium littorale)
  • Πελαργόνιον το μακρόφυλλον (P. longifolium)
  • Πελαργόνιον το ευοσμότατον (P. odoratissimum)
  • Πελαργόνιον το αποξέον (Pelargonium radens)
  • Πελαργόνιον το ροντνεϊανόν (Pelargonium rodneyanum)
  • Πελαργόνιον το τρίχρουν (P. tricolor)
  • Πελαργόνιον το σιδοειδές (Pelargonium sidoides)
  • Πελαργόνιον το αμπελόφυλλον (P. vitifolium)

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae) Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta) Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida) Υφομοταξία: Ροδίδες (Rosidae) Τάξη: Γερανιώδη (Geraniales) Οικογένεια: Γερανιοειδή (Geraniaceae) Γένος: Πελαργόνιον (Pelargonium)
 fytokomia.gr

περίληψη

Ελισσαίος Βγενόπουλος.
 
περίληψη

έβαζε τις λέξεις την μία δίπλα στην άλλη
και κείνες ανασηκώνονταν
φρεσκοακονισμένα κοπίδια
και καρφώνονταν όπου έβρισκαν
σαν τα θολωμένα βλέμματα
τις αγριεμένες σκέψεις
και τις αφόρητες εμμονές

Φωτογραφία: περίληψη

έβαζε τις λέξεις την μία δίπλα στην άλλη
και κείνες ανασηκώνονταν 
φρεσκοακονισμένα κοπίδια
και καρφώνονταν όπου έβρισκαν
σαν τα θολωμένα βλέμματα
τις αγριεμένες σκέψεις  
και τις αφόρητες  εμμονές

φόρεσε ένα πουκάμισο
οι ρίγες του ήταν από λεπτομερείς περιγραφές
ασήμαντων περιστατικών
πήρε μια δεσμίδα ασυνταξίες
καβάλησε μια φράση
από κείνες που τις εμπιστεύεται κανείς
με κλειστά μάτια
και χώθηκε στην σμπαραλιασμένη 
περίληψη της πόλης

είχε πιάσει ένα ψιλόβροχο
από βιαστικές ομοιοκαταληξίες
και επιπόλαια ερωτήματα

έπεφτε το φως 
πίσω από τα μαύρα συμπεράσματα
εκείνος προχωρούσε μέσ’ τη σκοτεινιά
μ’ απλωμένα τα χέρια 
και τον τρόμο στο στήθος

το χάραμα τον βρήκε
στη ρίζα ενός βράχου από πρόχειρες φράσεις
με μια χούφτα ξέχειλη από  επιφωνήματα
με τ’ αστέρια σημεία στίξης στο κορμί του
και τη μισοτελειωμένη σελίδα ενός ονείρου 
περασμένη κόμπο στο λαιμό 

7.9.13 φόρεσε ένα πουκάμισο
οι ρίγες του ήταν από λεπτομερείς περιγραφές     
ασήμαντων περιστατικών
πήρε μια δεσμίδα ασυνταξίες
καβάλησε μια φράση
από κείνες που τις εμπιστεύεται κανείς
με κλειστά μάτια
και χώθηκε στην σμπαραλιασμένη
περίληψη της πόλης

είχε πιάσει ένα ψιλόβροχο
από βιαστικές ομοιοκαταληξίες
και επιπόλαια ερωτήματα

έπεφτε το φως
πίσω από τα μαύρα συμπεράσματα
εκείνος προχωρούσε μέσ’ τη σκοτεινιά
μ’ απλωμένα τα χέρια
και τον τρόμο στο στήθος

το χάραμα τον βρήκε
στη ρίζα ενός βράχου από πρόχειρες φράσεις
με μια χούφτα ξέχειλη από επιφωνήματα
με τ’ αστέρια σημεία στίξης στο κορμί του
και τη μισοτελειωμένη σελίδα ενός ονείρου
περασμένη κόμπο στο λαιμό

7.9.13

Δημοφιλείς αναρτήσεις