Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ " ΛΩΞΑΝΤΡΑ "

Ο χρήστης Maria Dimitriou κοινοποίησε μια δημοσίευση.
Η Μαρία Ιορδανίδου (1897 - 6 Νοεμβρίου 1989) ήταν Ελληνίδα πεζογράφος. Στα έργα της υπάρχει αμεσότητα, απλό ύφος, ζωντανοί διάλογοι και νοσταλγική διάθεση.

homouniversalisgr.blogspot.com
Η Λωξάντρα δεν είναι απλώς βιογραφία, ούτε απλώς μυθιστόρημα. Στο συναρπαστικό αυτό κείμενο, που έγινε ανάρπαστο από την ώρα που π...

Η Λωξάντρα δεν είναι απλώς βιογραφία, ούτε απλώς μυθιστόρημα. Στο συναρπαστικό αυτό κείμενο, που έγινε ανάρπαστο από την ώρα που πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας, οι πραγματικοί και οι φανταστικοί χαρακτήρες συγχωνεύονται για να αναπλάσουν την εικόνα της Πόλης πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Μαρία Ιορδανίδου έγραψε το βιβλίο το 1963, όταν ήταν ήδη εξήντα έξι χρόνων, επειδή - έλεγε - δεν ήθελε αυτά τα λίγα πράγματα που ήξερε να τα πάρει μαζί της. Η Λωξάντρα είναι η ιστορία της γιαγιάς της: μέσα από αυτήν, η Μαρία Ιορδανίδου ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, ακόμα και ''τώρα, που όλα αυτά πέρασαν και το χορτάρι της λησμονιάς αρχίζει κιόλας να φυτρώνει''. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)



Η «Λωξάντρα» είναι η ιστορία της γιαγιάς της Μαρίας Ιορδανίδου. Πρόκειται για μια γυναίκα που έζησε στο μεγαλύτερο κέντρο εκείνης της εποχής, την Πόλη, και είδε με τα ίδια της τα μάτια να σβήνει μια εποχή και να ανατέλλει μια άλλη, γεμάτη πολέμους και συμφορές. Aλλωστε δεν είναι τυχαίο που το βιβλίο τελειώνει με τον θάνατο της Λωξάντρας τον Ιούλιο του 1914 όταν, σύμφωνα με το μυθιστόρημα, «Ανοίγει ο Aδης το στόμα του, αρχίζει ποτάμια το αίμα να κυλάει. Καινούργια εποχή γεννιέται.»

Ίσως να πρόκειται για το πιο «νόστιμο» βιβλίο της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Οι 247 σελίδες του μοσχοβολούν αρώματα και γεύσεις από εδέσματα, τόπους και συνήθειες της Ανατολής. Της Κωνσταντινούπολης, συγκεκριμένα? της πολυαγαπημένης Πόλης. Γιατί εκεί, στα τέλη του 19ου αιώνα ζει η Λωξάντρα που γίνεται πρωταγωνίστρια του βιβλίου και της ζωής. Πότε παίρνοντας δυναμικές πρωτοβουλίες, πότε κάνοντας κινήσεις ελιγμού και τακτικής στην καθημερινότητά της και πότε κρατώντας ισορροπίες ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους, η δυναμική αυτή γυναίκα γίνεται ένα εμβληματικό πρόσωπο. Κέντρο της ψυχής της είναι η αλληλεγγύη. Κέντρο όμως του μικρόκοσμου που την περιβάλλει, η κουζίνα της. Εδώ, ανάμεσα σε τσουκάλια και τεντζερέδες, σε γουδιά και χερόμυλους, η Λωξάντρα θα αποδειχτεί άφταστη μαγείρισσα. Ετοιμάζει του κόσμου τις λιχουδιές: από τα πιο απλά γλυκά ως τις πιο απαιτητικές γαστρονομικές γεύσεις. Πεντανόστιμες όλες πάντα. Το μυστικό της; Η κρυφή της συνταγή; Το μυστικό της μπαχάρι; Η αγάπη. Γιατί η Λωξάντρα είναι μια γυναίκα που τα λόγια, οι κινήσεις της και η μορφή της αναδίδουν το ωραιότερο άρωμα του κόσμου: την τέχνη να έχεις ανοιχτή την αγκαλιά σου. Κώστας Ακρίβος


H τηλεοπτική σειρά - Λωξάντρα 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 

Ο Δημητρός κόντευε να πατήσει τα εβδομήντα και όμως ακόμα δούλευε. Δούλευε στην εφημερίδα Κωνσταντινούπολις, που την έβγαζαν τότε ο Δημήτριος και ο Αθανάσιος Νικολαΐδης.
Χιώτης ήταν ο Δημητρός. Στη σφαγή της Χίου, όταν οι Τούρκοι σφάξαν τους γονείς του, και κείνονα —μωρό παιδί— τον βγάλανε στο σκλαβοπάζαρο, ένας αδελφός του πατέρα του από τη Σύρα —ο σιορ Βασιλάκης ο λουκουμτζής— ήρθε στη Χίο και έδωσε ένα πουγκί γρόσια για να τον αγοράσει από τους Τούρκους.
Ο Βασιλάκης, που ήταν ανύπαντρος, μεγάλωσε το Δημητρό σαν παιδί του και όταν τον έκανε δεκαεφτά χρονών τον έστειλε στην Πόλη, στο σπίτι της θειας Ειρήνης, για να σπουδάσει το παιδί, μια και είχε τέτοια κλίση στα γράμματα.
Θαμπώθηκαν τα μάτια του Δημητρού σαν έφτασε στην Πόλη. Στην ωραία Επτάλοφο. «Χαίρε, Κωνσταντινούπολις, των πόλεων η βασιλίς.» Ξαπλωμένη πάνω σε δυο ηπείρους, ανοίγει η Πόλη τα στήθια της στο βοριά της Μαύρης Θάλασσας από τη μια μεριά και στη νοτιά του Μαρμαρά από την άλλη. Γιουρούσι λες και κάνουνε τα δυο αντίθετα ρεύματα για να την κατακτήσουνε. Παλεύει η Δύση με την Ανατολή και τη διεκδικούνε και αφρίζουνε και κλωθογυρίζουνε μπροστά στην πούντα του Σαράι Μπουρνού, στα πόδια της Αγια-Σοφιάς μεσ' στην καρδιά της Πόλης.
Πώς να μη γίνει ο Δημητρός ποιητής, πώς να μη γίνει ρομαντικός! Σπάραξε η καρδιά του σαν είδε τους μιναρέδες γύρω απ' την Αγια-Σοφιά. Και όμως εκείνη στέκεται μεγαλόπρεπη και με ηγεμονική σεμνότητα σκορπά στο γύρο της γαλήνη. Μπροστά στο μεγαλείο της μυρμήγκι μοιάζει ο άνθρωπος, και όμως και το μυρμήγκι μέσα στην Αγια-Σοφιά φαίνεται και παίρνει σημασία. Κάτω απ' το μεγάλο θόλο της σαν σταθείς, δεν ξέρεις αν ο θόλος πρόβαλε για να σε προστατέψει ή αν υψώνεται για ν' ανοιχτεί και να πετάξεις απάνω. Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια... Άλλον ένα Παρθενώνα χτίσαν οι Βυζαντινοί και τον αφιέρωσαν και αυτοί στου Θεού τη Σοφία.
Έτσι την είδε ο Δημητρός την Αγια-Σοφιά που στέκεται μέσα στην παλιά Πόλη που την τριγυρίζουνε τα τείχη τα βυζαντινά. Εκεί δεν είχε πάνε κ' έλα και θόρυβο και θέατρα και ξένους, όπως στο Πέρα και στο Γαλατά. Εκεί η ζωή κυλούσε γιαβάς-γιαβάς. Στενά λιθόστρωτα σοκάκια, μικρά ξύλινα σπίτια με τεράστιες γεροδεμένες πόρτες που μοιάζουν πόρτες φυλακής. Καφασωτά παράθυρα, ερημιά. Τσαρσιά με ραχατλήδες ανατολίτες εμπόρους καθισμένους σταυροπόδι μπροστά στην πραμάτεια τους: φίλντισι, κεχλιμπάρι και συντέφι. Μεταξωτά υφάσματα και λαχουρένια σάλια από τις Ινδίες, πολύτιμα αρώματα και ο αέρας μυρίζει πατσουλί.
Στους περιβόλους των τζαμιών λιάζουνται Τούρκοι καθισμένοι ανακούκουρδα. Βρύσες μεγάλες με τρεχάμενα νερά και ένα γύρο περιστέρια.
Κανένας Ευρωπαίος δεν κάθονταν εκεί, — Τουρκιά. Και κανένας Τούρκος δεν κάθονταν στο Σταυροδρόμι, — Ρωμιοσύνη.
Η Κωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή ήτανε ένα χαρμάνι από διάφορες πολιτείες, προάστια και χωριά, σκορπισμένα πάνω στα παράλια της Μικράς Ασίας και της Ευρώπης. Και η κάθε πολιτεία, το κάθε προάστιο, το κάθε χωριό είχε τον τοπικό του χαρακτήρα, τα ήθη και τα έθιμα του πληθυσμού που πλειονοψηφούσε.
Την ευρωπαϊκή όχθη του Βοσπόρου την κατοικούσαν περισσότερο Έλληνες και γενικά Ευρωπαίοι, — το Μέγα Ρέμα, το Μπουγιούκ-Ντερέ, τα Θεραπειά, όλα εκείνα τα προάστια θυμίζανε Ευρώπη. Η ασιατική όχθη ήτανε Ανατολή. Εκεί έβγαινε το νταούλι για να θυμίσει στους πιστούς πως ήταν ραμαζάνι. Εκεί ο μουεζίνης τρεις φορές τη μέρα διαλαλούσε ταχτικά πως ένας είναι ο Αλλάχ, και ο Μωάμεθ ο Προφήτης του Αλλάχ. Και στην απέναντι όχθη σαν έφτανε αυτός ο αντίλαλος, έφτανε σαν παραμυθένια φωνή από έναν άλλον κόσμο.
Το Φανάρι, που ήταν μέσα στον Κεράτιο Κόλπο, εξακολουθούσε να είναι ακόμη το κέντρο της ελληνικής διανόησης, όμως είχε χάσει την πρωτινή του αίγλη.
****
Της Αγίας Βαρβάρας ανήμερα, στις αρχές του Δεκέμβρη, την πιάσανε οι πόνοι την Κλειώ. Ήταν απόγεμα και η Λωξάντρα είχε λιμπιστεί αντσούγες και είχε στείλει τον Ταρνανά να της αγοράσει απ’ το μπακάλη. Κάθουνταν στο παράθυρο της τραπεζαρίας και τον περίμενε, όταν άξαφνα άκουσε το Γιωργάκη να τρέχει και να φωνάζει:
― Πάω να φέρω τη μαμή!
Ένα «κρακ» ένοιωσε μέσα της η Λωξάντρα και ύστερα τρεμούλα.
― Σπάσανε τα νερά; φώναξε.
Αλλά ο Γιωργάκης είχε φύγει.
Βγήκε τρεχάτη ν’ ανέβει πάνω, και αντίς απάνω βρέθηκε στην κουζίνα με τον κόπανο στο χέρι. Είχε μπροστά της το γουδί της σκορδαλιάς άδειο και το κοπανούσε και μουρμούριζε:
― Να μην ακούσω τις φωνές, Παναΐα μου, να μην τις ακούσω.
― Καλέ Λωξάντρα, τι κοπανάς εκεί; Τρελάθηκες; είπε η Ελεγκάκη μπαίνοντας στην κουζίνα βιαστικά. Καλέ το νερό βάλε να βράσει. Γέννα έχουμε!
Ντράπηκε η Λωξάντρα και καμώθηκε πως δεν ήξερε πως άρχισαν οι πόνοι.
Μπήκε το νερό στη φωτιά και έβρασε, και ξανάβρασε, και ξανάβρασε, και όλη τη νύχτα έβραζε ώσπου ξημέρωσε, και η Κλειώ ακόμα δεν είχε γεννήσει.
Η Κλειώ απάνω, φωνή στη γη, φωνή στον ουρανό.
Μπρούμυτα η Λωξάντρα στην κάμαρά της, μπροστά στο εικονοστάσι τάζει. Τάζει στην Μπαλουκλιώτισσα, χτυπά το κεφάλι της στο πάτωμα. Όλο της το αίμα έχει ανέβει στο κεφάλι της. Χτυπούνε τα μηλίγγια της, το πρόσωπό της είναι μελανό.
Και άξαφνα:
― Έλα πάμε.
Ανοίγει το εικονοστάσι και βγάζει από μέσα τη Μπαλουκλιώτισσα.
― Πάμε.
Σαν μπήκε η Λωξάντρα στο δωμάτιο βαστώντας την εικόνα, η Κλειώ είχε κλεισμένα τα μάτια της και ήτανε εξαντλημένη. Οι πόνοι είχαν σταματήσει.
― Βγάλ’ τους όλους έξω, λέει η Λωξάντρα στη μαμή, και κλείδωσε την πόρτα.
Ακουμπά την εικόνα πάνω απ’ το κεφάλι της λεχούσας:
― Κλειώ, Κλειώ, η Μπαλουκλιώτισσα είναι απάνω απ’ το κεφάλι σου. Τη νοιώθεις; Μπρος, τάξε.
Κούνησε η Κλειώ τα χείλια της και η Λωξάντρα κατάλαβε πως τάζει το μαργαριτάρι της. Τότες η Λωξάντρα έδεσε δυο φασκές του μωρού στα κάτω κάγκελα του κρεβατιού, έδωσε τις άκρες τους στα χέρια της Κλειώς, και της λέει «Τράβα».
― Ακούς τι σε λέω; Να, τώρα που θα ξανάρτει ο πόνος – γιατί θα ξανάρτει, δε γένεται,- τράβα και σφίξου. Περίμενέ τονα, γιατί χωρίς το μεγάλο πόνο δεν ελευτερώνεσαι. Μην τον αποφεύγεις. Παρακάλα νάρτει για να ελευτερωθείς. Και άμα έρτει μην ξεφωνίζεις σαν την τρελή, στα μπόσικα, μην τον σκορπάς στον αέρα, κατάπιε τον στα σωθικά σου και σπρώξ’ τονα και βγάλ’ τονα από κάτω, μαζί με το παιδί!»Έτσι μπράβο… άλλη μια. Μπράβο: Τράβα τις φασκές. Μούγκριζε, μη φωνάζεις. Άφεριμ. Τώρα ησύχασε.
Και σκουντώντας τη μαμή με τον αγκώνα της:
― Άντε μωρή εσύ από κάτω να πιάσεις το παιδί, έρχεται!
― Έρχεται! φωνάζει η Λωξάντρα. Μπράβο, Κλειώ, έρχεται.
Οι φωνές της Κλειώς τώρα πια δεν ακούονται, φωνάζει η Λωξάντρα.
― Άαααχ! Άαααχ!
Και σε λίγο ένα μεγάλο «Αχ», που θα ακούστηκε ως το Γαλατά Σεράι, και η Λωξάντρα σωριάστηκε στο πάτωμα.
― Κορίτσι! είπε η μαμή.
****

… Αυτή τη φορά πεντάρα δεν δίνει η Λωξάντρα για το νοικοκυριό της. Τι πρόκειται να χάσει σάματις; Τα γιούκα της ή τους κουρελόμπογούς της; Εκείνα πάνε χαθήκαν μαζί με το Μακροχώρι. Πάει και το χαμηλό το ονταδάκι της, πάει και ο πλάτανός της. Όμως η Παναγία η μεγαλόχαρη δεν την άφησε, της έδωσε το παιδί, κι όπου είναι το παιδί εκεί είναι κι ο παράδεισός της. Με τη μυρωδιά του παιδιού ζει και με το φως του βλέπει. Γιατί ένα είναι Το Παιδί ( με κεφαλαίο Τ και Π ), και η Λωξάντρα είναι η γιαγιά του παιδιού.
Και έτσι αποφασίστηκε να πάνε να εγκατασταθούνε στον Πειραιά.
……………………………………………………………………………………………………………………..
Κι έτσι, ένα ηλιόλουστο φθινοπωρινό πρωί, μέσα στα καλοκαιριάτικα του Άι – Δημήτρη, πέρασε το βαπόρι μπροστά απ’ την προβλήτα του Πειραιά και βγήκανε οι πειραιώτικες βάρκες να το προϋπαντήσουν και να το μπάσουν πανηγυρικά μέσα στο λιμάνι. Απ’ το Λιμεναρχείο ξεκίνησε η ατμάκατος. Στην προκυμαία του Τελωνείου άρχισε κάποια κίνηση. Κατέβασε το βαπόρι τη σκάλα του για ν’ ανεβεί ο έλεγχος, οι επιβάτες έτοιμοι ανεβήκανε στο σαλόνι. Γύρω από το βαπόρι αλληλοσπρώχνουνταν οι βάρκες και οι βαρκάρηδες ξεφώνιζαν. Πίσω από το φιλιστρίνι της κουκέτας της παραμονεύει η Λωξάντρα και περιμένει ν’ ακούσει τους ζουρνάδες και τα νταβούλια της υποδοχής. Περιμένει να δει τους Υπουργούς και τους Ναυάρχους με τα τρικαντά και τα σπαθιά. Πούν’ τους για; Ούτε Υπουργούς βλέπει ούτε σπαθιά.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Η αλήθεια είναι πως για την έκπληξη που του έκανε τότες η Κλειώ, σαν ήρθανε στον Πειραιά, ο Γιωργάκης γέλασε, μιλιά δεν είπε. Τον πρώτο χρόνο όλα πήγανε καλά. Το δεύτερο χρόνο όμως το βαπόρι του άλλαξε πάλι δρομολόγια και από τότες πέρασε κι άλλος ένας χρόνος από πάνω και Γεωργάκη δεν ξαναείδανε. Τώρα τελευταία μάλιστα χάσανε και τα ίχνη του.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Σκύβει, κοιτάζει το δρόμο… ερημιά! «Ό-ω-ωχ! Χασμουριέται. «Κακορίζικος τόπος. Τρώγουνται αναμεταξύ τους σαν τα σκυλιά. Τι τρώγεστε, μπρε; Τι τρώγεστε; Να, ιστέ τρεις πήχες χώμ…»
- Αμάν! Να τους πάλε! αρπάζει την καρέκλα της και τρέχει μέσα.
Από το Πασαλιμάνι ακούστηκαν φωνές.
- Βα-αρδούλαρος!
- Το ψωμί του λαού! Το ψωμί του λαού!
- Ζήτω-ω-ω.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………. 
Μπήκε άνοιξη! Τα πράματα ησύχασαν και η Λωξάντρα, αν δεν κατάφερε ακόμα να διώξει την Κοντύλω, την παραμέρισε. Κι αυτό κάτι ήταν. Το παιδί τώρα ξαναγύρισε στη γιαγιά.
- Σήμερα τι κάνουμε, γιαγιά;
- Τι λες εσύ να κάνουμε;
- Πάμε για ραδίκια;
Παίρναν αμάξι και ξεκινούσαν για τη Φρεαττύδα. Μετά το Ρωσικό Νοσοκομείο ήτανε του Σκουλούδη το σπίτι, και έπειτα ερημιά. Κατσάβραχα. Τι ωραία ραδίκια, τι καυκαλήθρες, τι λάπατα μάζευες εκεί.
Μια μέρα, που στο σπίτι έλαχε πολλή δουλειά, αντίς να πάνε περίπατο, κατέβηκαν στο καφενείο της Πλατείας Αλεξάντρας να φάνε ένα κοκ. Κάθισαν σ’ ένα τραπεζάκι, φάγαν το κοκ, και σε λίγο η Λωξάντρα άρχισε να στενοχωριέται. Ερημιά. Άδειο το καφενείο. Ένας μεσόκοπος κύριος κάθουνταν λίγο παρακεί αμίλητος.
- Ά-γα-γα-γαχ! Χασμουρήθηκε η Λωξάντρα, πάμε να φύγουμε; Εδώ είναι τζαν τζιν τοπ οϊνάρ.
Ο κύριος που κάθουνταν στο διπλανό τραπεζάκο πάτησε τα γέλια και ύστερα άρχισε να βήχει δυνατά. Πνιγουρίστηκε. Γυρίζει η Λωξάντρα να δει τι γίνεται, και ο κύριος σηκώνεται απάνω και τη χαιρετά.
- Πολίτισσα είστε; Της λέι. Εγώ είμαι ο Τούρκος ο Πρόξενος.
- Πα! Είπε η Λωξάντρα, από πότε είσαι εδώ;
Και πιάσανε κουβέντα. Ο πρόξενος μιλούσε ωραία ελληνικά. Μιλήσαν για την Πόλη, ενθουσιάστηκε η Λωξάντρα κι αμέσως τον προσκάλεσε στο σπίτι τους να πάρει έναν πολίτικο μεζέ.
- Αμάν, γιοκ! Το δίχως άλλο θάρτεις. Όχι δε θα με πεις!
………………………………………………………………………………………………………………………………
- Εσύ θέατρο είδες ποτέ σου; Ρώτησε την Άννα. Δεν είδες, πάμε να διεις.
Στο Πασαλιμάνι έπαιζαν εκείνο το βράδυ Καπετάν Γιακουμή.
- Καπετάν Γιακουμή; λέει η Κοντύλω σαν φτάσανε στην πόρτα του θεάτρου. Δεν πάω!
- Γιατί, μωρή, δεν πας;
Δεν πάει γιατί στον ΚαπετάνΓιακουμή κοροϊδεύουνε τους Υδραίους.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Σε λίγο βγάλανε τον πασατέμπο και τα στραγάλια. Μοίρασε η Λωξάντρα τον πασατέμπο και αρχίζει να περιεργάζεται την αυλαία. Τι να γράφει απάνω στην αυλαία άραγες!
- Θέατρο του Λαού γράφει, λέει η Αν’ξίτσα.
- Αυτό το γράφει έξω απ’ την πόρτα, λέει η Κοντύλω. Εδώ γράφει : «Ο Λαός υπ… υπέρ της βιο… βιομηχανίας, και η βιομηχανία υ… υπέρ του Λαού. Το πιλο… πιλο… πιλοποιείον των Αθηνών. Η. Πουλόπουλος.»
……………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Τη Λωξάντρα με τον καιρό τη μάθανε οι αμαξάδες του Πειραιά. Τη μάθανε τα λουστράκια της αγοράς και η Τρούμπα και ο κήπος ο Τινάνειος, όπου τα καλοκαίρια χόρευε ταραντέλα. Από την κυρά Αρχόντω, την πλύστρα τους, σιγά-σιγά την έμαθε ο Άι-Διονύσης, και από τα δουλικά της γειτονιάς την έμαθε ο Προφητηλίας και τα Μανιάτικα και άλλες συνοικίες. Και αρχίσανε να κατεβαίνουνε οι γυναικούλες στην Καστέλα γυρεύοντας να βρούνε πού κάθεται μια γριά Πολίτισσα που μοιράζει ρούχα και τρόφιμα. Τη μάθανε στο τέλος κι οι βαρκάρηδες.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Απανεμιά είχε τις πιο πολλές φορές στο Τουρκολίμανο και ο αέρας μύριζε φύκια, κατράμι και ψαρίλα.
- Άτζαμπα τι ψάρι φέρανε σήμερα οι ψαρόβαρκες; Ά, να ο κυρ Στάμος.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Πριν κλείσουν τρία χρόνια από τότες που είχαν έρθει στον Πειραιά, η Λωξάντρα είχε γίνει τόσο κοσμοαγάπητη, που αν έβαζε κάλπη στις δημαρχιακές εκλογές θα του την έσκαγε του Δαμαλά, γιατί όλες οι συνοικίες θα ψήφιζαν Λωξάντρα. Κι ας ήταν και Πολίτισσα, και ας συχαίνουνταν τις Πολίτισσες οι ντόπιοι. Όλοι Λωξάντρα θα ψηφίζανε. Όλοι, εκτός απ’ τα Υδραίικα.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Από τους ψαράδες του Τουρκολίμανου η Άννα έμαθε τι είναι ο γάντζος, το καμάκι, η λαδιά, η πράγγα, οι συρτές. Έμαθε τα ονόματα των ψαριών και ξέρει πως όταν πιάσει μαΐστρος αποβραδίς, τη νύχτα θα σηκωθεί μελτέμι.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Ο κυρ Λελούδας είχε ανοίξει ένα καφενεδάκι κοντά στο Ρωσικό Νοσοκομείο, μα το καφενεδάκι δεν πρόκοβε και η Λωξάντρα τον είχε συμβουλέψει να παρατήσει το λουκούμι και τον καφέ και να βάλει μεζέδες και ούζο. Να βάλει παστουρμά και τσιροσαλάτα με άνηθο.
- Γιαλαντζί – ντολμάδες ξέρεις να ψήσεις; Ιμάμ – μπαϊλντί; Στάσου να σε μάθω.
- Παραμονές που θα έφευγε απ’ τον Πειραιά την έπιασε η μανία να διαφωτίσει τον ελληνικό λαό.
………………………………………………………………………………………………………………………………
 
συνεχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις