Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Παραμύθι στο χρόνο της χολέρας της Χαράς Χατζηιωαννίδου

http://www.onestory.gr/post/23823532269

_ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΤΗΣ ΧΟΛΕΡΑΣ

της Χαράς Χατζηιωαννίδου *
.
Εκείνος.
Eκείνη - χαμένοι αστερισμοί..
Περίεργη ώρα, απόγευμα
-Mα, πού είναι ο αναπτήρας μου? Το μονό που ήθελε ήταν άλλο ένα από τα συνηθισμένα στριφτά τσιγάρα την κοίταξε με απόρροιά.
-Στον έδωσα… κοιτούσε γύρω της.
Τα βλέμματα τα τους έμεναν καρφωμένα για καμπόσο. Ακολούθησε λίγη σιωπή που έκανε τα βλέμματα τους να σφυροκοπούν έρωτα. Καθισμένοι στον όμορφο καναπέ του σπιτιού του, την είχε αγκαλιά…εκείνος, διέκοψε την όποια επιθυμία για τσιγάρο, έγειρε κοντά της, ξεκίνησαν να μιλάνε για επανάσταση..
-Μ’ αρέσει να βλέπω φωτιές στην Αθήνα, με κάνει να ελπίζω σε αυτές κάθε φορά να τους δίνω απλόχερα τα όνειρα μου… Κάθε φωτιά παρατηρώντας την μου λέει ποσό κουράζεται να καίει ελπίδες και εγώ ελπίζω ότι θα αλλάξει κάτι… θα αλλάξει, αυτός ο χάρτινος κόσμος.. Δες ποσό εύκολα πιάνει φωτιά.. Και εμείς???
-Είναι οι ελπίδες σου χαρταετοί σκισμένοι.. πως τολμάμε να μιλάμε για επανάσταση? Θέλει θάρρος, ομαδικότητα, συλλογισμό, ανοιχτό μυαλό από εμάς τους ανθρώπους, τους πολίτες της χώρας αυτής, που αχνά ατενίζουμε το κενό, το μαύρο…και τις φωτιές…Παρατηρούμε χιλιάδες γυαλιά σπασμένα, χιλιάδες πλιάτσικα ονείρων και ανταλλαγές προϊόντων μεταξύ ηλιθίων, τίποτα δεν κάνουμε.. Φόβος… Εδώ, μιλάμε για επανάσταση? Που σε κάθε χιλιοπατημένο γκρίζο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου στοιχειώνονται όνειρα δικά μας… της είπε.
-Το βλέπω στα μάτια σου, κάθε φορά που περπατάμε στο Κέντρο-κενό… κάθε φορά μου κρατάς το χέρι σφιχτά και οι κόρες των ματιών σου ανοίγουν σαν ουρανοί και εγώ κοντά σου, βλέπω μια νεκρή πόλη να αλλάζει. Έτσι μαζί της αλλάζω και εγώ…της είπε σηκωμένος κρατώντας ένα τσιγάρο στα χέρια του μισό σβησμένο
Εκείνη τον θαύμαζε και ταυτόχρονα χανόταν στα λόγια του. Ήταν στιγμές σαν κ αυτή που έχανε πλανήτες, αστερισμούς κάτω από τα μικρά της πόδια, τα έβλεπε συχνά μπροστά της στα λόγια εκείνου, στην αυστηρότητα του χαρακτήρα του, στις τρυφερές τελείες που συνοδεύονταν από βήματα, στα ξαφνικά θαυμαστικά στα μάτια του, στις υποθέσεις των φρυδιών του, στις ταλαντώσεις των χειλιών του.
-Θα μου μάθεις, λοιπόν, ιστορίες του Κάφκα και του Μαρξ? Θα ξενυχτάμε Εξάρχεια με μια παγωμένη κούπα καφέ κοιτώντας τα αστέρια? Πάντα αναρωτιέμαι τι καιρό κάνει στον κόσμο σου… του είπε.
Και εκείνος την θαύμαζε… είχε μείνει ακίνητος αμίλητος και την κοιτούσε…έβαλε τα χέρια στις τσέπες του, στάθηκε στη ράχη της πόρτας και την κοιτούσε απλά.. τους χώριζε ένα τραπεζάκι για τα απαραίτητα…ήθελε να αγγίξει τόσο την απαλότητα του δέρματος της, την τελειότητα στην εκφραστικότητα της, ήθελε να τη φιλήσει…
Δε μίλησαν πολύ… Έκατσε δίπλα της αγκαλιάζοντάς την. Της ψιθύρισε στ’ αφτί, κάτι για χιλιάδες νύχτες χωρίς πρωινά, για μουσικές σαλεμένες από σκληρές ηπείρους, έγχρωμες, αινιγματικές και για δρόμους έξω από τα σύνορα του μικρού κόσμου της… Και εκείνη τον συνόδευε με γέλια και ενθουσιασμό μπροστά από μια υδρόγειο. Πολλές φορές την αγρίευε να μη την γυρίσει από την λάθος πλευρά και γίνουν μούσκεμα απ’ το νερό του κόσμου και τον χάσουν. Και εκείνη φλέρταρε συχνά με τα δάχτυλα της πάνω στο κόσμο…Του μιλούσε ώριμα, σοφά. Του έλεγε πως δε φοβάται χωρίς εκείνη να το πιστεύει.
-«Στο μυαλό είναι ο στόχος»
Του μιλούσε για άγνωστους Θεούς που ζούσαν σε κάθε γραμμή του κορμιού του. Πολυλογούσε για τα συναισθήματα της που γκρίζαιναν, που και που, λίγο πιο σκοτεινά απ’ τα δικά του. Του μιλούσε ακόμη, για μουσική, για τις λεπτομέρειες που την έκαναν να ανοίξει βιβλία, να ψάχνει ποιητές και μελοποιημένα λόγια που την έκαναν να φαντάζεται κόσμους.
-Ξέρεις, είναι φορές που νιώθω άδεια, κενή, ρηχή. Παίζω με τον εαυτό μου παιχνίδια, που ξέρω ότι πάντα θα χάσω…Χάνω γιατί πιστεύω ότι είμαι δυνατή και ότι μπορώ να φτάσω στο κάπου που φαντάζομαι… Στην τραγική τελειότητα του μαλακισμένου μου είναι. Ότι θα γίνω σπουδαία και τρανή και τα μυαλά μου παίρνουν αέρα και η φωνή μέσα μου λέει να προσγειώνομαι και φταις λιγάκι που με κακομαθαίνεις… Ξέρεις, είναι φορές που πιστεύω πως είμαι ένα τίποτα… ότι διαβάζω χωρίς να μαθαίνω, ότι ακούω χωρίς να αισθάνομαι, υπάρχουν οι φορές που τρομάζω με όλα αυτά…τα αφήνω να παίζουν στην αυλή μου, την αυλή του τίποτα και εγώ τα χαζεύω από το μπαλκόνι της ανυπαρξίας μου…Είναι στιγμές που μόνο εσύ μπορείς να τα διώξεις όλα σαν υπερήρωας, αστείο δεν είναι? Γέλα !
Ότι έμεινε να πιστεύω σε αυτή την ζωή, είναι μονάχα η ζωή μου παράλληλα με την δική σου… τα χαμόγελα πάνω στο σώμα σου, αυτό που είσαι με όλες τις ατέλειες, με όλα τα δικά σου κενά… Ξέρεις, προσπαθώ να ρουφάω στιγμές σαν διψασμένος σκύλος για νερό… “Ζωή εν τη ενώσει”… Πες μου, μ’ αγαπάς? Πες μου μ’ αγαπάς??
Εκείνος, βουβός την αφήνει να μιλήσει καθώς την γδύνει αργά…
-Φαντάζομαι από μικρή την γλυκιά ένωση, με εκείνον, Κάπου στον Αύγουστο να μας τραγουδάνε τα τζιτζίκια και να ακούμε την θάλασσα… χωρίς τα εθιμοτυπικά πράγματα που προκαλούν αηδία…χωρίς κόσμους ψεύτικους και ρύζια από χορτάρι… με χαμομηλιά στα μαλλιά μονάχα, λινά ρούχα και σανδάλια.. χωρίς μπογιές…μόνο εκείνος και εγώ.
Τον είχε δίπλα της γυμνό, σάρκινο, αληθινό… έκαναν έρωτα στις ζωές τους… Τελειώνοντας μέσα της την κοιτούσε στα μάτια, έμοιαζαν τα πάντα γύρω τους να τρέχουν και εκείνοι στην βραδύτητα του είναι, τους κατάλαβαν τους εαυτούς τους… κολυμπώντας στην βραδύτητα τους…τίποτα δεν φαντάζονταν πιο γαλήνιο…
-Σ’ αγαπάω… της είπε…
.
Τη λένε Χαρά Χατζηιωαννίδου. Ζει κάπου σε ένα δικό της παράλληλο σύμπαν γεμάτο βινύλια, έρωτα και παράνοια… Σιχαίνεται που βιώνει τα 20στα της χρόνια γιατί σίγουρα έπρεπε να ζούσε σε κάποια άλλη εποχή. «Έπρεπε σαφώς, να υπήρχε μια χρονομηχανή ή έστω ένα ραβδάκι. στοπ. παράνοια..» λέει συχνά εκείνη… Την εμπνέει η ποίηση, η απλότητα και μερικές ταινίες και εκείνος.

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις