Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Τα Blues του πεζόδρομου του Στέλιου Παρλαμά

http://www.onestory.gr/post/21804750957/blues

_ΤΑ BLUES ΤΟΥ ΠΕΖΟΔΡΟΜΟΥ

του Στέλιου Παρλαμά *
.
Περπατούσα στο δρόμο επιστρέφοντας από μία συνάντηση με έναν καθηγητή της σχολής σχετικά με τη διπλωματική μου. Βρισκόμουν στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης, περπατούσα αργά και βασανιστικά, είχα ένα βάρος στην πλάτη, ίσως ήταν το φορτίο δύο ωρών που μου χάρισε ο κύριος Χατζηβασιλείου μιας και οι συνεχείς του αναφορές στα ακαδημαϊκά κουτσομπολιά του πανεπιστημίου και κατά πόσο ή όχι ο πρύτανης γλίτωσε τελευταία στιγμή το μεγάλο σκάνδαλο, με άφηνε παντελώς αδιάφορο. Άναψα ένα τσιγάρο και αναρωτήθηκα πόσο δύσκολο ήταν να αμφιταλαντεύεσαι μεταξύ ενός ριζοσπαστικού οραματιστή και ενός πλήθους γύρω σου ανένταχτο, απαθές, μπερδεμένο και απροσάρμοστο. Ανέβαινα προς την πλατεία, ο κόσμος διάσπαρτος γύρω μου χάζευε τις κλειστές βιτρίνες, γελούσε κατηφορίζοντας προς τις νυχτερινές εκμεταλλεύσιμες πηγές διασκέδασης, αδειάζοντας με αυτό τον τρόπο το κεφάλι του από σκοτούρες και υποχρεώσεις οι οποίες τους είχαν οδηγήσει σε αλκοολούχες διεξόδους. Με σκυμμένο λοιπόν το κεφάλι δεν μπήκα στον κόπο να κοιτάξω τι συμβαίνει γύρω μου, έστω να χαζέψω λιγάκι να περάσει ανεπαίσθητα η ώρα μέχρι την επιστροφή μου. Κόντευε 2 το πρωί και έφτανα στο τέλος του πεζόδρομου όταν άκουσα μουσικές νότες από μακριά να μου γαργαλάνε το αυτί . Αυτομάτως σήκωσα το κεφάλι μου να κοιτάξω ευθεία συνειδητοποιώντας όμως πως μουσικές υπήρχαν παντού γύρω μου, ήταν ανόητο η συνείδησή μου να ξύπνησε απ’ τον προσωρινό της λήθαργο. Συνέχισα πιστά την διαδρομή μου με σκυμμένο ξανά το κεφάλι νιώθοντας το βάρος πιο έντονο, χωρίς να έχω πλέον τη δύναμη να το κινήσω ξανά. Λίγα δευτερόλεπτα όμως ήταν αρκετά για να βρω ανεξερεύνητες μυϊκές δυνάμεις και με εξαιρετικό ενδιαφέρον να προσπαθώ να αφουγκραστώ μουσικά κύματα τα οποία πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα και με παρακινούσαν να προχωρήσω στα βαθιά. Στο βάθος είδα μία σκιά που δύσκολα θα την χαρακτήριζες ως μία καθημερινή ανθρώπινη μορφή με καθαρά, σιδερωμένα σακάκια ή με λουστραρισμένα παπούτσια. Διέκρινα έναν άνθρωπο γύρω στα 70 με ένα γαλάζιο πουκάμισο, ελαφρώς τσαλακωμένο και στραβοκουμπωμένο, με ένα σακάκι που θα υποψιαζόσουν ότι ήταν κλεμμένο από κάποιον μεγάλο στρατηγό που κάποτε μπορεί να μεσουρανούσε, ενώ μου έκανε εντύπωση το μαλλί του που ήταν πολύ καθαρό, πλούσιο και δεμένο προς τα πάνω. Είχε αφήσει ένα μακρύ γένι στο πηγούνι του και, αφού είχα φτάσει πολύ κοντά, με ξένισε λίγο μία ταλαιπωρημένη οδοντοστοιχία και ένα χρυσό δόντι στην δεξιά πλευρά. Ήταν όρθιος κρατώντας μία κιθάρα η οποία ήταν γεμάτη από αυτοκόλλητα με τοπωνύμια και μικρά αποφθέγματα. Στάθηκα για μια στιγμή και έμεινα έκπληκτος από τον τρόπο που εκδηλωνόταν παίζοντας και τραγουδώντας. Μου θύμιζε υπερβολικά τον νευρώδη και σπασμωδικό ρυθμό του Iggy Pop και την αξεπέραστη νοσταλγική γοητεία του Jim Morrison. Είχε ακουμπήσει μπροστά του ένα χακί καπέλο το οποίο δεν παρατήρησα να έχει περισσότερα από 4 με 5 ευρώ. Ο κόσμος που περνούσε δεν έδινε σημασία, ήταν ντυμένος στα καλά του και δεν είχε διάθεση να σταθεί για μια στιγμή να χαζέψει, να θαυμάσει, να νοσταλγήσει ή να χειροκροτήσει. Ίσως κάποιος να θεωρούσε ντροπή να εκδηλωθεί ενώπιον της παρέας του, μπορεί να τον χλεύαζαν και να τον θεωρούσαν περίεργο… Η φωνή του ήταν βραχνή, δεν είχε ίσως τη δύναμη να βγάλει τις σωστές νότες, όμως ήμουν σίγουρος πως αυτές οι χορδές κάποτε μπορούσαν να καλύψουν ολόκληρο το τετράγωνο. Ανατρίχιασα. Τραγουδούσε το ΄Outside woman blues΄ του Blind Joe Reynolds. Η εκτέλεση του δεν μου θύμισε τόσο πολύ την πρωτότυπη εκτέλεση, πλησίαζε ωστόσο την εκτέλεση του Eric Clapton, γρήγορη και άκρως ρυθμική… Ήταν εκστασιασμένος και πάνω που ήμουν έτοιμος να του δώσω τις χρηματικές μου ευχαριστίες, σταμάτησε ξαφνικά βγάζοντας απότομα απ’ το σακίδιο του ένα μπουκάλι νερό για να δροσίσει τις φωνητικές του ικανότητες. Συνήθως εμείς οι άνθρωποι είμαστε αρνητικοί και αδιάλλακτοι στην μάθηση και στην διαφορετικότητα της στιγμής μέσα από την εξερεύνηση των εμπειριών κάποιου άλλου, πόσο μάλλον εάν αυτός ο άλλος είναι κάποιος άγνωστος. Ποτέ λοιπόν δεν είχα μπει στη διαδικασία να αλλάξω τα πλάνα μου και να αφήσω τον εαυτό μου να με συγκινήσει κάτι στιγμιαίο και απροσδόκητο. Ενστικτωδώς όμως γνώριζα πως κάτι θα κέρδιζα από μια τέτοια ρακένδυτη φιγούρα. Ακολούθησε ένας διάλογος χωρίς να έχω ιδέα τι θα μπορούσε κάτι τέτοιο να μου προσφέρει…
- Παίζεις πολύ ωραία, το ξέρεις;
- Σ’ ευχαριστώ φίλε, απλά βγάζω αυτό που έχω μέσα μου.
- Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Το τραγούδι που έπαιξες ήταν το ΄Outside woman blues΄;
- Ναι αυτό ήταν. Έχεις φωτιά; Ευχαριστώ. Μπορώ να κρατήσω τον αναπτήρα, κάπου τον έχασα. Να’ σαι καλά φίλε.
- Έλληνας είσαι; Φαίνεσαι ξενόφερτος.
- Ναι, γεννήθηκα στην Αθήνα. Να πάρε ν’ ανάψεις.
- Σ’ ευχαριστώ. Πώς και ξέρεις τόσο καλή κιθάρα; Ξέρω να ακούω, αλλά όχι να παίζω. Δεν έτυχε.
- Δεν είναι τίποτα δύσκολο. Ψυχή θέλει. Όλα τ’ άλλα είναι εξάσκηση.
- Δεν θέλω να σε προσβάλλω αλλά δείχνεις σα να μεγάλωσες αλλού. Σαν να έρχεσαι από άλλη δεκαετία. Μ’ αρέσει αυτό που βλέπω.
- Ο κόσμος δεν αλλάζει φίλε, οι εποχές αλλάζουν. Εγώ απλά παραμένω ο ίδιος.
- Στην Αθήνα μεγάλωσες;
- Όχι. Λέω να συνεχίσω να παίζω. Να βγάλω κανένα φράγκο, καταλαβαίνεις.
- Πάρε 5 ευρώ από μένα, θέλω να συνεχίσουμε την κουβέντα μας μετά.
- Όπως θες.
Συνέχισε το ρεπερτόριό του με το ΄Where did you sleep last night΄ από Leadbelly. Ανατρίχιασα για άλλη μια φορά, ένιωθα πως βρισκόμουν σε μία συναυλία προορισμένη μόνο για μένα. Αγκάλιασα τους συναισθηματικά φορτισμένους στίχους και ένας κόμπος μ’ έπιασε στο λαιμό με την βραχνή, γρυλίσια φωνή του κατασκευασμένη από αυθεντικούς νέγρικους υπόγειους κύκλους. Το τραγούδι τελείωσε και τον χειροκρότησα διακριτικά, βγάζοντας το δεύτερο κατά σειρά τσιγάρο, περιμένοντας να το ανάψω απ’ τον αναπτήρα που μόλις του χάρισα.
- Έλα άναψε.
- Σ’ ευχαριστώ. Είσαι απίστευτος ερμηνευτής. Έχω μείνει άναυδος, αλήθεια στο λέω. Το καπέλο σου θα έπρεπε να ξεχειλίζει από ευρώ και δολάρια αυτή τη στιγμή.
- Βρίσκομαι έξω απ’ τα νερά μου τι περιμένεις απ’ τους Έλληνες.
- Μην το λες αυτό. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εδώ που ξέρουν να εκτιμούν τα blues και την καλή μουσική. Είναι δύσκολο όμως να τους βρεις…
- Δύο είναι τα τινά φίλε. Σκέψου έναν που θα έπαιρνε ένα γέρικο κορμί σαν το δικό μου και θα το ανέβαζε σε μια σκηνή να τραγουδήσει.
- Ομολογώ πως εδώ δεν έχεις άδικο…
- Πάει αυτό. Σκέψου τώρα πόσοι τύποι σαν κι εσένα υπάρχουν εκεί έξω που θα σταματούσαν να με ακούσουν. Να δώσουν προσοχή σε κάτι που τους αρέσει όπως τα blues.
- Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.
- Εννοώ πως όλοι θέλουν το έτοιμο. Στις μέρες μας θα πας να ακούσεις blues, rock ‘ n’ roll ή jazz μόνο σε κάποιο κλειστό χώρο, που θα έχει τραπεζάκια με δερμάτινες καρέκλες, με μια σερβιτόρα που θα σου φέρει το ποτό στο καθαρό ποτήρι χωρίς εσύ να χρειαστείς να κάνεις τίποτα. Μετά, μόλις ξεκινήσει το πρόγραμμα, θα γεύεσαι το αλκοόλ ακούγοντας μουσικές από Muddy Waters και Ray Charles με την μεθυστική επένδυση πολύχρωμων φωτορυθμικών. Δύσκολα θα παίξει κάποιο κομμάτι από Robert Johnson, άντε να έχει συμπεριλάβει το πολύ κάποιο γνωστό εμπορικό κομμάτι από John Lee Hooker.
- Κατάλαβα τι θέλεις να πεις. Επέτρεψε μου να σου πω ότι ο κόσμος στις μέρες μας έχει αλλάξει ριζικά. Είναι λίγοι αυτοί που θέλουν να ακούσουν αληθινή μουσική. Μουσική που να βγαίνει απ’ την καρδιά σου. Είσαι μοναχικός άνθρωπος που τραγουδάς μοναχικά τραγούδια. Δεν έχεις οικογένεια; Θα είμαι γενναιόδωρος αν μου πεις.
- Τ’ όνομά σου φίλε;
- Χάρης.
- Χάρηκα φίλε. Το δικό μου είναι Γιάννης ή όπως οι περισσότεροι ζωντανοί και νεκροί θα με έλεγαν Jonny’s Little Angel.
- Πώς βγήκε αυτό το όνομα;
- Όπως στις περισσότερες ιστορίες, έτσι και σ’ εμένα έχει να κάνει με μια γυναίκα στη μέση. Αλλά ρώτησέ με καλύτερα αυτά που έχεις στο μυαλό σου γιατί σε λίγο θα φύγω.
- Πού μένεις;
- Εδώ κοντά, σε ένα κοινόβιο αναρχικών-αντιεξουσιαστών. Προσωρινά μέχρι να βγάλω λίγα χρήματα και επιστρέψω πάλι στην Αθήνα.
- Βλέπω πάνω σου πολλές ιστορίες χαραγμένες και μία ζωή διαφορετική απ’ ότι μπορεί να έχουμε συνηθίσει. Εμπιστέψου ένα πελάτη σου μιας και ο κόσμος βρίσκεται αλλού αυτή τη στιγμή… Θα υπάρχει ανταμοιβή γι’ αυτό, στο υπόσχομαι.
- Φίλε δεν θέλω τα λεφτά σου. Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι έφυγα στα 18 μου για Αμερική. Οι γονείς μου είχαν λεφτά, εγώ δεν τα ήθελα. Ο αδερφός του πατέρα μου ήταν εκεί. Ήταν δύο αδέλφια με διαφορετική νοοτροπία. Ο θείος μου με υποδέχτηκε καθώς ήξερε τι πίεση μου ασκούσαν οι γονείς μου σχετικά με τις σπουδές μου. Έφυγα στα κρυφά και πήγα στην Καλιφόρνια, στο Σαν Φρανσίσκο. Εκεί ο θείος μου με στήριξε με όλες του τις δυνάμεις. Σπούδασα Οικονομικά στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Berkeley και εκεί βρήκα την ουσία της ζωής φίλε…
- Τι εννοείς ακριβώς;
- Εκεί γεννήθηκε το Κίνημα της Ελευθερίας του Λόγου καθώς και οι μαζικές κινητοποιήσεις κατά του πολέμου του Βιετνάμ. Έζησα την πιο ξέφρενη ζωή στη διασταύρωση των δρόμων Χάιτ και Άσμπερι στο Σαν Φρανσίσκο. Εκεί βρισκόταν ο πυρήνας των χίπιδων και των φιλελεύθερων διανοητών. Είδα πολλές φορές την Τζάνις Τζόπλιν να καταρρέει απ’το πολύωρο τραγούδι και είδα τους Grateful Dead μέσα σ’ ένα σύννεφο καπνού όταν κατάφερα να μπω για λίγο στο τριώροφο σπίτι τους στην οδό Άσμπερι. Όλα χάλασαν μετά το 1966 όταν απαγορεύτηκε το LSD και μαζί μ ’αυτό κάθε φιλελεύθερο όνειρο και ιδεώδες. Όλοι άρχιζαν να εξαρτώνται απ’ αυτό καθώς δεν ήταν πλέον επιτρεπτό και κατάντησαν πολλοί μαστουράκια και ντήλερς. Έχω δέκα χρόνια πίσω στην Ελλάδα και δεν νιώθω πως άλλαξε τίποτα απ’ όταν έφυγα. Μπορεί να αυξήθηκαν τα αυτοκίνητα, να ανέγειραν πολυκατοικίες αλλά ο καθωσπρεπισμός και ο συντηρητικός ιός των Ελλήνων φαίνεται πως δεν έσβησε ποτέ.
- Νιώθω πως είσαι ένας θρύλος Johnny’s Little Angel. Έχεις ζήσει τόσα πολλά που μακάρι να είχα γευτεί μία μέρα απ’ αυτές που έζησες εσύ. Πάντως μην τα βλέπεις όλα μονοδιάστατα, η ελληνική νεολαία σήμερα έχει κάνει βήματα προόδου…
- Σεξουαλική απελευθέρωση θεωρείς πως έχει καμία σχέση με την ψυχική απελευθέρωση; Με την επιστροφή στις βασικές ανθρώπινες αξίες; Συγνώμη που στο λέω έτσι αλλά το να πάει μια κοπέλα με δυο και τρεις άντρες συγχρόνως στις μέρες μας, αυτό δεν λέγεται απελευθέρωση. Αυτό για μένα δηλώνει στιγμιαία χρονική απελευθέρωση των κομπλεξικών και ανασφαλών πτυχών του χαρακτήρα τους. Έτσι ακριβώς όπως στο λέω. Περνούν μικροί και μεγάλοι από μπροστά μου και ντρέπονται ή φοβούνται να βγάλουν το πορτοφόλι τους και να αφήσουν ένα κέρμα. Πίστεψέ με δεν το κάνω για τα λεφτά. Οι γονείς μου έχουν πεθάνει, όλη τους η περιουσία πήγε σε μένα. Βλέπεις όμως κάτι ακριβό πάνω μου; Νοίκιασα κανένα ξενοδοχείο; Επίσης δεν νομίζω να πιστεύεις πως μένω σε καμιά πολυτελέστατη έπαυλη. Η ουσία ξέρεις ποια είναι; Να πιστεύεις σε κάτι φίλε. Οτιδήποτε. Σε κάτι! Μα η κιθάρα θα είναι αυτή, το τσιγάρο σου, η γκόμενά σου , το παπούτσι σου, η βούρτσα σου, έστω σε κάτι! Γιατί αυτό το κάτι θα σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Θα σε βοηθήσει να αφοσιωθείς στην ιδέα γύρω απ’ αυτό που πιστεύεις. Εγώ μένω στο κοινόβιο γιατί βρήκα δέκα ανθρώπους που μπορώ να μιλήσω. Οι οποίοι με ξέρουν και χάρηκαν που με την παρουσία μου τους δίνω ελπίδα και όνειρα για το παρελθόν που νοσταλγούν και για το μέλλον που θέλουν να ζήσουν. Πιστεύουν σε κάτι κι εγώ είμαι η ζωντανή απόδειξη. Τι καλύτερο απ’ αυτό;
- Έχεις δίκιο.. Με αποστόμωσες πραγματικά. Ήρθε η ώρα να φύγεις, πήγαινε να ξεκουραστείς. Ήδη κέρδισα πολλά απ’ τη συζήτησή μας… Κι εγώ θα κρατήσω την υπόσχεσή μου.
- Μην αφήσεις τίποτε άλλο. Παραδέχομαι πως είμαι ένας μοναχικός τύπος που για μια βραδιά εξιλεώθηκε από το ενδιαφέρον, όχι ενός απλού περαστικού, αλλά ενός ανθρώπου που το λέει η καρδιά του. Μου χάρισες μια όμορφη στιγμή άσε να στο ανταποδώσω. Να, πάρε αυτό και εύχομαι οι δρόμοι μας να ξανασυναντηθούν έτσι απρόσμενα και ξαφνικά όπως απόψε. Βαθιά μέσα σου είσαι και συ ένα παιδί των λουλουδιών.
Μου έδωσε κάτι συναρπαστικό.Ήταν ένα εισητήριο από την περιβόητη συναυλία στο Γούντστοκ. Το πιο όμορφο και πολύτιμο δώρο που μου έκαναν ποτέ. Ο κόσμος γύρω μου χάθηκε και νοερά μεταφέρθηκα στα 1969. Είναι 16 Αυγούστου 1969 και βλέπω τον κόσμο να χάνεται μέσα στους μουσικούς ψυχεδελικούς ρυθμούς κι εγώ – ένα παιδί απ’ την επαρχία – να προσπαθώ να προσαρμόσω το μυαλό μου και το σώμα μου σε μια άλλη διάσταση, σε μια άλλη εποχή, σε μια ιστορική στιγμή. Το σώμα μου ακολούθησε τελικά τον παλμό και άρχισε να λικνίζεται στους ρυθμούς του ΄Soul Sacrifice΄ του Carlos Santana…
.
Ο Στέλιος Παρλαμάς γεννήθηκε το 1986 στο Ηράκλειο Κρήτης. Ζει στο Ρέθυμνο και κάνει το μεταπτυχιακό του στον τομέα της Τουρκολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Όνειρό του είναι να ζήσει στην Κωνσταντινούπολη και να συμβάλει στην αποσαφήνιση του ιστορικού παρελθόντος. Η ενασχόληση με την γραφή ποικίλων θεμάτων είναι μία επιθυμία που με τα χρόνια αυξάνεται διαρκώς.

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

2 σχόλια:

  1. Σ' ευχαριστώ που συμπεριέλαβες στο ιστολόγιό σου το διήγημά μου.

    Με εκτίμηση,

    Στέλιος Παρλαμάς

    Υ.Γ. Πολύ ενδιαφέρον το μπλογκ σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ΄ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και απ ό,τι είδα στο blog σου μπορώ κι εγώ να εκφραστώ ανάλογα
      και το εννοώ . Νάσαι καλά !

      Διαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις