Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Ψιλορομποτίζοντας του Theo. Printzis

http://www.onestory.gr/post/23757168771

_ΨΙΛΟΡΟΜΠΟΤΙΖΟΝΤΑΣ

του Theo. Printzis *
Εισβολέας. Κατεβαίνω κλίμακες, διασχίζω δωμάτια, υπερπηδάω εμπόδια και σε 25’’ από το πρώτο χτύπημα του συναγερμού σε ήχους των «kraftwerk», ανακαλύπτω γειτόνισσα. Κατηγοριοποιώ: μετανάστις, περίπου 40, με χαμηλή αντίληψη κανόνων ασφαλείας Έχει παραβιάσει την περιμετρική γραμμή του κήπου.
«Κύριος Άκης, κύριος Άκης …» μου απευθύνεται κραδαίνοντας στο χέρι παιδικό ρομπότ ακινητοποιημένο από τις χειρουργικές διαθέσεις του εγγονού της. Στο άλλο χέρι αναπαύεται δίσκος, με περίτεχνο κολλαρισμένο πετσετάκι και δύο ελληνικούς καφέδες. Μισώ τον ελληνικό. Δεν πίνεται αυτή η μίνι καφετί σούπα, που λιμνάζει σαν βάλτος με παχιά λάσπη (πρόκειται για το κατακάθι), σ’ αυτά τα μικροσκοπικά φλιτζάνια.
Προβλέπω εκδούλευση, με αντάλλαγμα ανίχνευση του μέλλοντός μου. Θα μου βρει ποια με γουστάρει στη δουλειά, ποιος με μισεί, που βρίσκονται οι κρυμμένες ευκαιρίες για αναρρίχηση. 
Αφήνω ανοιχτή την πόρτα πίσω μου και επιστρέφω στον υπολογιστή. Γενικά τη χειρίζομαι «κάπως». Κρατάω αποστάσεις ασφαλείας. Της επιτρέπω να κόβει τριαντάφυλλα από τον κήπο και να παίζει εκεί με τον εγγονό της. Όμως δεν θέλω πολλά – πολλά. Όταν πλησιάζει στο σπίτι ή χτυπάει την πόρτα απρόσκλητη, βγαίνω στο παράθυρο και της κάνω νοήματα «βέρι μπίζι» ανθρώπου, υποκρινόμενος ότι μιλάω στο κινητό.
Εργάζομαι σχεδόν επί 24ώρου βάσης σ’ αυτό το κυκλοφοριακό πρόγραμμα, που το διαθέτει εδώ γερμανική εταιρεία. Είναι βασισμένο στη ρομποτική και στην τεχνητή νοημοσύνη. Όταν λειτουργεί ρυθμίζοντας την κυκλοφορία μιας πόλης «μαθαίνει» από τα λάθη του. Παρά τις γιγαντιαίες δυνατότητες του προγράμματος η Αθήνα και τα φανάρια της παραμένουν δύσκολος αντίπαλος.
Είμαι το καλό παιδί της εταιρείας. Ο Άλεξ – ο διευθυντής μου – μου έχει διαθέσει την κάρτα εισόδου του στο κτίριο όλες τις ώρες και μερικές φορές έχω πρόσβαση και στην Πόρσε του. Είναι δύσκολη δουλειά. Έχω μια σχεδόν αόρατη σκέψη στο βάθος του μυαλού μου,ότι πιθανόν να είμαι ο καλύτερος εκεί μέσα. Γιατί; Ξέρω το μυστικό για να μη κάνω ποτέ λάθη: Αρχίζω να σκέφτομαι σαν ρομπότ. 
«Πίνεις καφέ να πω μοίρα σου» είναι η πρώτη φράση της, μόλις εισέρχεται στο χώρο μου. Το μάτι της παίζει. Παρατηρεί τα πάντα. Καταβροχθίζει οτιδήποτε υπάρχει γύρω της και συγκρίνει. Ψάχνει κομμάτια από τη ζωή μου, που θα μπορούσε να τα ταιριάξει στην καθημερινότητά της. Έχει ένα παζλ στο μυαλό της. Έχει αυτό που κανείς αυτόχθων αυτής της χώρας δεν το έχει πλέον. Ξέρει τι της λείπει και δεν θέλει να κάνει το λάθος,να ξοδέψει περισσότερα από την αξία του για να το αποκτήσει. Τι μπορεί να ζηλέψει μια αρμένισσα από το σπίτι ενός πληροφορικάριου; Την έχω ξαναδεί να περιεργάζεται τα πάντα με το διψασμένο της βλέμμα και να μην είναι σίγουρη,τι ακριβώς θα μπορούσε να πει,ότι της αρέσει, ότι το θέλει οπωσδήποτε. Κοιτάζει με δέος τον υπολογιστή αλλά η προσοχή της αποσπάται. Κατανοεί ότι κάτι σημαντικό κάνω εκεί,αλλά είναι μάλλον ανεξήγητο για τα δεδομένα της. 
Κοιτάζω τον ελληνικό στο δίσκο διστάζοντας. Ψάχνει το κλειδί να με κινητοποιήσει συναισθηματικά. Μου βάζει το ρομποτάκι σχεδόν μέσα στη μούρη.
«Φτιάξεις παιχνίδι Αλβέρτο» λέει με μια χροιά ικεσίας στη φωνή. «Δεν έχει ευρώ πάρει άλλο. Αλβέρτο κλαίει.» Την ρώτησα κάποτε πόσα βγάζει το μήνα. Τέσσερις σκάλες, σε πολυκατοικίες επί 100 η κάθε μία, τετρακόσια ευρώ. Χωρίς να το θέλω σκέφτηκα ότι παίρνω 4 χιλιάρικα το μήνα και ο Άλεξ 40.
Ανοίγω το ρομποτάκι στο πίσω μέρος και κοιτάζω τα κυκλώματα. Δεν είναι ρομπότ αυτό το πράγμα. Είναι μια μηχανούλα που εκτελεί πέντε προκαθορισμένες εντολές. Έχει φύγει ένα ολοκληρωμένο από τη θέση του. Το ξεκολλάω και βάζω ένα από τα δικά μου με τις κλασσικές κινήσεις, μπρος – πίσω, σηκώνω τα χέρια, κάνω χειραψία, κρατάω αντικείμενο και διάφορα άλλα παρόμοια χαζά, που όταν τα κάνει μια κούκλα τα βρίσκουν όλοι διασκεδαστικά. Για να δούμε τώρα τι κάνει. Μμμμμ, ο Αλβέρτος άδειασε και τη μπαταρία. Βάζω από τις δικές μου. Και σκέφτομαι …«να το πειράξω» λίγο περισσότερο. Τι θα λέγατε για λίγο συναίσθημα ; Συναίσθημα στο ρομποτάκι του Αλβέρτου; Μα τι νομίζετε πως είναι πια αυτό το συναίσθημα; Παίρνω ένα δεύτερο ολοκληρωμένο κύκλωμα και το κολλάω στην πλακέτα. Τώρα αν ακουστεί εκεί δίπλα η λέξη «αγάπη», ή «σ’ αγαπώ»,  ή «μωρό μου», ή «σε θέλω», ή «μ’ αρέσεις», τότε το ρομπότ κινεί προς τα μπρος το κεφάλι, ακούγεται ήχος φιλιού και έχουμε …ανταπόκριση στις προηγούμενες λέξεις. Νάτο το συναίσθημα. 
Η αρμένισσα κοιτάζει πότε τον υπολογιστή και πότε παρατηρεί τις κινήσεις μου στο παιγνίδι. Πίνει τον καφέ της και με νοήματα προσπαθεί να με παρασύρει να καταναλώσω και τον δικό μου. Και τότε εμφανίζεται ξανά στην οθόνη μου αυτό το καταραμένο Ι.Χ. που δυσκολεύει τόσες μέρες την κίνηση. Κάνει πάντα την ίδια παράβαση. Βολεύεται αυτός και η Κηφισίας μπλοκάρει. Έχω αρκετές φωτογραφίες του. Είναι παλιό «Χόντα σιβίκ» του ‘90 με γδαρμένες πόρτες. 
Έχει στρέψει την προσοχή της,να με πείσει να πιω το μαντικό νεροζούμι της. Και όπως κάνω την κίνηση να πιάσω το φλιτζάνι,βγάζει μια κραυγή, που μου φεύγει από τα χέρια. «Ωωωωω κύριο Μπάμπη, αυτοκίνητο κύριο Μπάμπη» Ο καφές χύνεται και προσπαθεί να τον αρπάξει στη χούφτα της, ενώ η φωνή της λαχανιασμένη από την ταραχή να μη κάνει ζημιά, πετάει κορώνες, βραχνιάζει και ξανακούγεται «Κύριο Μπάμπη, αμάξι …»
Λοιπόν, προσέξτε με, το σύστημα είναι πολύ έξυπνο, όταν δεν μπορεί να λύσει κάποιο κυκλοφοριακό πρόβλημα, κρατάει μνήμη και σταμπάρει αυτοκίνητα. Έχουμε συνεννοηθεί με τον Άλεξ να στέλνουμε ενημέρωση για την παράβαση στην τροχαία, ώστε να μη το ξανακάνουν. Συνήθως έχουμε παραβίαση κόκκινου που είναι ακριβό πρόστιμο και αφαίρεση αδείας. Αυτός ο κύριος Μπάμπης που βλέπω να τον ξέρει καλά η αρμένισσα είναι το Νο1 στις παραβάσεις. 
«Κύριο Μπάμπη …» μου εξηγεί ότι είναι ο εργοδότης του άντρα της, κλειδαράς αμέσου δράσεως που αλωνίζουν μαζί 24 ώρες την Αθήνα για να σε βοηθήσουν να μπεις στο σπιτάκι σου, αν έχεις χάσει τα κλειδιά και …έτσι εξηγούνται οι παραβάσεις. Όταν είσαι όλη μέρα στους δρόμους τι περιμένεις. Και κόκκινα θα περάσεις και στοπ θα παραβιάσεις και θα «σε συλλάβει» και το σύστημά μας.
Μου προτείνει τον καφέ, να πιω έστω μια γουλιά, να μου πει τη μοίρα μου. Την ξέρω τη μοίρα μου. Είναι ένας φύλακας άγγελος, που με γλιτώνει την τελευταία στιγμή. Δεν μου αρέσει ο ελληνικός και μου τον χύνει. Γίνεται κάτι πίσω από την πλάτη μου στη δουλειά και το μαθαίνω. 
Πέφτουν ευκαιρίες στο τραπέζι και τις αρπάζω στον αέρα. Γι’ αυτό είμαι ο μοναδικός χωρίς αντίπαλο κάτω από τον Άλεξ. Έχω μία κρυφή σκέψη ότι μία μέρα θα πάρω τη θέση του. Μόνο στο θέμα … της γυναίκας έχω κάποια τράμπολς. Εκεί όπως και να σκεφτείς, σαν ρομπότ να σκεφτείς, σαν διευθυντής να λειτουργήσεις, σαν ερωτευμένος να παθιαστείς, θα την πατήσεις. Δεν υπάρχει λύση στο πρόβλημα γυναίκα. Ας πούμε ότι το ερώτημα, πως γίνεται ένας φριχτός τύπος που ακολουθεί τον απαίσιο Μπάμπη στη δουλειά να ΄χει την αρμένισσα σήκω –κάτσε κουνώντας το δαχτυλάκι του δεν μπορώ να το απαντήσω.
Πίνω μία γουλιά από το «βούρκο» και μου αρπάζει το φλιτζάνι να το γυρίσει. Το βλέμμα της πάλι στην οθόνη όσο περιμένει να στραγγίξει. Γιατί έχω το όχημα του Μπάμπη εκεί; Να … είναι παραβάτης της εξηγώ. Θα του στείλουμε ένα μπουγιουρντί ξεγυρισμένο. Με παρακαλάει με δάκρυα στα μάτια να τον λυπηθώ. Έχει οικογένεια, χρωστάει στον άντρα της μεροκάματα, έχει αρκετή δουλειά αλλά τα τρώει στο στοίχημα, τον ιππόδρομο και κάτι βραδάκια περνάει κι από το καζίνο.
Δεν μπορώ να το φανταστώ. Βάζω τα δεδομένα στο «ρομποτικό» μυαλό μου και βρίσκω πως τέτοιο οβερντόζ τζόγου είναι παραλογισμός. Κατά κάποιο τρόπο νομίζω πως έχω την περιέργεια να γνωρίσω τον «Μπάμπης».
Η αρμένισσα είναι βυθισμένη στο φλιτζάνι μου. «Γνωρίσεις κορίτσι παντρευτείς» μου λέει. Όσα γνώρισα έφυγαν λόγω της δουλειάς μου σκέφτομαι. Οι προγραμματιστές είναι κατά κανόνα αντικοινωνικοί. «Άνθρωπο πονηρό, πράσινα μάτια και χρυσό μαλλί πάρει λεφτά σου…» Είμαι συντηρητικός στις επενδύσεις μου και αυτή τη στιγμή τα 80 χιλιάρικα που έχω στο χαρτοφυλάκιό μου έχουν γίνει 70. 
Χάνω μόνο 10 χιλιάδες τη στιγμή που οι περισσότεροι βρίσκονται στα μισά λεφτά. ‘Όμως ο Κωνσταντίνος – που διαχειρίζεται τα χρήματά μου – έχει και πράσινα μάτια και ξανθά μαλλιά. Συμπτώσεις … για να ρίξω μια ματιά και ‘γω. Μμμμμ να κάτι σέξι εσώρουχα στον πάτο του φλιτζανιού. Πάλι σε στριπτίζ με βλέπω να πηγαίνω απόψε.
Περιμένω να φύγει. Το ρομπότ επισκευάστηκε, ξέρουμε και το μέλλον μας, αρκετά για σήμερα. Μου ρίχνει μια τελευταία ικετευτική ματιά. Θέλει να μη πειράξουμε τον «κύριος Μπάμπης». Θα δω τι μπορώ να κάνω. Πάντως είναι επικίνδυνος της λέω.
Είμαι στο γραφείο και μιλάω με τον Άλεξ. Περιμένουμε τον Μπάμπη. Ο Άλεξ είναι περίεργος να μάθει,πως λειτουργεί,όταν οδηγεί. Χτυπάει η πόρτα και η γραμματέας τον συνοδεύει. Είναι βαρύς με ύφος και μαγκιά ως το πάτωμα. Ο Άλεξ δεν του δίνει την ευκαιρία να πει οτιδήποτε και του προσφέρει μια «βεντάλια» με τις εκτυπώσεις των παραβάσεων. Παρεξηγείται ότι τον παρακολουθούμε και μας ζητάει τα ρέστα. Ο Άλεξ προτείνει εκεχειρία με αντάλλαγμα να μας εξηγήσει πως το κάνει. 
Να λοιπόν ποια είναι «η μέθοδος του κλειδαρά» για να αποφεύγεις τα εμπόδια στο δρόμο. Όταν οδηγεί σε μία περιοχή κοιτάζει δύο πράγματα. Το ρολόι και τους γύρω δρόμους αν είναι άδειοι. Βλέπει κάτω από τις γέφυρες, κοιτάζει πιο μακριά, ψάχνει σπασίματα στο πεζοδρόμιο για να «καβαλάει» πιο εύκολα. Γενικώς δεν διστάζει ποτέ, υπολογίζει και το δευτερόλεπτο, εκμεταλλεύεται την μικρο-καθυστέρηση όταν ανάβει κόκκινο. Ποτέ δεν κινείται σε μία λωρίδα, πατάει πάνω στις γραμμές. Φυσικά το αυτοκίνητο είναι παντού χτυπημένο και δεν φοβάται να το υποβάλει σε δοκιμασίες. Και πάντα θυμάται. Θυμάται ώρα και δρόμο. Ας πούμε σήμερα το μεσημέρι στις 3 για να φύγουμε από το Κολωνάκι προς την Αττική οδό υπάρχει μια περίπλοκη αλλά ασφαλής πορεία. Ο Άλεξ κοιτάζει στο σύστημα, δίνοντας περιοχή και ώρα και …είναι όλη η διαδρομή χωρίς εμπόδια όπως την περιγράφει ο Μπάμπης. Του δίνουμε την «βεντάλια» με τις παραβάσεις.
Μένουμε με τον Άλεξ να κοιτάμε ξανά τη μεσημεριανή διαδρομή και να συζητάμε, πως μπορεί να ενταχθεί στο σύστημα η λογική του κλειδαρά. Έχω ακόμα στα χέρια μου το χαρτάκι με τα άτσαλα γράμματά του με το σχεδιάγραμμα και τα ονόματα των δρόμων. Ο Άλεξ με κοιτάζει. Παρακολουθεί το χαρτάκι που το στριφογυρίζω στα χέρια μου. «Μήπως εδώ είναι το κλειδί;» με ρωτάει.
Είναι μεσημέρι. Θα πάω μια βόλτα από τον Κωνσταντίνο. Είναι στο διπλανό τετράγωνο. Δεν προλαβαίνω να πατήσω κουδούνι και βγαίνει φουριόζος. Κρατάει χαρτοφύλακα αφύσικα παραμορφωμένο. «Βιάζομαι…» λέει. «Πρέπει να μιλήσουμε» λέω. «Δεν έχω χρόνο τώρα …»είπε και με έσπρωξε συγκρατημένα. Κάτι δεν κολλάει. Δεν θα με έσπρωχνε ποτέ, ακόμα κι αν ένοιωθε κλειστοφοβία. «Καλά, άνοιξε το χαρτοφύλακα και θα σ’ αφήσω να φύγεις, αφού βιάζεσαι.» λέω.
Κάνει ένα βήμα προσπαθώντας να ξεφύγει. Του κλείνω το δρόμο. Λαχανιάζει και ιδρώνει. «Το χαρτοφύλακα» λέω. Σκύβει και τον ανοίγει. Είναι γεμάτος ρευστό. «80» λέω. «70» μου λέει. «80» εγώ, «75» αυτός. Παίρνει δεσμίδες στα χέρια του και μου μετράει ακριβώς 75 χιλιάδες ευρώ. Ο χαρτοφύλακας αδειάζει. «Δεν μου άφησες τίποτε» λέει «…χρωστάω πολλά…» συνεχίζει. Μια στιγμή!… αυτός ο χαρτοφύλακας φαίνεται να έχει διπλό πάτο. Τον ξεκολλάω και …υπάρχει κι άλλο ρευστό. Μετράω μόνος μου άλλα 5. «Σου έχω ένα δωράκι…» και του βάζω στο χέρι το χαρτάκι με τη «μέθοδο του κλειδαρά» «…για να φύγεις πιο γρήγορα.» λέω. 
Είμαι σπίτι. Χτυπάει το κουδούνι. Κλείνω το συναγερμό. Κοιτάζω στο μόνιτορ. Κορίτσι με ωραία μάτια γύρο στα 25. Νεαρή αρμένισσα. Την έχω ξαναδεί εδώ γύρω. Πόδια, στήθος, λίκνισμα. Έχω φωτογραφική μνήμη. Ανοίγω. «Εσείς φτιάξατε το ρομποτάκι του Αλβέρτου;» Ρωτάει. «Ναι» είπα. «Του είπα: «αγάπη μου» και μου έδωσε φιλί. Πως το κάνατε ;» «Θα σου δείξω» είπα μεταφέροντας δεύτερη καρέκλα δίπλα στο λάπτοπ. Κοιτάμε μαζί στην οθόνη. Σκέφτομαι, ότι πρέπει να φροντίσω το μέλλον μου.
.
Ο Theo. Printzis έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα με τίτλο “Αλτσχάιμερ” από τις εκδόσεις Μίνωας. Έχει συμμετοχή σε διάφορες συλλογές διηγημάτων. Η σχέση του με το διαδίκτυο είναι επιλεκτική. Ανοίγει καθημερινά το γραμματοκιβώτιό του στην διεύθυνση: teopriji@yahoo.gr

σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις