Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Ένας σελιδοδείκτης με απώλεια μνήμης της Σοφίας Κ. Τέγου

http://www.onestory.gr/post/23889009609

_ΕΝΑΣ ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΗΣ ΜΕ ΑΠΩΛΕΙΑ ΜΝΗΜΗΣ

της Σοφίας Κ. Τέγου *
.
Τα μαλλιά μου ήταν γεμάτα λάσπες και είχα ένα μεγάλο σκίσιμο στον αγκώνα. Ευτυχώς προσγειώθηκα στο χώμα και δεν χτύπησα πολύ. Έβγαλα τις προστατευτικές επιγονατίδες από τα πόδια, μάζεψα το skateboard από το απέναντι παρτέρι και το πρώτο που σκέφτηκα ήταν οι φωνές που θα βάλει η μάνα μου μόλις αντικρύσει τα νέα μου «παράσημα», όπως συνήθιζε να λέει τα χτυπήματά μου κάθε φορά.
Ποιος την ακούει πάλι!
«Και τι σπορ είναι αυτό;;..Να πηδάς τα παγκάκια με την σανίδα στα πόδια! ..τι διασκέδαση βρίσκεις απορώ!
Χάθηκε να πάρεις ένα ποδήλατο σαν όλα τα παιδιά της ηλικίας σου;»
Και έλεγε, έλεγε, κάθε φορά..
Που τα έβλεπε όλα αυτά τα παιδιά της ηλικίας μου, μόνο αυτή ήξερε.
Και η συνέχεια πάντα ο εξής διάλογος :
«Μα, μαμά και με το ποδήλατο που είχα τα ίδια έλεγες, δεν θυμάσαι;»
«Ναι, γιατί και με εκείνο πηδούσες τα παγκάκια στο παρκάκι, κατέβαινες σκάλες και γυρνούσες πάλι παρασημοφορημένος. Γιατί παιδάκι μου δεν μπορείς να κάνεις ποδήλατο σωστά όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας σου;»
Άντε πάλι αυτά τα παιδιά της ηλικίας μου.
«Γιατί μαμά μου έτσι κάνουν ποδήλατο τα παιδιά της δικής σου ηλικίας.»
Κάπου εδώ η κουβέντα ξέφευγε. Το σχόλιο μου για την ηλικία της δεν της άρεσε καθόλου. Την έπιανε μια μανία να με πείσει για το πόσο μέσα είναι «στην σύγχρονη κοινωνία του σήμερα» και διάφορα άλλα που έλεγε που δεν πολύ καταλάβαινα, αλλά διασκέδαζα το πάθος της κάθε φορά.
Όπως καταλάβατε, η μητέρα μου με σύγκρινε συνέχεια με κάποια παιδιά της ηλικίας μου, που μόνο με αυτήν επικοινωνούσαν. Μόλις έκανα κάτι με το οποίο διαφωνούσε, τσουπ ..μαζί με αυτήν διαφωνούσαν και όλα τα παιδιά της ηλικίας μου.
Τέλος πάντων, δεν έμπαινα σε λεπτομέρειες και ποτέ δεν ζήτησα να γνωρίσω αυτά τα παιδιά, γιατί μια φορά που είχα την φαεινή ιδέα να ρωτήσω για τηλέφωνα και διευθύνσεις μου είπε:
«θες να φας και ένα χέρι ξύλο!;;» …και έτσι έμενα με την απορία.
Όταν έφτασα στο σπίτι τα πράγματα εξελίχθηκαν σχεδόν όπως σας τα περιέγραψα. Η μόνη διαφορά ήταν ότι με περίμενε ένα γράμμα.
Γράμμα, για μένα; ..μα, ποιος να μου στέλνει γράμμα. Σκέφτηκα.
Δεν έχω πάρει γράμμα, ποτέ. Όλοι οι φίλοι μου έχουν email.
Χάζευα τον φάκελο και πρώτη φορά έβλεπα το όνομά μου πάνω του γραμμένο.
Προς: Παπαδόπουλο Θάνο, Νέα Σμύρνη, Καβάλα.
Επάνω αριστερά έγραφε:
Αρίστος Δούκας, Φαέθωνος 7 Κέρκυρα
Ο μπάρμπα Αρίστος! που με θυμήθηκε; Έλα χριστέ και Παναγιά!
Ο μπάρμπα Αρίστος από την Κέρκυρα!
Ήταν πριν δυο χρόνια όταν είχε πάει όλη η οικογένεια διακοπές στην Κέρκυρα.
Εκεί γνώρισα τον μπάρμπα Αρίστο.
«Μαμά, δεν φαντάζεσαι ποιος μου στέλνει γράμμα. Ο μπάρμπα Αρίστος από την Κέρκυρα, θυμάσαι;»
«Που να ξεχάσω! Δεν ήταν το καλοκαίρι που έσπασες το πόδι σου;»
«Έλα ρε μαμά, για τον μπάρμπα Αρίστο λέω. Που καθόταν δίπλα μας;»
Πράγματι, εκείνο το καλοκαίρι με το που φτάσαμε στην Κέρκυρα την πρώτη βδομάδα έσπασα το πόδι μου. Δε θα σας πω τι άκουσα πάλι για τα παιδιά της ηλικίας μου. Ήταν χάλια, ούτε μπάνια, ούτε skateboard, ούτε ποδήλατα. Σκέτη πίκρα. Πονούσα κιόλας θυμάμαι, ήμουν ένα ράκος.
Μόνη μου παρηγοριά ήταν ο μπάρμπα Αρίστος. Ερχόταν κάθε πρωί την ώρα του μπάνιου, που με εγκατέλειπαν όλοι και μου έκανε παρέα. Έναν ολόκληρο μήνα κάθε πρωί καθόμασταν μαζί. Στην αρχή μου διάβαζε το ωροσκόπιό μου από την τοπική εφημερίδα που’χε μαζί του και πιάναμε κουβέντα. Μετά αρχίσαμε να μιλάμε περισσότερο. Στο τέλος μοιραζόμασταν και τα προβλήματά μας. Τι να κάνω εγώ με την μαμά μου που είναι υπερπροστατευτική και τι ο μπάρμπα Αρίστος με έναν φίλο του που’ χει θυμώσει και δεν του μιλάει.
Ήταν ωραίο εκείνο το καλοκαίρι!
Θυμάμαι μια μέρα του μιλούσα για μια κοπέλα που μου άρεσε τότε την Μαρία.
Πόσο παράξενο του είχε φανεί που είπα ότι της είχα κάνει δώρο ένα cd.
«Τι είναι το cd;» με ρωτούσε.
«Να της χαρίσεις ένα λουλούδι. Άκου cd! Πρόσφερέ της ένα λουλούδι και θα δεις το πιο όμορφο χαμόγελό της»
«θέλεις να με πάρει για φλώρο; Αποκλείεται να της χαρίσω λουλούδια» του έλεγα εγώ.
«Άσε που θα πάω κι από τους φίλους μου δηλαδή. Θα με τρώνε όλη την χρονιά!
Θα μου κολλήσουν και κάνα καινούργιο, τόσο θέλουν αυτοί.»
«Τι θα σου κολλήσουν;» συνέχισε τις ερωτήσεις ο Μπάρμπα Αρίστος.
«Κανένα καινούργιο παρατσούκλι εννοώ»
«..γιατί έχεις παρατσούκλι;»
«εεε Ναι.. με φωνάζουν… γκουρού! Άσε, τόσο θέλουν αυτοί που σου λέω.
Άλλο, άλλο, δεν δίνω λουλούδια»
Ο μπάρμπα Αρίστος γέλασε κοφτά, σηκώθηκε από την καρέκλα του και έκανε δυο βήματα προς την μεριά της θάλασσας. Κάρφωσε το βλέμμα του στον ορίζοντά της και δεν ρώτησε τίποτα άλλο αυτή την φορά.
Η κουβέντα μας είχε μείνει εκεί. Εμένα με έτρωγε να ξανά ρωτήσω για τον πρώτο μου έρωτα και τι να κάνω, αλλά ήξερα ότι δεν γινόταν. Όσο για τον μπάρμπα Αρίστο, κρατούσε μια παράξενη απόσταση από όλα αυτά και έτσι κανείς δεν ξανά ασχολήθηκε με τις γυναίκες.
Αποφεύγαμε και οι δύο να μιλήσουμε για έρωτες λες και ο ένας άφηνε τον άλλον στην ησυχία του. Κάτι σαν μυστική συμφωνία.
Ώσπου μια μέρα…
«Θάνο τι σου γράφει στο γράμμα ο μπάρμπα Αρίστος;»
«εε ..μαμά δεν το διάβασα ακόμα, θα σου πω»
Άνοιξα τον φάκελο. Μέσα είχε μια φωτογραφία, έναν σελιδοδείκτη κι ένα γράμμα.
Αγαπητό μου παιδί,
Ελπίζω να θυμάσαι τον γέρο μπάρμπα που γνώρισες πριν δυο χρόνια στο νησί και να μην ξαφνιαστείς πολύ από το γράμμα μου. Εγώ δε σε λησμόνησα ούτε μέρα. Κάθε πρωί που παίρνω εφημερίδα διαβάζω το ωροσκόπιό σου και έτσι φαντάζομαι πως περνάς την μέρα σου και ότι είσαι καλά. Πήρα την απόφαση να σου στείλω αυτό το γράμμα γιατί σε θεωρώ δικό μου άνθρωπο και γι’ αυτό θέλω να μάθεις ότι σου κράτησα κρυφό εκείνο το καλοκαίρι. Θυμάσαι μια μισοτελειωμένη κουβέντα που είχαμε οι δυο μας για την αγαπημένη σου τότε, την Μαρία;
Τώρα, θα σου πω κι εγώ δυο κουβέντες για την δική μου αγαπημένη. Αν δεν έχεις αλλάξει πολύ αυτά τα δυο χρόνια, σίγουρα θα βιαστείς και θα σκεφτείς ..και μένα τι με νοιάζει;
Δεν ξέρω αν σε νοιάζει, άλλα διάβασε μια ιστορία ενός φίλου έτσι, για το χατίρι του, που επειδή έχει γεράσει πολύ έγινε πιο αισθηματίας.
Την δική μου αγαπημένη Θάνο, την λέγανε Φιλιώ. Είναι αυτή στην φωτογραφία. Όταν την πρώτο είδα σάστισα. Ήταν πολύ όμορφη. Μου είχε κοπεί η λαλιά. Μου άρεσε πολύ, μαγεύτηκα. Την έστηνα έξω από την δουλειά της και την περίμενα κρυμμένος μόνο για να την δω. Μα κάθε φορά δίσταζα να την πλησιάσω. Κάθε φορά έλεγα, 
«τώρα δεν την προλαβαίνεις Αρίστο, μάλλον βιάζεται. Αύριο να της μιλήσεις!» 
Πέρασαν 6 μήνες έτσι και κάθε μέρα ήμουν εκεί.
Ώσπου μια μέρα δεν ξέρω πως, σαν κάτι να με έσπρωξε και βρέθηκα απότομα μπροστά της. Την κοίταζα σαν χαμένος και δεν άρθρωνα μιλιά. Αυτή την έπιασαν τα γέλια, φαντάσου πόσο αστείος ήμουνα. Χαμογέλασα τότε κι εγώ και σα να ξεθάρρεψα σήκωσα το χέρι μου να της δώσω ένα λουλούδι που κρατούσα. Έξι μήνες κάθε μέρα έκοβα ένα λουλούδι για να της το δώσω. Αυτή το πήρε και το μύρισε. Με ρώτησε πως με λένε και μου είπε πως το δικό της όνομα ήταν Φιλιώ. Εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω, δεν έβγαινε φωνή, κάποιος μου την είχε πάρει. Κουνούσα τα χείλη μου και έβγαζα άναρθρες κραυγές. Ζούσα έναν πανικό και μια ντροπή μαζί. Τότε αυτή, άνοιξε τα βιβλία που είχε στην αγκαλιά της, έβγαλε από μέσα τον σελιδοδείκτη που κρατάς και μου τον έδωσε. 
«Να!.. σου κάνω και ΄γω ένα δώρο» μου είπε.
 Έπιασε το χέρι μου έβαλε στην χούφτα μου τον σελιδοδείκτη χαμογέλασε ξανά, και έφυγε τρέχοντας. Από τότε την συναντούσα κάθε μέρα. Περίμενα να σχολάσει από το βιβλιοπωλείο και περπατούσαμε μαζί όλα τα καντούνια μέχρι τα τείχη της πόλης. Εκεί την χαιρετούσα και έπαιρνε τον δρόμο για το σπίτι της. Αυτή η βόλτα μας ήταν η ζωή μου. Ζούσα με την έννοια πότε θα ξημερώσει η μέρα, πότε θα αλλάξει χρώμα ο ουρανός για να την συναντήσω. Κανείς άλλος δεν με είχε κάνει τόσο ευτυχισμένο.
Ώσπου μια μέρα, ..εξαφανίστηκε! 
Ξαφνικά ..την έχασα. Δεν ξανά ήρθε ποτέ! Έψαξα να την βρω, αλλά μάταια. Λίγο αργότερα έμαθα ότι είχαν φύγει από το νησί. 
Δεν την ξανάδα.
Από τότε εκείνον τον σελιδοδείκτη που μου χάρισε τον κουβαλούσα πάντα μαζί μου. 
Πάνω μου. Χρόνια τόσα είμασταν μαζί, μια ζωή. Λες και κάτι μου έλεγε… αν μια μέρα την βρεις; να μην της δείξεις πόσο την σκέφτεσαι; Από τότε δεν την ξανά’ δα, όταν την μέρα που είχαμε πάει μαζί στο νοσοκομείο για τον γύψο που’χες στο πόδι σου, την είδα τυχαία και εντελώς ξαφνικά εκεί. Στην αρχή δεν την κατάλαβα. Μου κίνησε την περιέργεια όμως μια κοπέλα που βοηθούσε μια γριούλα να βάλει το παπούτσι της. Κάθισα στην γωνιά και καθώς σε περίμενα να βγεις από τον γιατρό, χάζευα τις δυο κυρίες και άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει. Τότε την είδα! Είδα το χαμόγελό της, άκουσα το γέλιο της,..που είχε φωνή! 
Πριν προλάβω να συγκρατήσω τον εαυτό μου από τον ενθουσιασμό της εικόνας που είχα στα μάτια μου, αντιλαμβάνομαι ότι όλα αυτά δεν ήταν ταξίδια του μυαλού μου. 
Η φωνή ήταν ζωντανή και τα γέλια ήταν από τις δύο κυρίες που χάζευα μπροστά μου. Έμεινα ακίνητος. Μούδιασα. Σοβάρεψα.
Δεν ήταν δυνατόν!! Η κοπέλα έμοιαζε τόσο πολύ της Φιλιώς. Αλλά.. και της άλλης, σα να ΄ταν ήταν κόρη της. 
Και η γριούλα με τα άσπρα μαλλιά; ήταν η Φιλιώ;;
Ήταν η Φιλιώ. Ύστερα από τόσα χρόνια. Ύστερα από μια ζωή, την ξαναείδα εκείνο το καλοκαίρι που ήμασταν μαζί. Ψέλλισα το όνομά της μια φορά, ενώ την δεύτερη το φώναξα.
 «Φιλιώ;»
Γύρισε η κοπέλα που την συνόδευε και με ρώτησε.
«Ξέρετε την μητέρα μου;» Τότε πλησίασα και συστήθηκα. Η φωνή μου έτρεμε και πάλι. Είχα να δω το πρόσωπό της από τότε.
 Η κοπέλα ήταν η κόρη της Φιλιώς και η Φιλιώ, είχε το ίδιο όμορφο χαμόγελο που είχε και όταν την πρωτογνώρισα.
«Φιλιώ! ο Αρίστος είμαι. Ο Αρίστος σου! Θυμάσαι;
Όταν ήμασταν νέοι, τις βόλτες μας στα καντούνια; τα γέλια μας; Τα παλιά βιβλία που κουβαλούσαμε μαζί, τα όνειρα που κάναμε, Θυμάσαι;»
Τα μάτια της είχαν καρφωθεί επάνω μου και με κοιτούσε όλο απορία. Η προσπάθεια που έκανε για να με θυμηθεί είχε αποτυπωθεί με μια έντονα μεγάλη ρυτίδα στο μέτωπο της. Η κόρη της μου εξήγησε πως η Φιλιώ είχε πολύ αδύνατη μνήμη και ξεχνούσε ακόμη και τα πρόσωπα της ίδιας της οικογένειας. Οι γιατροί διέγνωσαν ότι πάσχει από την νόσο Αλτσχάιμερ και ήταν μάλλον απίθανο να με θυμηθεί. Έχανε την μνήμη της με γρήγορους ρυθμούς, ενώ έμπαινε συχνά στο νοσοκομείο για εξετάσεις. Τότε ασυναίσθητα έβγαλα από το πορτοφόλι μου τον σελιδοδείκτη που μου είχε χαρίσει. Κάθισα δίπλα της, έπιασα το χέρι της και τον άφησα στην χούφτα της.
« Ωωω! Τι όμορφο!» Ήταν τα λόγια που είπε.
Της είπα πως μου το είχε χαρίσει μια κοπέλα, πολύ όμορφη πριν από χρόνια που ήταν η πρώτη μου αγάπη και πως από τότε, δεν τον έχω αποχωριστεί ποτέ.
« Τι όμορφος σελιδοδείκτης!..» Είπε ξανά. Τον θαύμασε, με κοίταξε με τα μάτια της υγρά κατάματα, χαμογέλασε και μου τον ξανάδωσε πίσω.
 Τότε, όλα είχαν κάνει τον κύκλο τους.
Ξαφνικά ένιωσα πως ο σελιδοδείκτης που τόσο πρόσεχα και αγαπούσα δεν μου ήταν απαραίτητος πια. Πως δεν ανήκει σε μένα. Και πως όλα εκείνα που μου θύμιζε ή με έκανε να αισθανθώ ήταν πολύ ξεθωριασμένα και πολύ μακρινά. Όλα ξαναγύρισαν εκεί που είχαν αρχίσει. Σαν τα παιχνίδια δεξιοτεχνίας που προσπαθείς να βάλεις όλες τις μπάλες σε αντίστοιχες τρύπες και μόλις το πετύχεις ολοκληρώνεται η ζωγραφιά. Έτσι ένιωθα τώρα με στην ζωή μου Θάνο, πως κάποια πράγματα πήραν την θέση τους και ο σελιδοδείκτης δεν κουβαλούσε καμία μνήμη πια.
 Ξέρω ότι σε κούρασα μικρέ, αλλά όταν ο άνθρωπος μεγαλώνει κουβαλάει πολλά μαζί του. Ένα σωρό μνήμες, σοφίες της ζωής που μόνο όταν ωριμάσει αρκετά, έχει την γνώση και τον τρόπο να τα αφομοιώνει, να τα αγαπά και να μεγαλώνει μαζί τους, χωρίς να χρειάζεται σελιδοδείκτες στις σελίδες της ζωής του. 
ΥΓ. Να ξέρεις, πως θα χαρώ να σε ξανά δω, κι αν δεν έχεις που να πας φέτος το καλοκαίρι θα σε περιμένω.
Κι εγώ λέω, να ξανασκεφτείς και μήπως τελικά της δώσεις κανένα λουλούδι της νέας σου αγάπης, ….μικρέ γκουρού!
Σε χαιρετώ, ο φίλος σου ο μπάρμπα Αρίστος.
«Μαμά, πάμε φέτος στην Κέρκυρα διακοπές πάλι όλη η οικογένεια μαζί;»
«Καλά, εσύ δεν έλεγες ότι φέτος θα πας διακοπές μόνος σου με τους φίλους σου, και ότι δεν θα ξανά πας με την οικογένεια ‘Χωραφά’ άλλη φορά;»
«εε! έλεγα.. Δεν πειράζει, ας κάνω κάτι μια φορά όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας μου!»
.
Η Σοφία Κ. Τέγου ζει και εργάζεται στην Δράμα. Η πρώτη λέξη που είπε ήταν «μαμ». Διακρίνοντας από πολύ μικρή ηλικία την αξία των δοντιών αποφάσισε να γίνει οδοντίατρος. Σπούδασε Αισθητική Οδοντιατρική στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και έπαθε εξάρτηση με την πόλη. Άρρωστη πια, άρχισε να γράφει ιστορίες. Διαβάζει και γράφει όπως ζει, αναπνέει, τρώει και κοιμάται. Ο σελιδοδείκτης με απώλεια μνήμης έχει συμπεριληφθεί στο λεύκωμα «Σελιδοδεικτο-ταξιδεύοντας» της Τάντας Θεοδωρίδου εκδ. Έφεσος.
[ facebook ] [ e-mail ]

 σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις