Ελισσαίος Βγενόπουλος.
κατακλυσμός
στην ανηφόρα του βουνού
αγκομαχούσε η λήθη
στα γκρεμνά τ’ ουρανού
κατρακυλούσανε τα πάθη
και λίγο έξω από την πόλη
σέρνονταν οι εξαθλιωμένοι επισκέπτες
στα δυτικά ξέκοψε ένας λόφος αναπόλησης
και χάθηκε στης συννεφιάς το σβέρκο
χαμηλά πίσω από τον κάλυκα μιας θλίψης
σφιγγόταν η ανυπεράσπιστη επιθυμία
άνοιξε τα χέρια σαν έτοιμος να πετάξει
πήρε μια επιθυμία από το ράφι τ’ ουρανού
και την έσφιξε στο στήθος μέχρι να την αποτελειώσει
βγήκε από την πίσω πόρτα της μέρας
και κατέβηκε στο σοκάκι μιας αναστάτωσης
ήξερε ότι το απόγευμα
θα τον ξερνούσε στα γόνατα
μιας αβάσταχτης κοινωνικής υποχρέωσης
ο κατακλυσμός που φύλαγε στην αποθήκη
ήρθε και ξέσπασε στο μισάνοιχτο παράθυρο
της αιώνιας λαχτάρας του
και γίναν όλα ένα πέλαγος
χωρίς κόλπους ακρωτήρια και χερσονήσους
όλα ένα σκοτεινό πέλαγος απόγνωσης
στην ανηφόρα του βουνού
αγκομαχούσε η λήθη
στα γκρεμνά τ’ ουρανού
κατρακυλούσανε τα πάθη
και λίγο έξω από την πόλη
σέρνονταν οι εξαθλιωμένοι επισκέπτες
στα δυτικά ξέκοψε ένας λόφος αναπόλησης
και χάθηκε στης συννεφιάς το σβέρκο
χαμηλά πίσω από τον κάλυκα μιας θλίψης
σφιγγόταν η ανυπεράσπιστη επιθυμία
άνοιξε τα χέρια σαν έτοιμος να πετάξει
πήρε μια επιθυμία από το ράφι τ’ ουρανού
και την έσφιξε στο στήθος μέχρι να την αποτελειώσει
βγήκε από την πίσω πόρτα της μέρας
και κατέβηκε στο σοκάκι μιας αναστάτωσης
ήξερε ότι το απόγευμα
θα τον ξερνούσε στα γόνατα
μιας αβάσταχτης κοινωνικής υποχρέωσης
ο κατακλυσμός που φύλαγε στην αποθήκη
ήρθε και ξέσπασε στο μισάνοιχτο παράθυρο
της αιώνιας λαχτάρας του
και γίναν όλα ένα πέλαγος
χωρίς κόλπους ακρωτήρια και χερσονήσους
όλα ένα σκοτεινό πέλαγος απόγνωσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου