Ν ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ «Ένα οργισμένο ποίημα της κατοχής»
ΠΙΝΑΚΑΣ -Ν. ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Οι Κούροι που ορθώνονταν στα ελληνικά ακρογιάλια
Μην πείτε πως αφήσανε τούτο τον έρμο τόπο.
Αυτή η γης, η μαύρη γης, η χιλιοπικραμένη,
Ποτέ της δε σταμάτησε να βγάζη παλληκάρια.
Κι’ αν χύνουμε τα δάκρυα, κλαίγουμε το χαμό τους,
Και η χαρά μας ειν’ τρανή που είχαμε τέτοι’ αδέρφια.
Ποιος θε να κλάψη το χαμό τόσων παλληκαριώνε;
Εγώ θα κλάψω και θα πω το τι άξιζε ο καθένας.
Αλλ’ όμως τώρα τραγουδώ το Μήσο Αστερίου,
Που είταν αϊτός της Ρούμελης, πύργος στην Αταλάντη,
Στην αντρειά, στη λεβεντιά, πρώτος μέσα στους πρώτους,
Του Δίκιου και της Λευτεριάς τ’ άξιο παλληκάρι.
Μεγάλη ωσάν τα βουνά είτανε η καρδιά του,
Κι’ η σκέψη του είταν ψηλή ωσάν τα κυπαρίσσια.
Εργάτες ρίχτε τα σφυριά, ρίχτε τα εργαλεία,
Και με τα χέρια λεύτερα μουντζώστε τους φασίστες.
Οι άτιμοι ωμόσανε, στη νύχτα που τους ζώνει,
Τον Κόσμο να σκλαβώσουνε, ν’ απλώσουν τα σκοτάδια.
Και τώρα σφίχτε τις γροθιές, ψηλά σηκώσετέ τες,
Όλοι μαζί να ψάλλουμε της Εργατιάς τη Νίκη:
Και να ο Μήτσος έρχεται, πάνω στη γης βαδίζει.
Το πρόσωπό του είν’ χλωμό, έχει πικρό τ’ αχείλι,
Όμως πάντα στα μάτια του η καλωσύνη λάμπει.
Αυτός που μόνο Πίστεψε, που είταν όλος Αγάπη,
Για δέστε πως μας έτεινε τα ματωμένα χέρια,
Στα ξεσκισμένα στήθεια του απάνω να μας σφίξει.
Στον τοίχο που τον έσουρναν, τυφλό, ναν τον σκοτώσουν,
Στο μέρος όπου ακούμπησε το ευγενικό κορμί του,
Οι πέτρες δάκρυα στάζουνε και σκούζουν στοιχειωμένες.
Κι’ ένας αετός, ρωμηός αετός, όλο εκεί πετάει,
Και των φτερών του τη σκιά ρίχνει στο μαύρο τόπο,
Κι’ όλο βογγά, ξερνά χολή, και όλο βλαστημάει.
Ν ί κ ο ς Ε γ γ ο ν ό π ο υ λ ο ς
Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, Ίκαρος, Αθήνα 1978, σελ. 134-137
Ποτέ της δε σταμάτησε να βγάζη παλληκάρια.
Κι’ αν χύνουμε τα δάκρυα, κλαίγουμε το χαμό τους,
Και η χαρά μας ειν’ τρανή που είχαμε τέτοι’ αδέρφια.
Ποιος θε να κλάψη το χαμό τόσων παλληκαριώνε;
Εγώ θα κλάψω και θα πω το τι άξιζε ο καθένας.
Αλλ’ όμως τώρα τραγουδώ το Μήσο Αστερίου,
Που είταν αϊτός της Ρούμελης, πύργος στην Αταλάντη,
Στην αντρειά, στη λεβεντιά, πρώτος μέσα στους πρώτους,
Του Δίκιου και της Λευτεριάς τ’ άξιο παλληκάρι.
Μεγάλη ωσάν τα βουνά είτανε η καρδιά του,
Κι’ η σκέψη του είταν ψηλή ωσάν τα κυπαρίσσια.
Εργάτες ρίχτε τα σφυριά, ρίχτε τα εργαλεία,
Και με τα χέρια λεύτερα μουντζώστε τους φασίστες.
Οι άτιμοι ωμόσανε, στη νύχτα που τους ζώνει,
Τον Κόσμο να σκλαβώσουνε, ν’ απλώσουν τα σκοτάδια.
Και τώρα σφίχτε τις γροθιές, ψηλά σηκώσετέ τες,
Όλοι μαζί να ψάλλουμε της Εργατιάς τη Νίκη:
Και να ο Μήτσος έρχεται, πάνω στη γης βαδίζει.
Το πρόσωπό του είν’ χλωμό, έχει πικρό τ’ αχείλι,
Όμως πάντα στα μάτια του η καλωσύνη λάμπει.
Αυτός που μόνο Πίστεψε, που είταν όλος Αγάπη,
Για δέστε πως μας έτεινε τα ματωμένα χέρια,
Στα ξεσκισμένα στήθεια του απάνω να μας σφίξει.
Στον τοίχο που τον έσουρναν, τυφλό, ναν τον σκοτώσουν,
Στο μέρος όπου ακούμπησε το ευγενικό κορμί του,
Οι πέτρες δάκρυα στάζουνε και σκούζουν στοιχειωμένες.
Κι’ ένας αετός, ρωμηός αετός, όλο εκεί πετάει,
Και των φτερών του τη σκιά ρίχνει στο μαύρο τόπο,
Κι’ όλο βογγά, ξερνά χολή, και όλο βλαστημάει.
Ν ί κ ο ς Ε γ γ ο ν ό π ο υ λ ο ς
Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, Ίκαρος, Αθήνα 1978, σελ. 134-137
σημ. Αν δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι κάντε τους μαρκάρισμα, αντιγραφή, επικόλληση πάνω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου